ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 224
15 Μαΐου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
LASER INVESTMENTS LTD,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3861)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος ― Άρθρο 25.1 του Συντάγματος ― Εφαρμογή στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης των νομολογηθέντων στην Πιτσιλλίδης v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7 και στη Lapertas Fisheries κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας των παραγράφων 3(α)(iii) και 3 (β) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β΄ των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002 για την παράβαση των οποίων επιβλήθηκε από την Επιτροπή διοικητική ποινή στην κριθείσα περίπτωση.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή της για επιβολή προστίμου στην εφεσίβλητη λόγω αντισυνταγματικότητας της διάταξης για την παράβαση της οποίας επιβλήθηκε η κύρωση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο εφαρμοσθείς εν προκειμένω Κανονισμός είναι αντισυνταγματικός, ως ασύμφωνος με το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος αντλώντας καθοδήγηση από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Πιτσιλλίδης v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7 και από την απόφαση του Εφετείου στη Lapertas Fisheries κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335.
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι οι υποθέσεις Lapertas και Πιτσιλλίδης διακρίνονται από την παρούσα για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν τις επίδικες πρόνοιες αφού τις γνώριζαν όταν υπέβαλαν την αίτησή τους για εγγραφή. Ο άλλος είναι ότι ο τεθείς περιορισμός αφενός δεν είναι ουσιώδης, ενώ αφετέρου δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον.
Δεν κρίνεται ορθή η άποψη ότι πρόκειται εδώ για περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, ώστε να παρέχεται έδαφος για διαφοροποίηση από τις αποφάσεις στην Πιτσιλλίδης και Lapertas οι οποίες, ας σημειωθεί, δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Ούτε παρέχεται τέτοιο έδαφος με αναφορά είτε στη σημασία του επίδικου Κανονισμού, είτε στη χρησιμότητά του προς εξυπηρέτηση δημόσιου συμφέροντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υπόθεσεις:
Πιτσιλλίδης v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,
Lapertas Fisheries κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,
Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας (2000) 4 A.A.Δ. 254.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 389/2003), ημερ. 7/7/2004.
Κ. Καντούνας, για την Εφεσείουσα.
Α. Αθανασιάδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ενεργώντας με βάση την εξουσία ελέγχου την οποία της παρέχει το Αρθρο 36(β) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/01 όπως τροποποιήθηκε), και ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία, διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη Laser Investments Ltd παρέβη τις πρόνοιες των παραγράφων 3(α)(iii) και 3(β) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β΄ των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002. Προβλέπεται ότι:
«3(α) Οι επενδύσεις ενός επενδυτικού οργανισμού πρέπει να αποτελούνται από:
(i) Κινητές αξίες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο·
(ii) κινητές αξίες εισηγμένες σε εγκεκριμένα από τον Υπουργό χρηματιστήρια της αλλοδαπής·
(iii) μέχρι ποσοστό δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του οργανισμού, νεοεκδιδόμενες κινητές αξίες, εφόσον οι όροι έκδοσης τους προνοούν την υποχρέωση προς υποβολή αιτήσεως για την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο ή σε εγκεκριμένο κατά τα ανωτέρω Χρηματιστήριο της αλλοδαπής, εφόσον οι αξίες αυτές εισαχθούν εντός έτους από της εκδόσεως τους·
(iv) ρευστά διαθέσιμα.
(β) Ένας επενδυτικός οργανισμός, δύναται να επενδύει ποσοστό μέχρι δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε άλλες κινητές αξίες, εκτός από αυτές που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (α) (i), (ii), (iii) και (iv) πιο πάνω.
.............................»
Η παράβαση συνίστατο στο ότι, κατά τις 30 Ιουνίου, 2002, το επενδυτικό ενεργητικό της εφεσίβλητης σε εισηγμένες κινητές αξίες ανερχόταν στο 23.98% ενώ το μέγιστο επιτρεπόμενο ήταν μόνο 20%, ήτοι 10% με βάση την παράγραφο 3(α)(iii) και 10% με βάση την παράγραφο 3(β). Τις περιστάσεις η εφεσίβλητη τις είχε εξηγήσει στην εφεσείουσα με επιστολή, ημερ. 9 Δεκεμβρίου, 2002, ως εξής:
«.. η εταιρεία έχει επενδύσει σε διάφορες επενδύσεις σε μη εισηγμένες εταιρείες οι οποίες είχαν κάνει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο ΧΑΚ. Δυστυχώς οι εταιρείες αυτές δεν κατάφεραν να εισάξουν τους τίτλους τους στο ΧΑΚ. Παράλληλα από την ημέρα της επένδυσης στους τίτλους αυτούς που ήταν το 2000 ο δείκτης του Χρηματιστηρίου μειώθηκε από 400 σε 110 με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία των εισηγμένων επενδύσεων ενώ η αξία των μη εισηγμένων επενδύσεων παραμένει στην αρχική τους αξία.»
Με απόφαση, ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2003, η εφεσείουσα επέβαλε στην εφεσίβλητη διοικητικό πρόστιμο ύψους £2.500 αφού, καθώς ανέφερε, έλαβε υπόψη την εξήγηση που δόθηκε και το ύψος του ποσοστού πέραν του επιτρεπτού.
Η εφεσίβλητη προσέβαλε την απόφαση. Έθεσε προς εξέταση ζητήματα έχοντα σχέση με τη διαδικασία, τα δεδομένα παραγωγής της απόφασης και τη συνταγματικότητα της πρόνοιας των Κανονισμών, με έμφαση στο Άρθρο 25.1 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, απασχόλησης, εμπορίου ή επικερδούς εργασίας.
Ο συνάδελφος, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτοδίκως της υπόθεσης, απέρριψε, κατά σειρά, ως αβάσιμα όλα τα εξετασθέντα ζητήματα τα οποία προηγούνταν εκείνου της συνταγματικότητας, υποδεικνύοντας κατά την πορεία ότι η υποχρέωση τήρησης των αντίστοιχων ποσοστών επένδυσης δεν περιορίζεται στο χρόνο της επένδυσης αλλά εκτείνεται χρονικά ενόσω υφίστανται οι επενδύσεις. Έπειτα, προχωρώντας, έκρινε ότι ο εν λόγω Κανονισμός είναι αντισυνταγματικός, ως ασύμφωνος με το Άρθρο 25.1. Καθοδηγήθηκε από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Πιτσιλλίδης v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7 και από την απόφαση του Εφετείου στη Lapertas Fisheries κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335.
Στη Lapertas κρίθηκε πως το Αρθρο 3(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, (Ν. 42(Ι)/00), το οποίο επέβαλλε σε ορισμένες περιπτώσεις την υποχρέωση εισαγωγής των τίτλων εταιρείας στο χρηματιστήριο εντός τακτής περιόδου, αντίκειτο στο Αρθρο 25.1. Σε σχέση με αυτή την κατάληξη το Εφετείο ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το επίμαχο άρθρο επιβάλλει υποχρέωση στους εφεσείοντες να λάβουν μέτρα για την εισαγωγή των τίτλων της εταιρείας εντός συγκεκριμένης προθεσμίας - εντός 8 μηνών από τις 7.4.2000 - ανεξάρτητα από τις οικονομικές επιπτώσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος και ανεξάρτητα από το κατά πόσο η εισαγωγή θα αποβεί επιζήμια ή καταστροφική για τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Στερεί από τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να ενεργούν με τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Αγνοεί παντελώς και παραγνωρίζει τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και το δικαίωμα της να ασκεί επικερδή εργασία. Αγνοεί, επίσης, τη δυνατότητα των εφεσειόντων να προσαρμοστούν προς τους προβλεπόμενους περιορισμούς. Αδιαφορεί για τις τυχόν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε περίπτωση συμμόρφωσης. Ποινικοποιεί, και μάλιστα με ποινή φυλάκισης 2 ετών ή με πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδων λιρών ή και με τις δυο αυτές ποινές, την ελευθερία των εφεσειόντων να ρυθμίζουν τις οικονομικές τους σχέσεις και την ελεύθερη οικονομική λειτουργία της επιχείρησης τους ώστε να μπορεί να εργάζεται επικερδώς. Εισέρχεται ουσιωδώς στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας ώστε να καθιστά αδύνατη ή να θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας οι οποίοι - σκοποί - δεν είναι άλλοι από την πραγματοποίηση του ψηλότερου δυνατού κέρδους. Η επίδικη υποχρέωση είναι τέτοιας έκτασης ώστε να προκαλεί ουσιαστική αδυναμία άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Αρθρο 25.1 του Συντάγματος.»
Η Πιτσιλλίδης, η οποία ακολούθησε το σκεπτικό της Lapertas, αφορούσε το Αρθρο 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 8) Νόμου του 2000 (Ν. 137(Ι)/2000) σύμφωνα με το οποίο:
«.. ο εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους σταθμικός μέσος όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ο οποίος έχει εισηγμένους τίτλους τους στο Χρηματιστήριο δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού του ...»
Κρίθηκε ότι η διάταξη αντίκειτο στο Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Η Ολομέλεια αιτιολόγησε την άποψη της ως ακολούθως:
«Μια από τις υποχρεώσεις των επενδυτικών οργανισμών είναι η διανομή μερισμάτων προς τους "μετόχους ή μεριδιούχους του επενδυτικού οργανισμού" (βλ. παραγ. 2(η) (ι) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β). Είναι αυτονόητο ότι η διανομή μερισμάτων προϋποθέτει την πραγματοποίηση κερδών. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η πραγματοποίηση κερδών προκύπτει από επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ένας επενδυτικός οργανισμός με βάση οικονομικούς όρους και με βάση την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως του. Ένας επενδυτής πρέπει να έχει ελευθερία επιλογής του είδους των επενδύσεων και του χρόνου των επενδύσεων όταν προβαίνει σε επενδύσεις. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η υποχρέωση που επιβάλλει ο επίδικος νόμος στους επενδυτικούς οργανισμούς ήτοι ότι "εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους ο σταθμικός μέσος όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού .. Δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού τους" αφαιρεί από τους Οργανισμούς αυτούς τη δυνατότητα να προβαίνουν σε επενδύσεις σύμφωνα "με την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως των". Η υποχρέωση για επένδυση του 80% των κεφαλαίων των επενδυτικών οργανισμών εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης στους επενδυτικούς οργανισμούς να επενδύουν ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τι υπαγορεύει η γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως. Αν λοιπόν η γνώση και εμπειρία των μελών της διοικήσεως υπαγορεύει πως επένδυση οποιουδήποτε ποσού κατά τον κρίσιμο χρόνο θα αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των οργανισμών και κατ' επέκταση των μελών τους, αυτό σημαίνει πως οι επίδικοι περιορισμοί εισέρχονται τόσον ουσιωδώς στον κύκλο των συναλλαγών των αιτητριών ώστε πράγματι να καθίσταται αδύνατη ή να τίθεται υπό άμεσο κίνδυνο η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτητριών εκ των οποίων εξαρτάται η επιβίωση των ως οικονομικών μονάδων. Τονίζουμε ότι οι θεμιτοί σκοποί των αιτητριών αποτελούνται από την πραγματοποίηση κέρδους και τη διανομή μερισμάτων στους μετόχους. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως ρύθμιση η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών των αιτητριών προκαλεί ουσιαστική αδυναμία στη διεξαγωγή της εργασίας τους. Πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το αρ. 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται. Κρίνουμε, κατά συνέπεια, ότι η επίδικη ρύθμιση παραβιάζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, το αρ. 25.1 του Συντάγματος.»
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι οι υποθέσεις Lapertas και Πιτσιλλίδης διακρίνονται από την παρούσα για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι πρέπει να θεωρήσουμε πως οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν τις επίδικες πρόνοιες αφού τις γνώριζαν όταν υπέβαλαν την αίτηση τους για εγγραφή. Επικαλείται ως σχετική τη Ζωή Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας (2000) 4 A.A.Δ. 254, όπου συζητήθηκε θέμα ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας με αναφορά σε αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Οπτικών. Ο άλλος είναι ότι ο τεθείς περιορισμός αφενός δεν είναι ουσιώδης ενώ αφετέρου δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον.
Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι πρόκειται εδώ για περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, ώστε να παρέχεται έδαφος για διαφοροποίηση από τις αποφάσεις στην Πιτσιλλίδης και Lapertas οι οποίες, ας σημειωθεί, δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Ούτε και συμμεριζόμαστε την άποψη ότι παρέχεται τέτοιο έδαφος με αναφορά είτε στη σημασία του επίδικου Κανονισμού, είτε στη χρησιμότητα του προς εξυπηρέτηση δημόσιου συμφέροντος.
Η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.