ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 555
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3829 και 3873)
30 Νοεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3829)
Εφεσείοντες,
ν.
ΣΠΥΡΟΥ ΚΕΤΤΗΡΟΥ,
Εφεσίβλητου.
___________
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3873)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητης.
___________
(Α.Ε. 3829)
Π. Πολυβίου με Μ. Ναθαναήλ (κα) για τους Εφεσείοντες.
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
(Α.Ε. 3873)
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
__________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Επειδή αντικείμενο και των δύο υποθέσεων είναι το δικαίωμα ακρόασης υπαλλήλου πριν τεθεί σε διαθεσιμότητα, εκδικάστηκαν μαζί.
Στην Α.Ε. 3829 ο εφεσίβλητος, αρχισυντάκτης στο Τμήμα Ειδήσεων Επικαίρων των εφεσειόντων, αφού κρίθηκε από το δικαστήριο ένοχος για άσεμνη επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, τέθηκε σε διαθεσιμότητα βάσει του κανονισμού 13(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 160/86, ο οποίος προνοεί ότι αν απαιτείται από το δημόσιο συμφέρον, υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα, μετά την καταδίκη του σε ποινικό αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
Στην Α.Ε. 3873 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έθεσε την εφεσίβλητη σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας ποινικού αδικήματος το οποίο σχετιζόταν άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης της ως Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης, σύμφωνα με το άρθρο 85(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2003.
Και οι δύο διοικητικές πράξεις ακυρώθηκαν πρωτόδικα, σε χωριστές βέβαια προσφυγές, γιατί στερήθηκε από τους εφεσίβλητους το δικαίωμα ακρόασης. Και οι δύο αποφάσεις βασίστηκαν στο άρθρο 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, το οποίο προβλέπει ως ακολούθως:
«43.-(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης».
Και στις δύο περιπτώσεις το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση να τεθούν οι εφεσίβλητοι σε διαθεσιμότητα συνιστούσε λήψη διοικητικού μέτρου δυσμενούς φύσης και έτσι κατέληξε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης.
Κατ΄ έφεση υποστηρίχτηκε ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκε το άρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/99. Ειδικότερα ότι έχει εκληφθεί πως αποσκοπούσε στην ανατροπή νομολογιακά καθιερωμένων αξιωμάτων ως προς τη φύση της διαθεσιμότητας και τις επιπτώσεις από αυτή, ενώ όπως υποδηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος του, κωδικοποιεί τη νομολογία. Υποστηρίχτηκε ακόμα ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, αφού η διαθεσιμότητα δεν είναι τιμωρητικό μέτρο και συνεπώς δεν παρέχεται στο διοικούμενο η δυνατότητα να ακουστεί.
Οι εφεσείοντες βασικά στηρίζονται στο επιχείρημα ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί τιμωρία, ούτε και ποινή και συνεπώς η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση, προτού θέσει υπάλληλο σε διαθεσιμότητα, να του παράσχει την ευκαιρία να ακουστεί. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ουσιαστικά εξισώνει τη διαθεσιμότητα με την επιβολή τιμωρίας και ποινής, αφού η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί μέτρο που έχει χαρακτήρα τιμωρητικό ή χαρακτήρα ποινής ή κύρωσης. Η φράση του άρθρου 43 «ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης», θα πρέπει να ερμηνευθεί, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, κατ΄ αναλογία προς τις προηγούμενες φράσεις, ότι δηλαδή, το υπό κρίση μέτρο πρέπει να είναι τιμωρητικό και/ή να έχει το χαρακτήρα κύρωσης.
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο επιχείρημα. Η φράση«ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης» δεν μπορεί να ερμηνευτεί όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες. Οι τρεις περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να δίδεται δικαίωμα ακρόασης, είναι η λήψη διοικητικού μέτρου που (α) είναι πειθαρχικής φύσης, ή (β) έχει το χαρακτήρα της κύρωσης, ή (γ) είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Πρόκειται δηλαδή για τρεις χωριστές περιπτώσεις οι οποίες χωρίζονται με το διαζευκτικό σύνδεσμο «ή» στις οποίες παρέχεται το δικαίωμα ακρόασης. Οι λέξεις «άλλως πως» τονίζουν το ξεχωριστό της τρίτης περίπτωσης.
Η διαθεσιμότητα δεν συνιστά ούτε πειθαρχική δίωξη, ούτε πειθαρχική ευθύνη. Δεν συνιστά τιμωρία. Αποτελεί ένα ανεξάρτητο διοικητικό μέτρο (Veis and others v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 390, 410). Πρόκειται για ένα προληπτικό μέτρο το οποίο μπορεί να ληφθεί για το συμφέρον της αποτελεσματικότητας της υπηρεσίας (Payiatas v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1239). Η διαθεσιμότητα χαρακτηρίστηκε ως ένα ενδιάμεσο διάβημα το οποίο μάλιστα μπορεί να ληφθεί μόνο αν υπάρχει νομοθετική πρόνοια που να την εξουσιοδοτεί (Azinas v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 510).
΄Εγινε αναφορά και στην υπόθεση Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, όπου κατά πλειοψηφία το Ανώτατο Δικαστήριο, ακολουθώντας κυρίως κάποιες τάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αναγνώρισε απόλυτο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σε κάθε διοικητική ενέργεια, αλλά δέχτηκε διάφορες εξαιρέσεις. Η υπόθεση Χατζηδημητρίου δεν είναι όμως ιδιαίτερα χρήσιμη και βοηθητική στην παρούσα περίπτωση γιατί έχει εκδοθεί πριν ο Νόμος 158(Ι)/99 τεθεί σε ισχύ.
Η διατύπωση του άρθρου 43 δεν αφήνει περιθώρια. Η διαθεσιμότητα είναι διοικητικό μέτρο δυσμενούς φύσης και συνεπώς υπάρχει το δικαίωμα ακρόασης του διοικούμενου.
Ούτε με το επιχείρημα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραγνωρίζει τη φύση της διαθεσιμότητας δυνάμει του κανονισμού 13(1) της Κ.Δ.Π. 160/86 συμφωνούμε. Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται ρητά από το νόμο.
Είναι σημαντικό όμως να τονίσουμε ότι το δικαίωμα ακρόασης θα πρέπει να παρέχεται, τηρουμένων των ορίων ως προς το χρόνο που η κάθε περίπτωση ευλόγως επιβάλλει. Η ακρόαση σκοπό έχει μόνο να βοηθηθεί η διοίκηση στο ερώτημα κατά πόσο ο συγκεκριμένος υπάλληλος θα πρέπει να τεθεί ή όχι σε διαθεσιμότητα. Δεν θα πρέπει να υπεισέρχεται στην ουσία της πειθαρχικής υπόθεσης. Θα πρέπει να βοηθά στη στάθμιση του σκόπιμου της διαθεσιμότητας και των επιπτώσεών της στον υπάλληλο. Θα πρέπει ακόμα να ασκείται το ταχύτερο δυνατό, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης, όπως θα τις καθορίζει το αρμόδιο όργανο, και θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόπειρα καθυστέρησης του μέτρου μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Χρ. Αρτεμίδης, Π.
Π. Αρτέμης, Δ.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ,
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΔ