ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 3 ΑΑΔ 403

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2006

(Υπ. Αρ. 202/2005)

 

2 Οκτωβρίου, 2008

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.,  ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

                                                                   Εφεσείων-Αιτητής,

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσίβλητου-Καθ΄ου η αίτηση.

― ― ― ―

Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά

Ε. Παπαγεωργίου (κα),  Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  για εφεσίβλητο

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  (Ex Tempore)

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:         To Noέμβριο του 1996 ο εφεσείων-αιτητής καταχώρησε εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Λτδ και τρεις Διευθυντές της την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση με αρ. 39513/96, για αδικήματα «Εξαφάνισης ή/και καταστροφής αποδεικτικού υλικού κατά παράβαση των άρθρων 20 και 120 του Κεφ.154», ως επίσης και για αδικήματα συνομωσίας.

 

Στις 23.1.97 ο Γενικός Εισαγγελέας, με βάση τις εξουσίες του που του παρέχει το άρθρο 113.2 του Συντάγματος και το άρθρο 154(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, διέκοψε την πιο πάνω διαδικασία και η ποινική υπόθεση που είχε καταχωρηθεί, απορρίφθηκε.

 

Στις 30.9.04, δηλαδή σχεδόν 8 χρόνια αργότερα, με επιστολή του ο εφεσείων ζήτησε από το Γενικό Εισαγγελέα να εγκρίνει την κατάθεση νέας ιδιωτικής ποινικής αγωγής εναντίον των ιδίων και για τα ίδια κατ΄ισχυρισμό ποινικά αδικήματα.  Μετά και από δεύτερη επιστολή του προς υπενθύμιση στις 22.12.04 ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή τον πληροφόρησε ότι η υπόθεση, όπως είχε τύχει χειρισμού το 1997, εθεωρείτο λήξασα.

 

Απέστειλε ξανά νέα επιστολή στις 29.12.04 και έλαβε και πάλι απορριπτική απάντηση.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία, η παράλειψη του Γενικού Εισαγγελέα να εγκρίνει στον αιτητή επανακατάθεση νέας ιδιωτικής Ποινικής Αγωγής με βάση το άρθρο 154(3) του Κεφ. 155, τη μερική αλλά ουσιαστική δίωξη της οποίας ούτος ανέστειλε στις 23 Ιανουαρίου 1997, να κηρυχθεί εις την ολότητά της ως άκυρη και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί.»

 

Ο καθ΄ου η αίτηση-εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση υποβάλλοντας ότι με την προσφυγή δεν προσβαλλόταν οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη μέσα στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δικαστικές πράξεις ή πράξεις οργάνων που είναι ενταγμένα ή συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση δικαστικών εξουσιών δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανώτατου Δικαστηρίου.  Παρέπεμψε δε σε σωρεία αποφάσεων επί του προκειμένου, αρχίζοντας από την Υπόθεση Kyriakides and the Republic (Ministry of Interior) 1 R.S.C.C. 66.  (Xenofontos and The Republic 2 R.S.C.C. 89, Pitsillos v. Aristodemou (1969) 3 C.L.R. 226 κ.λ.π.).

 

Kρίνουμε ότι, με βάση τη νομολογία, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Ο Γενικός Εισαγγελέας, στην άσκηση των εξουσιών του σχετικά με ποινικές διώξεις, δεν είναι διοικητικό όργανο και δεν ασκεί διοικητική λειτουργία.  Οι αποφάσεις του στον τομέα αυτό συνδέονται άρρηκτα με την δικαστική διαδικασία και ως εκ τούτου εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Ανώτατου Δικαστηρίου, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Ως εκ τούτου καταλήγουμε ότι, η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η πράξη που προσβάλλεται δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι ορθή.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

 

Π.                          Δ.                           Δ.                         Δ.                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο