ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΛΟΥΚΗΣ ΚΑΛΑΘΑ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, Υπόθεση Αρ. 95/2008, 21 Μαΐου 2009
ΤΑΣΟΣ Ν. ΡΟΥΣΟΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 381/2007, 28 Νοεμβρίου 2008
(2007) 3 ΑΑΔ 85
1 Μαρτίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑ?ΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑ?ΔΟΥ,
2. ΛΙΑΣ ΒΑΚΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική ?φεση Αρ. 3855)
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Έννοια της «εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας» στον Κανονισμό 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών ― Συναρτάται από τα μετρήσιμα κριτήρια της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης ― Αν η κρίση για την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα αφίσταται από τα επί μέρους κριτήρια και στοιχεία, τότε πάσχει ― Τέτοια η περίπτωση στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου ― Η ακύρωση της προαγωγής επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Η εφεσείουσα, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, επεδίωξε την ανατροπή της ακύρωσης της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Τμηματάρχη Εμπορικού Προσωπικού/Εκμετάλλευσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η υπόθεση των εφεσειόντων έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι το κριτήριο της «εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας» δεν ταυτίζεται με το κριτήριο της «υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης» των υποψηφίων. Τούτου δοθέντος, εισηγούνται ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η κρίση περί ουσιαστικής καταλληλότητας συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, είναι λανθασμένο.
Η «εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα», στην έννοια του Καν. 10(7) (ανωτέρω), άν και δεν είναι αφ' εαυτής μετρήσιμο κριτήριο εντούτοις, συναρτάται, χωρίς να ταυτίζεται, με τα μετρήσιμα κριτήρια της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης. Κατά τη διαμόρφωση της κρίσης περί της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, προσμετρούν τα επί μέρους κριτήρια που αφορούν στην υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνα που απαραιτήτως προκύπτουν από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής. Η κρίση επομένως περί της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, ως κριτήριο προαγωγής, είναι προϊόν συνεκτίμησης όλων των προαναφερόμενων επί μέρους κριτηρίων και στοιχείων, σύμφωνα με τον Καν. 10(7). Όμως, σε περίπτωση που η εν λόγω κρίση έρχεται σε σύγκρουση ή ουσιωδώς αφίσταται από τα επί μέρους κριτήρια και στοιχεία, τότε, αυτή η κρίση θα πρέπει να θεωρείται πάσχουσα.
Στην προκείμενη περίπτωση η σύγκριση της βαθμολογίας επί των 24 καθιερωμένων υποκριτηρίων τα οποία συναποτελούν εννέα ομάδες κριτηρίων αξιολόγησης της αντίστοιχης υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη από 1996 - 2001, εμφανίζει την εφεσίβλητη Λία Βάκη να υπερέχει τόσο έναντι της εφεσίβλητης Γαλάτειας Νικολαΐδου-Μενελάου όσο και έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Κυριάκου Δ. Λούκα.
Συνάγεται από τη γραπτή συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και από την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο ότι οι εφεσίβλητες και το ενδιαφερόμενο μέρος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης. Αυτή η εκτίμηση είναι πεπλανημένη, αφού η βαθμολογία που αφορά στο σημαντικό αυτό κριτήριο επιλογής, παρέχει σαφή εικόνα υπεροχής της Λίας Βάκη και ακολούθως, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλάτειας Νικολαΐδου-Μενελάου έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ρητή αναφορά του Γενικού Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει των εφεσιβλήτων σε τομείς που άπτονται των βαθμολογημένων κριτηρίων και υποκριτηρίων προδήλως συγκρούεται με τα στοιχεία των εντύπων αξιολόγησης. Το ίδιο ισχύει και για ό,τι αφήνεται να νοηθεί στη συμβουλή των τριών μελών του Συμβουλίου Προσωπικού των καθ' ων η αίτηση. Ούτε ο Γενικός Διευθυντής ούτε το Συμβούλιο Προσωπικού διατηρούσαν ευχέρεια προσθήκης ή αφαίρεσης από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Ο συμβουλευτικός ρόλος των εν λόγω οργάνων στην προαγωγική διαδικασία, προβλέπεται στον Καν. 10(5) των κανονισμών και οπωσδήποτε περιορίζεται στα όρια που έχουν προσδιοριστεί στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η σκέψη της οποίας έχει γενική εφαρμογή. Βλ. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Λουΐζας Βαρνάβα, Α.Ε. 3907, ημερ. 15.1.2007.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, η κρίση των συμβουλευτικών οργάνων η οποία, καθώς έχει ειπωθεί, πεπλανημένα υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο, προκάλεσε ανατροπή της εικόνας των υποψηφίων, όπως αυτοί έχουν αξιολογηθεί. Η μεταξύ τους σύγκριση, με βάση τη βαθμολογία επί των σταθερά προκαθορισμένων κριτηρίων που συνθέτουν την αξία ως βασικό στοιχείο της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, παρέχει σαφώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που τα συμβουλευτικά όργανα παρουσίασαν προς το Διοικητικό Συμβούλιο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Λουΐζας Βαρνάβα, Α.Ε. 3907, ημερ. 15.1.2007.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 87/2003 & 188/2003), ημερ. 12/7/2004.
Κ. Χ"Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.
Δ. Βάκης και Αλ. Κουντουρή, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσειόντων («το Διοικητικό Συμβούλιο»), αποφάσισε την προαγωγή του Κυριάκου Δ. Λουκά στη θέση Τμηματάρχη Εμπορικού Προσωπικού/Εκμετάλλευσης. Υποψήφιες για την πλήρωση της ίδιας θέσης ήταν και οι εφεσίβλητες Γαλάτεια Νικολα?δου-Μενελάου και Λία Βάκη.
Η προαναφερόμενη απόφαση, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις προσφυγές που άσκησαν οι εφεσίβλητες. Κρίθηκε ότι η απόφαση έπασχε νομικά γιατί «. η κρίση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού περί «ουσιαστικής καταλληλότητας» του ενδιαφερόμενου μέρους είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, μη δέουσας έρευνας, στερείται επαρκούς αιτιολογίας και, ταυτόχρονα, συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων». Ως ασαφής, μη επαρκώς αιτιολογημένη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων κρίθηκε, για τους λόγους που εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, και η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Δοθέντος ότι το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθέτησε τις πάσχουσες, κατά την κρίση του συναδέλφου μας, απόψεις του Συμβουλίου Προσωπικού και την πάσχουσα εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, η απόφαση των εφεσειόντων θεωρήθηκε ως νομικά τρωτή, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί «.. λόγω σύγκρουσης της με τα στοιχεία των φακέλων, πλάνης περί τα πράγματα οφειλόμενης σε μη δέουσα, κατά τα ανωτέρω έρευνα και, επίσης λόγω ασαφούς, γενικής και αόριστης αιτιολογίας».
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η απόφαση του Συμβουλίου για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση είναι καθόλα νόμιμη και ευλόγως επιτρεπτή και ότι οι περί του αντιθέτου κρίσεις, που οδήγησαν στην ακύρωση της απόφασης, είναι λανθασμένες. Οι εφεσείοντες λέγουν επίσης ότι έπρεπε να είχε εξεταστεί, και λανθασμένα δεν εξετάστηκε, το κατά πόσο η απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ευλόγως επιτρεπτή ή κατά πόσο οι εφεσίβλητες απέδειξαν έκδηλη υπεροχή.
Το θέμα των προαγωγών του προσωπικού των καθ' ων η αίτηση ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 10 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών. Ο Καν. 10(7) των εν λόγω Κανονισμών όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90 ημερ. 13.7.90 προνοεί ότι:
«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»
Η υπόθεση των εφεσειόντων έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι το κριτήριο της «εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας» δεν ταυτίζεται με το κριτήριο της «υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης» των υποψηφίων. Τούτου δοθέντος, εισηγούνται ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η κρίση περί ουσιαστικής καταλληλότητας συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, είναι λανθασμένο.
Η «εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα», στην έννοια του Kαν. 10(7) (ανωτέρω), άνκαι δεν είναι αφ' εαυτής μετρήσιμο κριτήριο εντούτοις, συναρτάται, χωρίς να ταυτίζεται, με τα μετρήσιμα κριτήρια της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης. Κατά τη διαμόρφωση της κρίσης περί της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, προσμετρούν τα επί μέρους κριτήρια που αφορούν στην υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνα που απαραιτήτως προκύπτουν από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής. ?χουμε επομένως την άποψη ότι η κρίση περί της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, ως κριτήριο προαγωγής, είναι προϊόν συνεκτίμησης όλων των προαναφερόμενων επί μέρους κριτηρίων και στοιχείων, σύμφωνα με τον Καν. 10(7). Όμως, σε περίπτωση που η εν λόγω κρίση έρχεται σε σύγκρουση ή ουσιωδώς αφίσταται από τα επί μέρους κριτήρια και στοιχεία, τότε, αυτή η κρίση θα πρέπει να θεωρείται πάσχουσα.
Στην προκείμενη περίπτωση η σύγκριση της βαθμολογίας επί των 24 καθιερωμένων υποκριτηρίων τα οποία συναποτελούν εννέα ομάδες κριτηρίων αξιολόγησης της αντίστοιχης υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους για τα έτη από 1996 - 2001, εμφανίζει την εφεσίβλητη Λία Βάκη να υπερέχει τόσο έναντι της εφεσίβλητης Γαλάτειας Νικολα?δου-Μενελάου όσο και έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Κυριάκου Δ. Λούκα. Συγκεκριμένα οι βαθμολογίες εμφανίζονται ως πιο κάτω,
(α) η Λία Βάκη συγκεντρώνει 140 μονάδες στην ανώτατη κλίμακα «5-εξαιρετικός» («διακρίνεται για την τελειότητα της εργασίας τ?? και για τις εξαιρετικές τ?? ικανότητες») και 4 μονάδες στην κλίμακα «4-πολύ καλός» («διακρίνεται από τον ικανοποιητικό»).
(β) η Γαλάτεια Νικολαΐδου-Μενελάου συγκεντρώνει 128 μονάδες στην ανώτατη κλίμακα «5-εξαιρετικός» και 16 μονάδες στην κλίμακα «4-πολύ καλός».
(γ) ο Κυριάκος Δ. Λουκά (ε.μ.) συγκεντρώνει 121 μονάδες στην ανώτατη κλίμακα «5-εξαιρετικός» και 23 μονάδες στην κλίμακα «4-πολύ καλός».
Συνάγεται από τη γραπτή συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και από την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο ότι οι εφεσίβλητες και το ενδιαφερόμενο μέρος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης. Αυτή η εκτίμηση είναι πεπλανημένη, αφού η βαθμολογία που αφορά στο σημαντικό αυτό κριτήριο επιλογής, παρέχει σαφή εικόνα υπεροχής της Λίας Βάκη και ακολούθως, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλάτειας Νικολα?δου-Μενελάου έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ρητή αναφορά του Γενικού Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει των εφεσιβλήτων σε τομείς που άπτονται των βαθμολογημένων κριτηρίων και υποκριτηρίων προδήλως συγκρούεται με τα στοιχεία των εντύπων αξιολόγησης. Το ίδιο ισχύει και για ό,τι αφήνεται να νοηθεί στη συμβουλή των τριών μελών του Συμβουλίου Προσωπικού των καθ' ων η αίτηση. ?χουμε επομένως τη γνώμη πως ούτε ο Γενικός Διευθυντής ούτε το Συμβούλιο Προσωπικού διατηρούσαν ευχέρεια προσθήκης ή αφαίρεσης από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Ο συμβουλευτικός ρόλος των εν λόγω οργάνων στην προαγωγική διαδικασία, προβλέπεται στον Kαν. 10(5) των κανονισμών και οπωσδήποτε περιορίζεται στα όρια που έχουν προσδιοριστεί στην Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η σκέψη της οποίας έχει γενική εφαρμογή. Βλ. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Λου?ζας Βαρνάβα, Α.Ε. 3907, ημερ. 15.1.2007.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, η κρίση των συμβουλευτικών οργάνων η οποία, καθώς έχει ειπωθεί, πεπλανημένα υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο, προκάλεσε ανατροπή της εικόνας των υποψηφίων όπως αυτοί έχουν αξιολογηθεί. Η μεταξύ τους σύγκριση, με βάση τη βαθμολογία επί των σταθερά προκαθορισμένων κριτηρίων που συνθέτουν την αξία ως βασικό στοιχείο της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων, παρέχει σαφώς διαφορετική εικόνα από εκείνη που τα συμβουλευτικά όργανα παρουσίασαν προς το Διοικητικό Συμβούλιο.
Για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.