ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 345
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 28/2005)
4 Ιουλίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΡΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η αίτηση.
Κ. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.
Ουδεμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Για τη θέση του Διευθυντή Προσωπικού που προκήρυξε η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (η εφεσίβλητη) υπέβαλαν, μεταξύ άλλων, αιτήσεις ο Χαρίλαος Χατζηγέρου (ο εφεσείων) και ο Μιχαήλ Αντωνίου (το ενδιαφερόμενο μέρος). Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση αφού άκουσε τις απόψεις του Διευθυντή και έλαβε υπόψη τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην υπό πλήρωση θέση. Ο αιτητής καταχώρισε την υπ' αρ. 977/2000 προσφυγή αμφισβητώντας την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους γιατί η σύσταση του Διευθυντή ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Το θέμα παραπέμφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση.
Τα προσόντα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας ήταν τα πιο κάτω:
"University degree or diploma or such other academic qualification which, in the discretion of the Authority may be considered equivalent, in Engineering, Accountancy Law, Personnel Management and Industrial Relations."
Ο εφεσείων είχε παρακολουθήσει συγκεκριμένα επιμορφωτικά προγράμματα στο εξωτερικό ταυτόχρονα με περίοδο εργασίας, τα οποία του επέτρεψαν να εγγραφεί ως μέλος στο Institute of Chartered Accountants in England and Wales, αρχικά ως ACA (Associate Member) και από το Σεπτέμβριο του 1979 έχει εγγραφεί ως μέλος του Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου. Η Ε.Δ.Υ. υιοθετώντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού έλαβε υπόψη ότι τα πιο πάνω επαγγελματικά προσόντα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόκτηση πανεπιστημιακού διπλώματος και ότι ο τίτλος ΜΒΑ τον οποίο ο εφεσείων απέκτησε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του στην Αρχή δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, που για την υψηλόβαθμη υπό πλήρωση θέση απαιτούσε την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν και αποφάσισε τον αποκλεισμό του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση αφού υιοθέτησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε να προαγάγει εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε και πάλι την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με την προσφυγή 604/2003. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αφού αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ότι η καθ'ης η αίτηση είχε δικαίωμα να μεταβάλει την προηγούμενη απόφαση της, με την οποία είχε κρίνει τον εφεσείοντα ως προσοντούχο, απέρριψε την προσφυγή.
(β) Η παρούσα έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι
(i) Το θέμα της κατοχής του προσόντος είχε ήδη αποφασιστεί και αποτελούσε δεδικασμένο, και
(ii) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και προϊόν δέουσας έρευνας.
(i) Το θέμα της κατοχής του προσόντος είχε αποφασιστεί και αποτελούσε δεδικασμένο.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος καλυπτόταν από την απόφαση στην προσφυγή Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Προσφυγή Αρ. 977/2000 της 27/2/2003), αφού συνιστούσε παραδεκτό γεγονός στην ένσταση της καθ'ης η αίτηση στην πιο πάνω προσφυγή και γιατί το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, "κρίνοντας την προσφυγή παραδεκτή και αποδεχόμενο την προσφυγή και ακυρώνοντας την επίδικη πράξη αποφάσισε, όχι άμεσα αλλά έμμεσα, ότι ο αιτητής κατείχε τα προσόντα της θέσης και νομιμοποιείτο στο να ασκήσει προσφυγή και περαιτέρω άμεσα ότι δικαιούτο στην αιτούμενη θεραπεία."
Κρίνουμε σε αυτό το στάδιο ότι μια σύντομη αναφορά στις διάφορες πτυχές της προηγηθείσας προσφυγής 977/2000 είναι αναγκαία. Στην πιο πάνω προσφυγή ο αιτητής πρόβαλε για την ακύρωση της επίδικης απόφασης τους τρεις πιο κάτω λόγους:
"(α) Έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων της θέσης.
(β) Αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και
(γ) Η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε εξωγενή στοιχεία και ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα."
Για τον α΄ λόγο που αφορούσε τη μη κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "ο πρώτος λόγος είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται".
Αναφορικά με το β΄ λόγο που αφορούσε τη σύσταση του Διευθυντή, το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιολόγησε το συμπέρασμα του ότι αυτή δεν ήταν αιτιολογημένη και ερχόταν σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων, ως ακολούθως:
"Όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως ο αιτητής υπερέχει οριακά ή έστω είναι ίσος σε αξία με το ενδιαφερόμενο μέρος, υπερέχει κατά τέσσερα χρόνια σε αρχαιότητα και κατέχει επί πλέον προσόν, που αν και δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε θεωρείται ως πλεονέκτημα, εν τούτοις λόγω της συνάφειας του προς τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
Η αναφορά επίσης του Διευθυντή στις υπέρτερες εμπειρίες του ενδιαφερομένου μέρους έχουν μείνει μετέωρες. Δεν υποστηρίζονται από τους φακέλους. Όπως ανέφερα ο αιτητής είναι κατά τέσσερα χρόνια αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους. Αν και σύμφωνα με τη νομολογία ο χρόνος είναι ένα μόνο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της πείρας, εν τούτοις στην παρούσα υπόθεση πέρα τούτου ο αιτητής ασκούσε από το 1994 καθήκοντα Οικονομικών Υπηρεσιών, Κεντρικά Γραφεία, πλέον συναφή με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ασκούσε από το 1998 καθήκοντα Τεχνικών Υπηρεσιών, Τμήμα Παραγωγής. Παρατηρώ επίσης ότι ο αιτητής βαθμολογείτο ως εξαίρετος για όλα αυτά τα χρόνια, τέσσερα χρόνια περισσότερα από το ενδιαφερόμενο μέρος."
Αναφορικά με την εισήγηση του εφεσείοντος ότι με την ακυρωτική απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε όχι άμεσα αλλά έμμεσα ότι ο εφεσείων κατείχε τα προσόντα της θέσης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι,
"Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Είναι προφανές από την απλή ανάγνωση της πιο πάνω απόφασης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα των προσόντων του αιτητή ούτε και αποτελεί τούτο θέμα του σκεπτικού της απόφασης. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί μέρος του δεδικασμένου σύμφωνα με τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα..................... Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Η καθ'ης η αίτηση είχε το δικαίωμα να επανεξετάσει το θέμα, εφόσον δε εκαλύπτετο από το δεδικασμένο, και να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται από τη νομολογία είναι όπως η τέτοια απόφαση να αιτιολογείται."
Με βάση τα πιο πάνω το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην προσφυγή 977/00 στο εξής συμπέρασμα:
"Κρίνω κατά συνέπεια ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων ................ Έχω καταλήξει ότι η σύσταση είναι αναιτιολόγητη και σε αντίθεση με τους φακέλους και ο σχετικός δεύτερος λόγος ακύρωσης ευσταθεί."
Όπως ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης το δεδικασμένο που προκύπτει από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση είναι,
(i) Η κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος (και όχι από τον εφεσείοντα) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας και
(ii) Η αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή.
Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η ακυρωτική απόφαση δεν εξέτασε και δεν αποφάνθηκε κατά πόσο ο εφεσείων κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για τη διεκδίκηση της θέσης, αφού η κατοχή των προσόντων από τον εφεσείοντα λήφθηκε ως δεδομένο. Στην αρχική διαδικασία όλοι οι υποψήφιοι είχαν θεωρηθεί ως προσοντούχοι και το ερώτημα που εγείρεται είναι αν αυτή η προσέγγιση συνιστά δεδικασμένο σε βαθμό που δεν θα παρεχόταν στην Ε.Δ.Υ. η δυνατότητα να επανεξετάσει την κατοχή των προσόντων εκ μέρους του εφεσείοντος. Στην υπόθεση Αδαμίδη ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 73/96 της 13/11/97), που αφορούσε επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση, ο Δικαστής Νικολαϊδης απέρριψε εισήγηση ότι σύμφωνα με τον κανόνα του δεδικασμένου ο αιτητής έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, αφού το διοικητικό όργανο είχε θεωρήσει ως δεδομένο ότι ο αιτητής κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και είχε προχωρήσει στην εξέταση των υποψηφίων, τονίζοντας ότι,
"Η έννοια του δεδικασμένου προϋποθέτει κατ' αρχήν δικαστική κρίση επί της ουσίας εγειρόμενης διαφοράς και όχι επί καταλήξεως όταν αυτή είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας. Στην Αδαμίδης, ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαπίστωση ως προς τα γεγονότα αναφορικά με την υποψηφιότητα του αιτητή γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Το Δικαστήριο πήρε το συγκεκριμένο προσόν σαν δεδομένο, γιατί η κατοχή του δεν ήταν ούτε υπό αμφισβήτηση, ούτε βέβαια ένα από τα επίδικα θέματα. Έτσι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το βάσιμο της υποψηφιότητας του αιτητή ούτως ώστε τα συμπεράσματα του ή οι διαπιστώσεις του να μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούσαν διαπίστωση επί των γεγονότων και κατά συνέπεια δεσμευτικό δεδικασμένο (βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Μάριου Ιερωνυμίδη κ.ά., Α.Ε. 1209 της 10/7/96)."
Όταν ένα διοικητικό όργανο εξετάζει την πλήρωση μιας θέσης παίρνοντας ως δεδομένο ότι ο αιτητής κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, το διοικητικό όργανο δεν δεσμεύεται με τον κανόνα του δεδικασμένου και έχει την ευχέρεια κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης να εξετάσει αν ο αιτητής κατέχει το απαιτούμενο προσόν, αφού το θέμα της κατοχής του προσόντος δεν είχε εγερθεί στην προηγούμενη διαδικασία. Το θέμα εξετάστηκε από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 1254/2002 της 15/11/2004), στην οποία τονίστηκε ότι,
"Το ζήτημα των βασικών προσόντων της αιτήτριας δεν ήταν επίδικο στις προηγηθείσες προσφυγές και οι ακυρωτικές αποφάσεις δεν περιλαμβάνουν οτιδήποτε, ως κριθέν, αναφορικά προς αυτό. Τα επίδικα θέματα, όπως τα είχαν εγείρει οι αιτητές, εξετάστηκαν υπό το δεδομένο της κρίσης της ΕΔΥ πως η αιτήτρια ήταν προσοντούχος. Δεν προκύπτει, επομένως, δεδικασμένο από αυτή την άποψη. Ούτε όμως και υπό την ευρύτερη αρχή όπως την καθιέρωσε στον τομέα η απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω). Το ζήτημα των βασικών προσόντων της αιτήτριας δεν ήταν θέμα που θα μπορούσε να είχε εγερθεί στις δυο προηγηθείσες διαδικασίες. Κατά αναλογία των όσων είχα κρίνει στην Εταιρεία Siemens A.G. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου 1010/91 ημερομηνίας 30.9.94 δεν υπήρχε δικαιοδοτική βάση για αναθεώρηση και ανατροπή, στο πλαίσιο εκείνων των προσφυγών, της κρίσης της ΕΔΥ πως η αιτήτρια ήταν προσοντούχος. Ούτε μπορούσε να είχε τεθεί ζήτημα παράλληλης ή ανεξάρτητης κρίσης του Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα. (Βλ. μεταξύ άλλων και Π.Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 433 στη σελ. 439 και Παναγιώτης Παναγιώτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 360/03 ημερομηνίας 8.10.04."
Η πιο πάνω προσέγγιση, ότι δηλαδή στην επανεξέταση που ακολουθείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος το διοικητικό όργανο διατηρεί την ευχέρεια να προβαίνει σε μια διερεύνηση ενός θέματος όταν κρίνει μια τέτοια ενέργεια σκόπιμη, υιοθετήθηκε από την πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ναζίρης ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 810/2004 της 12/2/2007), στην οποία τονίστηκε ότι,
"Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδης κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601)."
Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης αρχικά θεώρησε στην προσφυγή 977/2000 ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσει αν πραγματικά αυτός κατείχε τα απαραίτητα προσόντα. Μετά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, το Διοικητικό Συμβούλιο διατηρούσε σύμφωνα με τη σχετική νομολογία την ευχέρεια να εξετάσει αν ο εφεσείων κατείχε το απαραίτητο προσόν, αφού το θέμα δεν είχε εγερθεί και δεν είχε εξεταστεί κατά την προηγούμενη διαδικασία. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(ii) Μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας.
Στην απόφαση στην προσφυγή 977/2000 σημειώθηκε ότι ο αιτητής "κατέχει μεταξύ άλλων μεταπτυχιακό δίπλωμα MBA που είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης" και ότι ο αιτητής "κατέχει επί πλέον προσόν, που αν και δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε θεωρείται ως πλεονέκτημα, εν τούτοις λόγω της συνάφειας του προς τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, έπρεπε να ληφθεί υπόψη."
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η εφεσίβλητη δεν διερεύνησε το περιεχόμενο των σπουδών που οδηγούσαν στο MBA που καλύπτουν τα θέματα που απαιτούνται και/ή δεν διερευνήθηκε κατά πόσο το προσόν του Chartered Accountant που κατέχει ο εφεσείων αναγνωριζόταν από την εφεσίβλητη και τη Δημόσια Υπηρεσία ως ακαδημαϊκό προσόν στη Λογιστική.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία είχε αποφανθεί για το πιο πάνω θέμα τα πιο κάτω:
"Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρμόδια αρχή και να αποφασίσει αντίθετα με ότι η τελευταία αποφάσισε. Κριτήριο για το θέμα αποτελεί η διαπίστωση ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη. Έχω καταλήξει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και γι' αυτό η απόφαση της ήταν αιτιολογημένη, εφικτή και εύλογη."
Έχοντας υπόψη την κατάληξη τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, ότι ούτε το δίπλωμα του ΜΒΑ του εφεσείοντος μπορούσε να θεωρηθεί ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Πανεπιστημιακού διπλώματος, αφού το ΜΒΑ ήταν μεταπτυχιακό και αφορούσε τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτή και αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας, με την απαραίτητη αιτιολογία.
Η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ