ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 3 ΑΑΔ 345

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 49/2006)

(Υπόθεση Αρ. 975/2004)

17 Ιουλίου, 2008

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ

Εφεσείοντας

 

v.

 

EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ)

 

Εφεσιβλήτων

 

 

Δ. Κωνσταντίνου για τον εφεσείοντα.

Α. Κουντουρή για τους εφεσίβλητους.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η αίτηση του εφεσείοντα για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ, στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής, απορρίφθηκε επειδή τα ακαδημαϊκά προσόντα, κατ' επίκληση των οποίων την υπέβαλε, «δεν έχουν τύχει αναγνώρισης από το Επιμελητήριο (αρμόδιο σώμα αναγνώρισης τίτλων σπουδών, δυνάμει του άρθρου 7 του Ν. 224/90) για σκοπούς του Νόμου του ΕΤΕΚ».  Προηγήθηκε, κατά την ίδια συνεδρία της 29.7.04, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης, η απόφαση του ΕΤΕΚ να μην αναγνωρίσει για τους σκοπούς του Νόμου δυο τίτλους του Brunel University, UK, και οι λόγοι ακυρότητας που αναπτύχθηκαν αφορούν, κατ' εξοχήν, στο κύρος αυτής της μη αναγνώρισης.

 

Πρωτοδίκως η προσφυγή απορρίφθηκε αφού, όπως κρίθηκε, η προτέρα αναγνώριση των ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή ήταν προϋπόθεση για την εγγραφή του.  Αυτό, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ (1999) 3 ΑΑΔ 189, από την οποία παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα:

«.στην απουσία αναγνώρισης του προσόντος από το Υπουργικό Συμβούλιο, ήταν υποχρεωτική η απόρριψη του αιτήματος. Δεν παρεχόταν ευχέρεια για άλλο χειρισμό. Συμφωνούμε. Η αντίληψη του εφεσείοντα πως υπήρχαν και εν προκειμένω διαζευκτικά προσόντα (πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν) ώστε να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση, είναι λανθασμένη. ΄Ολα αυτά υπόκεινται στη ενιαία απαίτηση να είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο και ο αιτητής δεν είχε τίποτε το αναγνωρισμένο με αυτό τον τρόπο. Δεν ανήκε στο ΕΤΕΚ η εξουσία για καθορισμό κατάλληλου προσόντος ή ισοδύναμου προς αυτό, δεν τίθεται στην παρούσα διαδικασία ζήτημα σε σχέση με το μηχανισμό της επίτευξης της απαιτούμενης αναγνώρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. και το πρακτικό ημερομηνίας 29.3.95) αναπόφευκτα παραπέμπει στην έλλειψη αναγνώρισης και δεν χρειαζόταν άλλη εξήγηση.

Ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο στη διεκδίκηση εγγραφής γιατί δεν συγκέντρωνε το προαπαιτούμενό της από το Νόμο. Το κατά πόσο αυτό ορθά ανάχθηκε και σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση προσφυγής, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης απολήγει να είναι χωρίς σημασία. Ούτως ή άλλως η προσφυγή ορθά απορρίφθηκε. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.»

 

Ασφαλώς η προηγούμενη αναγνώριση των ακαδημαϊκών προσόντων συνιστούσε προϋπόθεση αλλά επήλθε νομοθετική αλλαγή, στην οποία, μάλιστα, αναφέρεται σε άλλο σημείο και η πρωτόδικη απόφαση, που διαφοροποιεί την κατάσταση.  Αρχικά, κατά το άρθρο 7(1), μπορούσε να τίθεται ζήτημα εγγραφής μόνο εφόσον το ακαδημαϊκό προσόν ήταν αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Με το Ν. 221(Ι)/2002 το άρθρο 7(1) αντικαταστάθηκε και η αρμοδιότητα για την αναγνώριση και συνακολούθως την εγγραφή ανατίθεται στο ίδιο το ΕΤΕΚ.  Οπότε, όπως έγινε και εν προκειμένω, ενόψει αίτησης για εγγραφή, κατ' αρχάς το ΕΤΕΚ αποφασίζει αν θα αναγνωρίσει ή όχι το ορισμένο ακαδημαϊκό προσόν, με συνακόλουθη και την εγγραφή ή την άρνησή της, αναλόγως.  Ενώ δε η άρνηση αναγνώρισης, ιδωμένη αυτοτελώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Νόμου και της άσκησης των αρμοδιοτήτων του ΕΤΕΚ, σε περίπτωση όπως η παρούσα, απολήγει προπαρασκευαστική και εν πάση περιπτώσει, απορροφάται από την τελική απόφαση για μη εγγραφή.  Αφού δε η άρνηση εγγραφής παραπέμπει στη μη αναγνώριση, εγκύρως τίθεται υπό αναθεώρηση, ως το αιτιολογικό στήριγμα της τελικής απόφασης, η απόφαση για τη μη αναγνώριση.  (Βλ. συναφώς Αχιλλέας Αχιλλέως ν. ΕΤΕΚ, Προσφυγή 948/05, ημερομηνίας 4.9.07).

 

Συνιστούσε, επομένως, επίδικο ζήτημα η άρνηση της αναγνώρισης και ελέγξαμε τα δεδομένα της.  Κατά τη συνεδρία της 29.7.04, ως θέμα (ζ), καταγράφονται οι τίτλοι σπουδών/διπλωμάτων των οποίων αποφασίστηκε η μη αναγνώριση.  Μεταξύ άλλων και εκείνων του εφεσείοντα.  Για να ακολουθήσει, στη συνέχεια, ως θέμα (η), η απόρριψη του αιτήματός του για εγγραφή.  Αυτό, όμως, χωρίς καμιά αιτιολογία, οφειλόμενη όπως ορθώς δέχτηκε κατά την ακρόαση και η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων.  Όσα άλλα στοιχεία υπάρχουν εξαντλούνται στο περιεχόμενο εντύπου που προορίζεται για συμπλήρωση από την Επιτροπή Εγγραφής Μελών και την Υποεπιτροπή Κλάδου που και αυτό όμως,  στην ένδειξη «αιτιολογικά σε περίπτωση απόρριψης», αντί άλλης εξήγησης, ενόψει και των γραπτών παραστάσεων του αιτητή ως προς την αναγνωρισιμότητα των ακαδημαϊκών του προσόντων, αφήνει άθικτη, ως ισχύουσα, την τυπωμένη εξήγηση «δεν κατέχει δίπλωμα ή πτυχίο ή άλλο ισότιμο προσόν αναγνωρισμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο για τους σκοπούς του Νόμου περί ΕΤΕΚ».  Προφανώς κατά πλάνη περί το Νόμο αφού, όπως είδαμε, δεν ετίθετο πλέον θέμα αναγνώρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Γι' αυτούς τους λόγους, την πλάνη περί το Νόμο που απέληξε στη μη υποβολή εισήγησης αρμοδίως με αναφορά στην αναγνωρισιμότητα των ακαδημαϊκών προσόντων του εφεσείοντα και την, εν τέλει, αναιτιολόγητη απόφαση για μη αναγνώριση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Επιδικάζονται €2.500 έξοδα περιλαμβανομένου του ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα για την πρωτόδικη και την παρούσα διαδικασία.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,  Δ.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο