ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 415
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 51/05)
(Υπόθεση Αρ. 408/2004)
10 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΘΕΑΝΩ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
2. ΑΝΝΑ ΠΟΙΗΤΑΡΙΔΟΥ
Εφεσείουσες/Αιτήτριες
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση
Α. Παπαχαραλάμπους για τις εφεσείουσες.
Α. Μαππουρίδης για τους εφεσίβλητους.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή στρεφόταν κατά της απόρριψης του αιτήματος των εφεσειουσών για επιστροφή μέρους του απαλλοτριωθέντος κτήματός τους, με αρ.εγγραφής 21192 Φ/Σχ XL/48, τεμ.83/28, τοποθεσία Κόννος στην Αραδίππου. Αναφερόταν σ' αυτή πως η απόφαση «κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες με επιστολή ημερ. 15.1.04 και η οποία λήφθηκε στις 23.1.04.» και τέθηκε προδικαστικό ζήτημα ως προς το παραδεκτό της. Η απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος είχε ληφθεί πολύ προηγουμένως και, στις 30.6.03, αυτή είχε γνωστοποιηθεί με επιστολή προς τους δικηγόρους της αιτήτριας, που είχαν εκ μέρους της υποβάλει και το αίτημα. Στις 15.1.04 απλώς διαβιβάστηκε αντίγραφο ενόψει επιστολής των δικηγόρων της εφεσείουσας, ημερομηνίας 16.12.03, με την οποία ζητούσαν να ενημερωθούν αναφορικά με το αίτημα.
Το θέμα αφορούσε στις επιπτώσεις από την ταχυδρόμηση της επιστολής ημερομηνίας 30.6.03. Το θέτουμε έτσι γιατί, όπως διευκρινίστηκε και ενώπιόν μας, δεν τέθηκε ζήτημα μη πράγματι ταχυδρόμησής της, μάλιστα στη σωστή διεύθυνση. Περαιτέρω, όπως διαπιστώνεται, ούτε περί τη μη επιστροφή της επιστολής. Η επί του θέματος αναφορά των εφεσειουσών περιορίστηκε στον ισχυρισμό, και αυτό με την αγόρευσή τους, πως οι δικηγόροι δεν παρέλαβαν την επιστολή, όπως είχαν ισχυριστεί προηγουμένως και με την επιστολή τους ημερομηνίας 25.2.04.
Πρωτοδίκως κρίθηκε πως εκ της ταχυδρόμησης της επιστολής ημερομηνίας 30.6.03, στην ορθή διεύθυνση των δικηγόρων των εφεσειουσών, τεκμαιρόταν ότι παραλήφθηκε δεόντως από αυτούς και πως, συνεπώς, η προδικαστική ένσταση ευσταθούσε. Ότι αυτό θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα εφόσον η κρίση ως προς το τεκμήριο παραλαβής ήταν ορθή, δεν αμφισβητείται. Η επιστολή της 15.1.04, στην έκταση που θα μπορούσε να θεωρηθεί πως αφορούσε στην ουσία του θέματος, ήταν βεβαιωτική εκείνης της 30.6.03 και ήδη, μέχρι τις 31.3.04 που καταχωρίστηκε η προσφυγή, είχε από πολλού παρέλθει η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146.3. του Συντάγματος.
Με το μόνο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως ο συνάδελφός μας έσφαλε «όταν αποφάνθηκε ότι δοθέντος ότι η επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών της 30.6.03, ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση των δικηγόρων των αιτητριών, τεκμαίρεται ότι παραλήφθηκε δεόντως από αυτούς και ότι ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός τους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως ατεκμηρίωτος». Σε αυτό το πλαίσιο υποστήριξαν τρία διαφορετικά πράγματα. Κατ' αρχάς πως πράγματι δημιουργείται τεκμήριο λήψης, όμως όταν «υπάρχει μαρτυρία ότι μια επιστολή με τη σωστή διεύθυνση ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε». Στη συνέχεια, με γενική παραπομπή στον περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1, πως, εν πάση περιπτώσει, η επιστολή δεν στάληκε, όπως κατά την εισήγησή τους θα έπρεπε, με ασφαλισμένο ταχυδρομείο. Τελικά πως, σε κάθε περίπτωση, ενόψει νομολογίας την οποία παραθέτουν στο περίγραμμά τους, η γνώση που αποκτάται πρέπει να είναι πλήρης και πως η οποιαδήποτε αμφιβολία αίρεται υπέρ του διοικουμένου.
Δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει το ζήτημα της αντιστοιχίας καν προς το λόγο έφεσης της αιτιολογίας του και των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα της αγόρευσης για τις εφεσείουσες. Είναι σαφές πως τίποτε από τα πιο πάνω δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά είναι και χωρίς δυσκολία που προκύπτει πως η σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, «επίδοση με ταχυδρομείο», δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να είναι ασφαλισμένες οι επιστολές στις οποίες αναφέρεται. (Bλ. συναφώς Κatsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 ΑΑΔ 566). Ενώ, παράλληλα, καμιά άλλη νομοθετική πρόνοια δεν προτάθηκε ως επιβάλλουσα τέτοια υποχρέωση. Και η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν υπάρχει τέτοια, παρέμεινε αναπάντητη. Από την άλλη, ενώ πράγματι το τεκμήριο λήψης, ενόψει της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας και της νομολογίας (βλ. Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9, Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1895) προϋποθέτει ταχυδρόμηση στην ορθή διεύθυνση και μη επιστροφή, όπως ήδη σημειώσαμε, εδώ κάθε άλλο παρά διατυπώθηκε αμφισβήτηση επί αυτών, ενόψει της οποίας, ως προς εγειρόμενο επίδικο θέμα πλέον, οι εφεσίβλητοι θα είχαν βάρος να αποσείσουν με εν τέλει κριτή το Δικαστήριο, αναλόγως με τους χειρισμούς, το υλικό του φακέλου και την όποια μαρτυρία θα επέτρεπε να προσαχθεί. (Βλ. Θεοφάνης Χατζηγιάννη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., Προσφυγή 846/01, ημερομηνίας 30.5.03 και συναφώς Βusy Bodys Wine Bar & Rest. Ltd v. Eφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 ΑΑΔ 516). Ούτε και επιχειρήθηκε ανατροπή του τεκμηρίου με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής (βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (ανωτέρω). Ορθώς, λοιπόν, ο συνάδελφός μας χαρακτήρισε τον ισχυρισμό ως ατεκμηρίωτο.
Τελικά, τα περί την ανάγκη να είναι πλήρης η γνώση, κατευθύνεται προς άλλη πτυχή του θέματος άσχετη με την εξεταζόμενη. Δεν ήταν εδώ ο ισχυρισμός πως λήφθηκε η επιστολή της 30.6.03 αλλά αυτή δεν περιλάμβανε τα απαραίτητα για να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει πλήρη γνώση. Ισχυρισμός, βεβαίως, που δεν βλέπουμε πώς θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί, αφού η επιστολή της 30.6.03 σαφώς αναφέρεται στην απόρριψη του αιτήματος για επιστροφή και στους λόγους για τους οποίους αυτή λήφθηκε. Ο ισχυρισμός αφορούσε στη λήψη μόνο της επιστολής και, ενόψει των πιο πάνω, η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
ΜΣι.