ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 3 ΑΑΔ 633
21 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
EKIN MURAT,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
4. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 508/2005)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσβολή περισσότερων διοικητικών πράξεων στο ίδιο δικόγραφο ― Πολλαπλότητα ― Τα νομικά σημεία και η γραπτή αγόρευση περιορίστηκαν στην προσβολή μόνο της μίας πράξης.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Ισχυρισμός για παράβαση των Άρθρων 28 και 30 του Συντάγματος λόγω επίδοσης της απόφασης στην Ελληνική γλώσσα, απορρίφθηκε ― Υιοθέτηση της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Η κλήση σε συνέντευξη του αιτητή, στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Αρμοδιότητα εξέτασής της από ένα μέλος της Αρχής, εξουσιοδοτημένο προς τούτο ― Η σχετική ανάθεση δεν χρήζει αιτιολογίας.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Ισχυρισμός από Κούρδο αιτητή, ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 3 του Συντάγματος, γιατί η απόφαση του δόθηκε στην Ελληνική, αντί την Τουρκική γλώσσα ― Το Σύνταγμα αναφέρεται σε Έλληνες και Τούρκους, πολίτες της Δημοκρατίας και όχι άλλων κρατών ― Περαιτέρω δεν αποδείχτηκε επηρεασμός οποιουδήποτε δικαιώματός του.
Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, τα οποία όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, είχαν ήδη ανακληθεί μία μέρα πριν την καταχώρηση της προσφυγής.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το αιτητικό πάσχει λόγω πολλαπλότητας αλλά, όπως προκύπτει τόσο από τα νομικά σημεία που προβάλλονται στην προσφυγή όσον και από το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή, η προσφυγή περιορίζεται στην προσβολή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για παροχή ασύλου. Ως εκ τούτου θα εξεταστεί μόνο αυτό το θέμα.
2. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έτυχε δυσμενούς διάκρισης λόγω της γλώσσας και της φυλής του, κατά παράβαση των Άρθρων 28 και 30 του Συντάγματος. Ο αιτητής εστιάζει αυτή τη διάκριση μόνο στο γεγονός ότι του επιδόθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής στην Ελληνική γλώσσα και η συνοδευτική επιστολή στην Αγγλική γλώσσα. Συνδυάζει δε τα πιο πάνω με το γεγονός ότι δεν του παρεσχέθη υπηρεσία διερμηνέα ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής σύμφωνα με το Άρθρο 28Θ(2), παρά το γεγονός ότι δεν κλήθηκε ενώπιον της ούτε και διεξήχθηκε οποιαδήποτε ακροαματική διαδικασία.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Πολύ πρόσφατα η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με τα πιο πάνω θέματα στην υπόθεση Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393. Στην απόφαση αυτή, την οποία εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ., αναφέρονται και τα εξής που απαντούν ευθέως στους ισχυρισμούς του αιτητή.-
«Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι έχει παραβιαστεί το Άρθρο 30 του Συντάγματος επειδή οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής έχουν συνταχθεί στην ελληνική. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ακόμα και αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια που καθορίζονται σ' αυτό, δηλαδή τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 28Θ(2), κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον της Αρχής, παρέχονται στους αιτητές δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται ότι τέτοιες υπηρεσίες ήταν αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές ήταν στα αγγλικά και η αιτιολογία στα ελληνικά. Δεν νομίζουμε όμως ότι αυτό εμπόδιζε οποιονδήποτε αιτητή να πληροφορηθεί, τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και της αιτιολογίας της, ούτε ότι παραβιάστηκαν με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματά τους.»
3. Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι έτυχε δυσμενούς διάκρισης γιατί η Αναθεωρητική αρχή δεν τον κάλεσε για συνέντευξη και έτσι δεν έτυχε της υπηρεσίας διερμηνέα εν αντιθέσει με άλλους που τους καλεί σε συνέντευξη.
Όπως προκύπτει από τη σχετική νομοθεσία είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής να καλεί ή όχι τους αιτητές ενώπιον της και δεν είναι αντιληπτό πώς αυτό οδηγεί σε δυσμενή διάκριση. Εφόσον η μη κλήση του αιτητή γίνεται με βάση το νόμο, δεν τίθεται καν θέμα παροχής διερμηνέα.
4. Παραπονείται ακόμα ο αιτητής ότι δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία γιατί ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής ανέλαβε και εξέτασε την προσφυγή του. Ο Νόμος δίδει αρμοδιότητα σε οποιοδήποτε μέλος της Αρχής να ασκεί τις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του, όταν αυτές του ανατεθούν. Πουθενά δεν ορίζεται ότι η ανάθεση θα πρέπει να επεξηγείται και να αιτιολογείται. Ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι νομότυπα ο Πρόεδρος ανέλαβε την εξέταση της προσφυγής και δεν απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολόγηση.
5. Ο αιτητής προβάλλει επίσης λόγο ακυρότητας που βασίζεται στο Άρθρο 3 του Συντάγματος. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Αρχής έπρεπε να του δοθεί στην Τουρκική γλώσσα. Ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 3(3) διοικητικές αποφάσεις απευθυνόμενες σε Τούρκους συντάσσονται στην Τουρκική γλώσσα. Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική.
Σαφώς το Σύνταγμα της Δημοκρατίας αναφέρεται σε Έλληνες και Τούρκους, πολίτες της Δημοκρατίας και όχι πολίτες άλλων ξένων κρατών. Εξάλλου, ο αιτητής είναι κουρδικής καταγωγής και μητρική του γλώσσα είναι η Κουρδική. Έτσι δεν υπάρχει ρητή υποχρέωση από το Σύνταγμα ή το νόμο να επιδίδεται η απόφαση της Αρχής στη γλώσσα του αλλοδαπού-αιτητή. Αλλά περαιτέρω παρατηρείται ότι οποιοδήποτε παράπονο πρόβαλε ο αιτητής αναφορικά με την παροχή υπηρεσίας διερμηνέα είτε αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία του επιδόθηκε η απόφαση δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του, αφού δεν τον εμπόδισε να προβεί στα διαβήματα που είχε στη διάθεση του. Ο αιτητής και εμπρόθεσμη ιεραρχική προσφυγή καταχώρησε και προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενη Yπόθεση:
Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393.
Προσφυγή.
Γ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά με την παρούσα προσφυγή τις πιο κάτω θεραπείες:-
«1. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση να κλείσουν το φάκελο της αίτησης του για παροχή ασύλου και/ή να μην θεωρήσουν τον αιτητή ως αιτητή ασύλου και/ή να μην παρέχουν στον αιτητή άσυλο και/ή να εκδώσουν ένταλμα σύλληψης και/ή απέλασης και/ή να ακυρώσουν και/ή να ανακαλέσουν την προσωρινή άδεια παραμονής και/ή να εκδώσουν διάταγμα κράτησης και/ή απέλασης και/ή να εκδώσουν απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων που να απορρίπτει τη διοικητική προσφυγή του αιτητή και να επικυρώνει την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος ως πιο κάτω.
2. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 18/1/2005 που επεδόθη στον αιτητή στις 15/03/2005 είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή με πλάνη για τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και/ή λανθασμένη και/ή μη τεκμηριωμένη ως πιο κάτω αναλύεται και/ή παραβιάζει βασικές αρχές δικαίου και/ή βασικές πρόνοιες του συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων που επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία.»
Το αιτητικό πάσχει λόγω πολλαπλότητας αλλά, όπως προκύπτει τόσο από τα νομικά σημεία που προβάλλονται στην προσφυγή όσον και από το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή, η προσφυγή περιορίζεται στην προσβολή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για παροχή ασύλου. Ως εκ τούτου θα εξετάσουμε μόνο αυτό το θέμα.
Ο αιτητής είναι Τούρκος υπήκοος κουρδικής καταγωγής. Εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα την 1.3.2003 και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 6.3.2003. Στις 5.11.2003 κλήθηκε σε συνέντευξη από την Αρχή και να προσκομίσει τα σχετικά έγγραφα που κατέχει σχετικά με το αίτημα του. Η συνέντευξη έγινε τελικά στον κλάδο ασύλου στις 4.12.2003. Μετά τη συνέντευξη ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισήγηση ημερ. 10.12.2003. Η Αρχή Προσφύγων στις 15.1.2004 απέρριψε το αίτημα του αιτητή ο οποίος και ειδοποιήθηκε δι' επιστολής ημερ. 14.2.2004.
Εναντίον της απόφασης της Αρχής Προσφύγων ο αιτητής καταχώρησε Διοικητική Προσφυγή την 1.3.2004. Στις 18.1.2005 εκδόθηκε απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής η οποία επιδόθηκε στον αιτητή στις 16.2.2005.
Ο αιτητής, με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση των γεγονότων που διαπιστώθηκαν στην απόφαση της Αρχής. Η Αρχή στην απόφαση της διαπιστώνει σοβαρές αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του. Έτσι οι ισχυρισμοί του αιτητή, κατά την Αρχή, κρίθηκαν ανυπόστατοι. Το πραγματικό δε υλικό που κατέγραψε η Αρχή αιτιολογεί επαρκώς την απόφαση της.
Έχουν τεθεί από τον αιτητή και το δικηγόρο του θέματα παραβίασης του Συντάγματος και του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000 όπως τροποποιήθηκε).
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έτυχε δυσμενούς διάκρισης λόγω της γλώσσας και της φυλής του, κατά παράβαση των άρθρων 28 και 30 του Συντάγματος. Ο αιτητής εστιάζει αυτή τη διάκριση μόνο στο γεγονός ότι του επιδόθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής στην Ελληνική γλώσσα και η συνοδευτική επιστολή στην Αγγλική γλώσσα. Συνδυάζει δε τα πιο πάνω με το γεγονός ότι δεν του παρεσχέθη υπηρεσία διερμηνέα ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 28Θ(2), παρά το γεγονός ότι δεν κλήθηκε ενώπιον της ούτε και διεξήχθηκε οποιαδήποτε ακροαματική διαδικασία.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Πολύ πρόσφατα η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με τα πιο πάνω θέματα στην υπόθεση Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393. Στην απόφαση αυτή, την οποία εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ., αναφέρονται και τα εξής που απαντούν ευθέως στους ισχυρισμούς του αιτητή.-
«Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι έχει παραβιαστεί το Άρθρο 30 του Συντάγματος επειδή οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής έχουν συνταχθεί στην ελληνική. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ακόμα και αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια που καθορίζονται σ' αυτό, δηλαδή τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28Θ(2), κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον της Αρχής, παρέχονται στους αιτητές δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται ότι τέτοιες υπηρεσίες ήταν αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές ήταν στα αγγλικά και η αιτιολογία στα ελληνικά. Δεν νομίζουμε όμως ότι αυτό εμπόδιζε οποιονδήποτε αιτητή να πληροφορηθεί, τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και της αιτιολογίας της, ούτε ότι παραβιάστηκαν με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματά τους.»
Ο αιτητής προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι έτυχε δυσμενούς διάκρισης γιατί η Αναθεωρητική αρχή δεν τον κάλεσε για συνέντευξη και έτσι δεν έτυχε της υπηρεσίας διερμηνέα εν αντιθέσει με άλλους που τους καλεί σε συνέντευξη.
Όπως προκύπτει από τη σχετική νομοθεσία είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής να καλεί ή όχι τους αιτητές ενώπιον της και δεν βλέπουμε πώς αυτό οδηγεί σε δυσμενή διάκριση. Εφόσον η μη κλήση του αιτητή γίνεται με βάση το νόμο, δεν τίθεται καν θέμα παροχής διερμηνέα.
Παραπονείται ακόμα ο αιτητής ότι δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία γιατί ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής ανέλαβε και εξέτασε την προσφυγή του. Ο Νόμος δίδει αρμοδιότητα σε οποιοδήποτε μέλος της Αρχής να ασκεί τις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του, όταν αυτές του ανατεθούν. Πουθενά δεν ορίζεται ότι η ανάθεση θα πρέπει να επεξηγείται και να αιτιολογείται. Ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι νομότυπα ο Πρόεδρος ανέλαβε την εξέταση της προσφυγής και δεν απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολόγηση.
Ο αιτητής προβάλλει επίσης λόγο ακυρότητας που βασίζεται στο Άρθρο 3 του Συντάγματος. Ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Αρχής έπρεπε να του δοθεί στην Τουρκική γλώσσα. Ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 3(3) διοικητικές αποφάσεις απευθυνόμενες σε Τούρκους συντάσσονται στην Τουρκική γλώσσα. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική.
Σαφώς το Σύνταγμα της Δημοκρατίας αναφέρεται σε Έλληνες και Τούρκους, πολίτες της Δημοκρατίας και όχι πολίτες άλλων ξένων κρατών. Εξάλλου, ο αιτητής είναι κουρδικής καταγωγής και μητρική του γλώσσα είναι η Κουρδική. Έτσι δεν υπάρχει ρητή υποχρέωση από το Σύνταγμα ή το νόμο να επιδίδεται η απόφαση της Αρχής στη γλώσσα του αλλοδαπού-αιτητή. Αλλά περαιτέρω παρατηρούμε ότι οποιοδήποτε παράπονο πρόβαλε ο αιτητής αναφορικά με την παροχή υπηρεσίας διερμηνέα είτε αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία του επιδόθηκε η απόφαση δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του αφού δεν τον εμπόδισε να προβεί στα διαβήματα που είχε στη διάθεση του. Ο αιτητής και εμπρόθεσμη ιεραρχική προσφυγή καταχώρησε και προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχουμε καταλήξει τελικά ότι οι νομικοί λόγοι που έχουν προβληθεί από τον αιτητή δεν έχουν έρεισμα. Διαπιστώνουμε ότι έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας. Επί δε της ουσίας, κρίνουμε πως τα γεγονότα και τα επιχειρήματα που έθεσε ο αιτητής ενώπιον της Αρχής, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσουν στο να κριθεί ως πολιτικός πρόσφυγας, συμπέρασμα που, όχι μόνο ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, αλλά ήταν και η μόνη λογική κατάληξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.