ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 506
12 Νοεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
OMAS (CYPRUS) LTD,
Εφεσείoυσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/2005)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Άρθρα 9 και 10 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90 ― Περιστάσεις υπό τις οποίες επικυρώθηκε ως σύννομη η εφαρμογή των διατάξεων στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής φορολογίας προστιθέμενης αξίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ουσιώδες θέμα για να καταλήξει ο Έφορος στην απόφασή του έπρεπε να είναι το κατά πόσο οι σχετικές υπηρεσίες παρέχονταν από πρόσωπο που βρισκόταν σε άλλη χώρα από τη Δημοκρατία και λαμβάνονταν από οποιοδήποτε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρισκόταν στη Δημοκρατία για σκοπούς οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκούσε. Προκύπτει από το κείμενο της επίδικης απόφασης βεβαίωσης φορολογίας, παρόλο ότι τούτο δεν αναφερέται ρητώς, ότι ο Έφορος θεώρησε ότι είχαν ληφθεί υπηρεσίες από το εξωτερικό και είχαν παρασχεθεί υπηρεσίες στο εξωτερικό, οι οποίες υπόκεινταν σε φόρο δυνάμει των ?ρθρων 9 και 10, εφόσον έκρινε ότι η εφεσείουσα βρισκόταν, σύμφωνα με το Νόμο, εντός της Δημοκρατίας.
Ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμά του με τα στοιχεία και γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, που ήταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα. Στις δύο συμβάσεις, τις οποίες συνήψαν οι εφεσείοντες, ως έδρα των εφεσειόντων καθοριζόταν η διεύθυνση Ζήνωνος Σώζου 32, Λευκωσία, Κύπρος. Επίσης, ως διεύθυνση των εφεσειόντων σε όλα τα τιμολόγια που απέστειλαν στην AC Nielsen Company & Co S. A. Βελγίου ανέφεραν ως διεύθυνσή τους και πάλι την Ζήνωνος Σώζου 32 και ήταν πληρωτέα στην Omas (Cyprus) Ltd σε λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας, όπου αναφερόταν και ο αριθμός Φ.Π.Α. των εφεσειόντων.
Με βάση τα πιο πάνω, τόσο η απόφαση του Εφόρου όσο και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου ήσαν ορθές. Όσον αφορά εκείνη του Εφόρου, με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιόν του, ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες «βρίσκονταν» στη Δημοκρατία και η έδρα τους στη Λευκωσία ήταν εκείνη που συνδεόταν άμεσα με τις επίδικες συμβάσεις. Το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι τα επίδικα συμβόλαια συνδέονταν άμεσα με την έδρα τους στην Αθήνα και όχι με εκείνη στη Λευκωσία, παραμένει ατεκμηρίωτο. Ως εκ τούτου, αποκλείεται κάθε επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1,
Goodstones v. Republic (1999) 3 Α.Α.Δ. 707,
Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπ. Αρ. 906/03), ημερ. 9/9/05.
Γ. Αμπίζας, για την Εφεσείουσα.
Ε. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στην Κύπρο και επίσης είναι εγγεγραμμένη και στο μητρώο Φ.Π.Α..
Μετά από έλεγχο των βιβλίων και των αρχείων της για την περίοδο 1.12.96 έως 28.2.03, ο Έφορος, με επιστολή του ημερομηνίας 22.7.03, προέβη σε βεβαίωση φορολογίας.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αφορούν συμβόλαια, τα οποία είχε συνομολογήσει η εφεσείουσα. Το ένα απ' αυτά αφορούσε σύμβαση μεταξύ της εφεσείουσας και της Deloitte & Touche Consulting A.E. για παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ανάπτυξης λογισμικού στην εταιρεία A.C. Nielsen Company & Co S.A.
Η εφεσείουσα εταιρεία προσέφερε τις υπηρεσίες στην AC Nielsen Company & Co S. A. Βελγίου και πληρώθηκε για τις υπηρεσίες της το συμφωνηθέν ποσό και φόρο προστιθέμενης αξίας. Για να εκτελέσει το συμβόλαιο αυτό συνήψε δεύτερο συμβόλαιο με την εταιρεία Deloitte & Touche Consulting Α.Ε., για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών καθώς και υπηρεσιών ανάπτυξης λογισμικού, αφού η ίδια δεν είχε τις δυνατότητες να το προσφέρει.
Ο Έφορος θεώρησε ότι τα δύο συμβόλαια που υπέγραψαν οι εφεσείοντες ενέπιπταν στις πρόνοιες των Αρθρων 9 και 10 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 246/90, καταλήγοντας έτσι στην επίδικη βεβαίωση φορολογίας.
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι οι υπηρεσίες που λήφθηκαν από το εξωτερικό συνδέονταν με την έδρα της εταιρείας που βρισκόταν στην Αθήνα και όχι με την έδρα της που βρισκόταν στην Λευκωσία και γι' αυτό δεν θα έπρεπε να φορολογηθούν, ισχυριζόμενοι ότι οι υπηρεσίες που λήφθηκαν από το εξωτερικό χρησιμοποιήθηκαν για να παρασχεθούν υπηρεσίες του παραρτήματος στο εξωτερικό.
Έτσι, ο μόνος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε, αφορούσε την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αντίληψη και εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο και τη λανθασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας στα γεγονότα της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι το ερώτημα που ετίθετο προς απάντηση ήταν το κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιον του ο Έφορος, ήταν εύλογα επιτρεπτή η κατάληξή του ότι οι εφεσείοντες είχαν την έδρα τους στην Κύπρο, σε σχέση με τα επίδικα συμβόλαια.
Εξετάζοντας το τι είχε ενώπιον του ο Έφορος, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε πως η απόφαση ήταν πράγματι εύλογα επιτρεπτή, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου. Έκρινε τέλος, ότι ο Έφορος προέβη σε βεβαίωση του φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, όπως διαλαμβάνεται στο Αρθρο 34(1)(2) του Ν. 246/90. Επί του προκειμένου αναφέρθηκε και στις υποθέσεις Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1, Goodstones v. Republic (1999) 3 Α.Α.Δ. 707, Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782. Κατέληξε δε στην απόρριψη της προσφυγής με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων-αιτητών.
Παραθέτουμε αυτούσια τα Αρθρα 9 και 10 του Νόμου 246/90, που αποτέλεσαν το αντικείμενο ερμηνείας και εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης:
«9(1) Όταν οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, εξαιρουμένων των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ -
(α) Παρέχονται από πρόσωπο που βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία, και
(β) λαμβάνονται από οποιοδήποτε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία για τους σκοπούς οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκεί,
τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα εκείνες που αφορούν την επιβολή φόρου για παροχή υπηρεσιών και το δικαίωμα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου να πιστώνεται με το φόρο εισροών, ως εάν ο ίδιος παρείχε τις υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του
(2) Παροχές υπηρεσιών οι οποίες με βάση το εδάφιο (1) θεωρούνται ότι πραγματοποιούνται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δε λαμβάνονται υπόψη ως παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από το πρόσωπο αυτό όταν θα υπολογίζεται στην περίπτωσή του ο επιμερισμός της πίστωσης του φόρου εισροών την οποία δικαιούται σύμφωνα με το Αρθρο 26.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η παροχή των υπηρεσιών θεωρείται ότι πραγματοποιείται -
(α) Με την αντιπαροχή η οποία έχει πράγματι δοθεί γι' αυτές, και
(β) σε χρόνο ο οποίος αποφασίζεται με βάση κανόνες που καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(4) Με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούν, να προστίθενται στο Παράρτημα Ι ή να αφαιρούνται από αυτό, οποτεδήποτε τούτο κρίνεται σκόπιμο, οποιεσδήποτε υπηρεσίες.
10(1) Οι επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για να καθορίζεται σε κάθε περίπτωση κατά πόσο το πρόσωπο το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες ή το πρόσωπο προς το οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες βρίσκεται στη Δημοκρατία ή αλλού.
(2) Το πρόσωπο το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες θεωρείται ότι βρίσκεται στη Δημοκρατία εφόσο -
(α) Έχει στη Δημοκρατία την έδρα της επιχείρησής του ή οποιαδήποτε άλλη μόνιμη έδρα και δεν έχει άλλη μόνιμη έδρα οπουδήποτε αλλού· ή
(β) δεν έχει οποιαδήποτε μόνιμη έδρα της επιχείρησής του στη Δημοκρατία ή αλλού, αλλά ο συνηθισμένος τόπος της κατοικίας του είναι στη Δημοκρατία· ή
(γ) έχει μόνιμη έδρα της επιχείρησής του τόσο στη Δημοκρατία όσο και σε άλλη χώρα, η έδρα όμως της επιχείρησής του με την οποία συνδέεται πιο άμεσα η παροχή των υπηρεσιών βρίσκεται στη Δημοκρατία.
(3) Αν το πρόσωπο προς το οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες είναι φυσικό πρόσωπο και οι υπηρεσίες λήφθηκαν για σκοπούς άλλους από τους σκοπούς της επιχείρησης που ασκεί, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται σε οποιαδήποτε χώρα έχει το συνηθισμένο τόπο της κατοικίας του.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το πρόσωπο προς το οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες θεωρείται ότι βρίσκεται στη Δημοκρατία εφόσο -
(α) Έχει στη Δημοκρατία την έδρα της επιχείρησής του ή οποιαδήποτε άλλη μόνιμη έδρα και δεν έχει άλλη μόνιμη έδρα οπουδήποτε αλλού· ή
(β) δεν έχει οποιαδήποτε μόνιμη έδρα της επιχείρησής του στη Δημοκρατία ή άλλού, αλλά ο συνηθισμένος τόπος της κατοικίας του είναι στη Δημοκρατία· ή
(γ) έχει τη μόνιμη έδρα της επιχείρησής του τόσο στη Δημοκρατία όσο και αλλού, η έδρα όμως της επιχείρησής του με την οποία συνδέεται πιο άμεσα η λήψη των υπηρεσιών βρίσκεται στη Δημοκρατία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι ουσιώδες θέμα για να καταλήξει ο Έφορος στην απόφασή του έπρεπε να είναι το κατά πόσο οι σχετικές υπηρεσίες παρέχονταν από πρόσωπο που βρισκόταν σε άλλη χώρα από τη Δημοκρατία και λαμβάνονταν από οποιοδήποτε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρισκόταν στη Δημοκρατία για σκοπούς οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκούσε. Προκύπτει από το κείμενο της απόφασης βεβαίωσης φορολογίας, παρόλο ότι τούτο δεν αναφερέται ρητώς, ότι ο Έφορος θεώρησε ότι είχαν ληφθεί υπηρεσίες από το εξωτερικό και είχαν παρασχεθεί υπηρεσίες στο εξωτερικό, οι οποίες υπόκεινταν σε φόρο δυνάμει των Αρθρων 9 και 10, εφόσον έκρινε ότι έτσι ότι η εφεσείουσα βρισκόταν, σύμφωνα με το Νόμο, εντός της Δημοκρατίας.
Ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμά του με τα στοιχεία και γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, που ήταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα. Στις δύο συμβάσεις, τις οποίες συνήψαν οι εφεσείοντες και στις οποίες αναφερθήκαμε, ως έδρα των εφεσειόντων καθοριζόταν η διεύθυνση Ζήνωνος Σώζου 32, Λευκωσία, Κύπρος. Επίσης, ως διεύθυνση των εφεσειόντων σε όλα τα τιμολόγια που απέστειλαν στην AC Nielsen Company & Co S. A. Βελγίου ανέφεραν ως διεύθυνση τους και πάλι την Ζήνωνος Σώζου 32 και ήταν πληρωτέα στην Omas (Cyprus) Ltd σε λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας, όπου αναφερόταν και ο αριθμός Φ.Π.Α. των εφεσειόντων.
Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως τόσο η απόφαση του Εφόρου όσο και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου ήσαν ορθές. Όσον αφορά εκείνη του Εφόρου, με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιον του, ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες «βρίσκονταν» στη Δημοκρατία και η έδρα τους στη Λευκωσία ήταν εκείνη που συνδεόταν άμεσα με τις επίδικες συμβάσεις. Το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι τα επίδικα συμβόλαια συνδέονταν άμεσα με την έδρα τους στην Αθήνα και όχι με εκείνη στη Λευκωσία, παραμένει ατεκμηρίωτο. Ως εκ τούτου, αποκλείεται κάθε επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.