ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 231
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική έφεση αρ. 111/2005
23 Μαϊου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ Δ/στές]
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ Η/ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΦΟΡΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ
Εφεσείοντες/καθών η αίτηση
- ν. -
1. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΟΛΩΝ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΛΤΔ.
2. ΣΟΛΩΝΑ ΑΓΓΕΛΙΔΗ
Εφεσιβλήτων/αιτητών
.........
Δ. Εργατούδη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες/καθών η αίτηση
Γ. Σεραφείμ, για τους εφεσίβλητους/αιτητές
----------------------
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελούν οι Κωνσταντινίδης, Δ, Γαβριηλίδης, Δ., Φωτίου, Δ. και Ερωτοκρίτου Δ. θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου. Ο δικαστής Ναθαναήλ θα εκδώσει διϊστάμενη απόφαση.
............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την προσφυγή με αρ. 365/03 εναντίον των εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσειόντων που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 5/2/03 σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους ημερ. 25/11/02 για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας φαρμακείου είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Οι εφεσίβλητοι αρ. 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λάρνακα και ασχολούνται με επιχειρήσεις φαρμακείων. Ο εφεσίβλητος αρ. 2 Σόλων Αγγελίδης κατέχει το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης αρ. 1 και είναι ένας εκ των διευθυντών της. Οι εφεσίβλητοι αρ. 1 (δηλαδή η εταιρεία) είναι ιδιοκτήτες τριών (3) φαρμακείων στην επαρχία Λάρνακας. Με αίτηση τους ημερ. 25/11/02 προς τον Έφορο Συμβουλίου Φαρμακευτικής ανάφεραν ότι η εταιρεία (Σόλων Αγγελίδης Λτδ) ζητά άδεια για λειτουργία φαρμακείου το οποίο θα βρίσκεται στην Λεωφόρο Αρχ. Κυπριανού στη Λάρνακα. Με επιστολή ημερ. 2/1/03 διευκρίνησαν ότι η εταιρεία ήδη λειτουργεί 3 φαρμακεία. Οι εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 5/2/03 πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους ότι «το Συμβούλιο Φαρμακευτικής αποφάσισε να μην εγκρίνει την εν λόγω αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 5 και 10 του Νόμου 145(1)/2000», με αποτέλεσμα την καταχώρηση της προαναφερθείσας προσφυγής.
Ο συνάδελφος που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση αποδέχθηκε την προσφυγή για τους εξής βασικά λόγους: (α) διότι «οι καθών η αίτηση συγχύζουν κάπως τα πράγματα και θεωρούν το δεύτερο αιτητή ως αιτητή για άδεια λειτουργίας και τέταρτου φαρμακείου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος προσωπικά δεν λειτουργούσε οποιοδήποτε φαρμακείο», (β) διότι «η επίδικη απόφαση λήφθηκε και υπό συνθήκες πραγματικής πλάνης εφόσον η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας συγχύστηκε κατά κάποιον τρόπο με αίτηση του δεύτερου αιτητή» και (γ) λόγω νομικής πλάνης.
Αναφορικά με το (γ) το δικαστήριο ανάφερε τα εξής:
«Η νομική πλάνη, υπό την οποία τελούσαν οι καθών η αίτηση 1 όταν έλαβαν την επίδικη απόφαση τους, συνίσταται στην παρερμηνεία της προσφερόμενης πρόνοιας που προστέθηκε στο άρθρο 15 του βασικού νόμου, με το άρθρο 6 του Ν. 145(1)/2000. Εκείνο το οποίο απαγορεύεται σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, είναι η ιδιοκτησία περισσοτέρων του ενός φαρμακείων από οιονδήποτε πρόσωπο και στον όρο πρόσωπο θα πρέπει να αποδοθεί εδώ η έννοια του φυσικού προσώπου (εφόσον στη συνέχεια γίνεται ρητά λόγος για εταιρείες) και περιπλέον απαγορεύεται οποιοδήποτε (φυσικό) πρόσωπο να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου, σε περισσότερες της μιας εταιρείες οι οποίες διαξάγουν επιχείρηση φαρμακείου.
Κατά την κρίση μου, λανθασμένα οι καθ' ων η αίτηση 1 ερμήνευσαν την προαναφερόμενη πρόνοια ως επηρεάζουσα και μάλιστα καθοριστικά την αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας για άδεια λειτουργίας φαρμακείου. Στην προαναφερόμενη πρόνοια δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση για άδεια λειτουργίας περισσοτέρων του ενός φαρμακείου, από εταιρεία. Η απαγόρευση είναι μόνον για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία:
(α) Δεν μπορούν να είναι ιδιοκτήτες περισσοτέρων του ενός φαρμακείων, και
(β) Δεν μπορούν να είναι κάτοχοι ή δικαιούχοι ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου (όχι σε μια εταιρεία η οποία διεξάγει επιχείρηση πέραν του ενός φαρμακείου) σε περισσότερες της μιας εταιρείες η κάθε μια από τις οποίες διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου.
Η ξεχωριστή νομική προσωπικότητα των εταιρειών είναι θεμελιωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα, άρα η αίτηση της πρώτης αιτήτριας εταιρείας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αίτηση του δεύτερου αιτητή.»
Λόγοι έφεσης
Οι εφεσείοντες με την έφεση τους, την οποία βασίζουν σε δυο λόγους, προσβάλλουν την ορθότητα των πιο πάνω ευρημάτων του συναδέλφου.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες σύγχισαν τα πράγματα και θεώρησαν την αίτηση της εταιρείας ως αίτηση του εφεσίβλητου Σόλωνα Αγγελίδη, κρίνουμε ότι αυτός ευσταθεί. Από τα διάφορα έγγραφα που ήσαν ενώπιον των εφεσίβλητων προκύπτει με σαφήνεια ότι η αίτηση ήταν εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας και όχι του εφεσίβλητου Σόλωνα Αγγελίδη. Στην ίδια την αίτηση ημερ. 25/11/02 τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις διατυπώνεται ότι η αίτηση υποβάλλεται από την εταιρεία Σόλων Αγγελίδης Λτδ, και ότι το φαρμακείο θα είναι ιδιοκτησία της εν λόγω εταιρείας. Περαιτέρω στην επιστολή ημερ. 2/1/03 με την οποία στάληκαν στους εφεσείοντες περαιτέρω στοιχεία κατόπιν τηλεφωνικής συνεννοήσεως, επαναλαμβάνεται ότι αιτητής είναι η εταιρεία. Όμως και στην απορριπτική επιστολή της 5/2/03 (προσβαλλόμενη απόφαση) παρόλο που αυτή απευθύνεται στον Σόλωνα Αγγελίδη, είναι σαφές από το κείμενό της ότι αναφέρεται σε αίτηση της εταιρείας. Επομένως εσφαλμένα κατάληξε ο συνάδελφος πρωτόδικα ότι υπήρχε σύγχιση εκ μέρους των εφεσειόντων ως προς το ποιός ήταν ο αιτητής, απλώς επειδή στα πρακτικά έγινε αναφορά στο Σόλωνα Αγγελίδη.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης το θέμα διέπεται από το άρθρο 15 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου, Κεφ. 254, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 145(1)/2000. Το άρθρο 6 του Ν. 145(1)/2000 έχει ως εξής:
«6. Το άρθρο 15 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση της τελείας, στο τέλος του εδαφίου (1) αυτού, από διπλή τελεία και την προσθήκη, αμέσως μετά, της ακόλουθης επιφύλαξης:
«Νοείται ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης περισσοτέρων του ενός φαρμακείων ή να είναι κάτοχος ή δικαιούχος ποσοστού πέραν του 51% του μετοχικού κεφαλαίου περισσοτέρων της μιας εταιρειών η οποία διεξάγει επιχείρηση φαρμακείου:
Νοείται περαιτέρω ότι πιο πάνω επιφύλαξη δεν τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με την ιδιοκτησία των φαρμακείων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ, νοουμένου ότι αυτά λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί για την εξυπηρέτηση των μελών τους.»
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Κρίνουμε ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η λέξη «πρόσωπο» στην επιφύλαξη του άρθρου 15 περιορίζεται σε φυσικό πρόσωπο και ότι δεν καλύπτει και εταιρείες. Ότι η λέξη αυτή επεκτείνεται και σε εταιρείες υποστηρίζεται και από την υπόθεση Γεωργία Νικολαϊδου ν. Συμβουλίου Φαρμακευτικής και/ή Συμβουλίου Φαρμακευτικής μέσω του Εφόρου Φαρμακευτικής κ.α., Υποθ. Αρ. 978/03 ημερ. 30/1/06 όπου το δικαστήριο, βασιζόμενο και στον περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1 όπου διαλαμβάνεται ότι «εκτός αν υπάρχει κάτι στο αντικείμενο ή το κείμενο που είναι ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία ή εκτός αν προνοείται σ΄αυτό διαφορετικά «πρόσωπο» περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι», κατέληξε ότι η επιφύλαξη καλύπτει και εταιρείες εφόσον στο άρθρο 15(1) δεν υπήρχε οτιδήποτε το ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία. Έτσι διαφοροποιήθηκε από την ερμηνεία που δόθηκε στην υπόθεση 365/03 (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) την οποία είχε υπόψη του το δικαστήριο και ότι τελούσε υπό έφεση. Στην εν λόγω υπόθεση (978/03) το δικαστήριο, μεταξύ άλλων ανάφερε τα εξής:
«Η χρήση και των δυο όρων, «πρόσωπο» και «εταιρεία», όσο και αν θα μπορούσε να σχολιαστεί από νομοτεχνικής άποψης, ενόψει της ουσίας των όσων ακολουθούν στο άρθρο δεν αναιρεί αλλά επιβεβαιώνει ότι και η εταιρεία υπάγεται στο συζητούμενο περιορισμό. Αφού αυτές αφορούν και σε εταιρεία που διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση και των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου 1 του άρθρου 15 που, βεβαίως, δεν θα είχαν νόημα αν η εταιρεία δεν καλυπτόταν από εκείνη την επιφύλαξη.»
Σημειώνουμε ότι στον υπό εξέταση Νόμο, δεν υπάρχει ερμηνεία της λέξης «πρόσωπο» με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1 υπό τους όρους και προϋποθέσεις που εκεί αναφέρονται.
Στην παρούσα περίπτωση εξεταζόμενος ο Νόμος στο σύνολο του με ιδιαίτερη αναφορά στο άρθρο 16 που αφορά εταιρίες που διεξάγουν την επιχείρηση φαρμακοποιού και που με τα εδάφια 1(α)(ιιι) και 1(β)(ιιι) διαλαμβάνει ότι «τηρούνται οι άλλες διατάξεις του Νόμου αυτού, περιλαμβανομένων των διατάξεων του άρθρου 15» και στο άρθρο 10 (Μεταβατικές Διατάξεις) του τροποποιητικού Νόμου 145(1)/2000 που διαλαμβάνει ότι «πρόσωπο ή εταιρεία που ...διεξάγει επιχείρηση φαρμακοποιού κατά παράβαση των διατάξεων της επιφύλαξης του εδαφίου (1)του άρθρου 15 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 16.. οφείλει μέσα σε 15 χρόνια να συμμορφωθεί με τις ποιο πάνω διατάξεις», οδηγεί με σαφήνεια στο συμπέρασμα ότι η επιφύλαξη του άρθρου 15(1) του Νόμου επεκτείνεται και σε εταιρείες. Άλλωστε αν η επιφύλαξη αυτή περιοριζόταν σε φυσικά πρόσωπα, τότε δε θα υπήρχε ανάγκη να γίνει ειδική αναφορά για εξαίρεση φαρμακείων που ανήκουν στις συντεχνίες ΠΕΟ, ΣΕΚ και ΔΕΟΚ.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτή η προσφυγή για τους πιο πάνω λόγους.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Κατά τα καθιερωμένα (βλ. Δημοκρατία ν. Βασιλειάδη κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 297) το δικαστήριο τούτο θα προχωρήσει στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που είχαν εγερθεί πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν. Για το σκοπό αυτό θα δοθεί νέα ημερομηνία.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ