ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 627
21 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
RAKIP SIKDER,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 470/2005)
Ο περί Προσφύγων (Τροποποιητικός) Νόμος (Ν. 9(Ι)/2004) ― Άρθρο 28 (3) ― Διασαφηνίζεται ρητά ότι όλες οι εκκρεμούσες αιτήσεις πριν την ψήφιση του Νόμου, θα θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, αντίστοιχα ― Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Τροποποιητικού Νόμου.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική προσφυγή ― Υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση, η Αρχή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της.
Ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, τα οποία όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, είχαν ήδη ανακληθεί μία μέρα πριν την καταχώρηση της προσφυγής.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχουν εφαρμοσθεί οι πρόνοιες του τροποποιητικού περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 9(I)/2004), ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν οι πρόνοιες του Ν. 6(I)/2000, αφού η αίτηση του αιτητή για παροχή ασύλου υποβλήθηκε την 1.12.2003 πριν από την τροποποίηση του Ν. 9(Ι)/2004. Και τούτο ειδικά ως προς τη σύνθεση της Αρχής Προσφύγων, γιατί ο νόμος που ίσχυε την ημέρα υποβολής της αίτησης του προέβλεπε πολυμελή σύνθεση της Αρχής. Επίσης με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε την 1.12.2003 η σύνθεση της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν τριμελής αποτελούμενη από τρεις νομικούς λειτουργούς που διόριζε ο Γενικός Εισαγγελέας. Είναι δε παραδεκτό γεγονός ότι τόσο η απόφαση της Αρχής Προσφύγων, όσον και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εκδόθηκαν από μονομελή διοικητικά όργανα.
Η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο ίδιος ο τροποποιητικός νόμος του 2004 (Ν. 9(I)/2004) στο εδάφιο 3 του Άρθρου 28 διασαφηνίζει πλήρως το θέμα αναφέροντας τα εξής:-
«(3) Με την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση ενώπιον της Αρχής Προσφύγων ή της Αναθεωρητικής Αρχής, όπως αυτές καθορίζονται στο βασικό νόμο, θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, αντίστοιχα.»
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η σύνθεση τόσο της Αρχής Προσφύγων όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν νόμιμη και νόμιμα συγκροτημένη όπως ο σχετικός νόμος ορίζει.
2. Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει ότι δεν έγινε είτε από την Αρχή Προσφύγων είτε και από την Αναθεωρητική Αρχή επαρκής έρευνα και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Επίσης ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η κατάθεση του αιτητή.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Οι καθ' ων η αίτηση ερεύνησαν δεόντως τα γεγονότα, το αίτημα και τους ισχυρισμούς του αιτητή και διαπίστωσαν σημαντικές αντιφάσεις, απόκρυψη στοιχείων από τον Αιτητή και κατάθεση ψευδών στοιχείων εκ μέρους του. Θεώρησαν ως εκ τούτου, εύλογα, τον αιτητή ως αναξιόπιστο.
Από το στοιχεία του φακέλου προκύπτει αβίαστα ότι η Αρχή διεξήγαγε δέουσα έρευνα και αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση. Ορθά δε έκρινε τον αιτητή αναξιόπιστο.
Η πλήρης Ολομέλεια κατέληξε ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη. Το αίτημα για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε με επιμέλεια σε κάθε στάδιο της προβλεπομένης από το νόμο διαδικασίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων, ορθής εφαρμογής του νόμου και δεόντως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Ο. Σοφοκλέους, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές και εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας στις 5.6.2003. Την 1.12.2003 υπέβαλε σχετική αίτηση ασύλου στην Αρχή Προσφύγων. Η Αρχή Προσφύγων στις 30.6.2004 απέστειλε επιστολή στον αιτητή που τον καλούσε σε συνέντευξη στις 30.7.2004. Πράγματι στις 30.7.2004 ο αιτητής προσήλθε και έδωσε τη συνέντευξη σε αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 13.9.2004.
Ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Η σχετική απόφαση και η αιτιολόγηση της επιδόθηκε στον αιτητή δια του ταχυδρομείου.
Στις 11.1.2005 ο αιτητής, δια του δικηγόρου του, καταχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Στις 7.2.2005 ετοιμάστηκε έκθεση από αρμόδιο λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή και αυθημερόν εκδόθηκε η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή. Στις 23.2.2005 επιδόθηκε στον αιτητή επιστολή για την πιο πάνω απόρριψη της προσφυγής του με συνημμένη την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Από την πολυσέλιδη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή η οποία περιέχει συνολικά 41 αριθμημένες παραγράφους προκύπτουν μόνο δύο νομικοί λόγοι ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής. Πρώτον ότι έχουν εφαρμοσθεί οι πρόνοιες του τροποποιητικού περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 9(Ι)/2004), ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν οι πρόνοιες του Ν. 6(I)/2000 αφού η αίτηση του αιτητή για παροχή ασύλου υποβλήθηκε την 1.12.2003 πριν από την τροποποίηση του Ν. 9(Ι)/2004. Και τούτο ειδικά ως προς τη σύνθεση της Αρχής Προσφύγων, γιατί ο νόμος που ίσχυε την ημέρα υποβολής της αίτησης του προέβλεπε πολυμελή σύνθεση της Αρχής. Επίσης με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε την 1.12.2003 η σύνθεση της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν τριμελής αποτελούμενη από τρεις νομικούς λειτουργούς που διόριζε ο Γενικός Εισαγγελέας. Είναι δε παραδεκτό γεγονός ότι τόσο η απόφαση της Αρχής Προσφύγων όσον και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εκδόθηκαν από μονομελή διοικητικά όργανα.
Η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο ίδιος ο τροποποιητικός νόμος του 2004 (Ν. 9(I)/2004) στο εδάφιο 3 του άρθρου 28 διασαφηνίζει πλήρως το θέμα αναφέροντας τα εξής:-
«(3) Με την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση ενώπιον της Αρχής Προσφύγων ή της Αναθεωρητικής Αρχής, όπως αυτές καθορίζονται στο βασικό νόμο, θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής, αντίστοιχα.»
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η σύνθεση τόσο της Αρχής Προσφύγων όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν νόμιμη και νόμιμα συγκροτημένη όπως ο σχετικός νόμος ορίζει.
Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει ότι δεν έγινε είτε από την Αρχή Προσφύγων είτε και από την Αναθεωρητική Αρχή επαρκής έρευνα και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Επίσης ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η κατάθεση του αιτητή.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Οι καθ'ων η αίτηση ερεύνησαν δεόντως τα γεγονότα, το αίτημα και τους ισχυρισμούς του αιτητή και διαπίστωσαν σημαντικές αντιφάσεις, απόκρυψη στοιχείων από τον Αιτητή και κατάθεση ψευδών στοιχείων εκ μέρους του. Θεώρησαν ως εκ τούτου, εύλογα, τον αιτητή ως αναξιόπιστο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 3 της προσβαλλόμενης απόφασης:-
«Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά διαπίστωσε τις κάτωθι αντιφάσεις:
· Σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία του προσφεύγοντα είναι το γεγονός ότι δεν έδωσε τα πραγματικά του στοιχεία, πράγμα που αποκαλύφθηκε μετά από έρευνα στο Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπου βρέθηκε το διαβατήριο του προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων έδωσε ψευδή προσωπικά στοιχεία ενώ όλα του τα έγγραφα που παρουσίασε αλλά και το αίτημα του βασίζονται σε αυτά τα ψευδή στοιχεία (ερυθρά 49, 43-42, 15-13).
· Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα σχετικά με τον τελευταίο τόπο διαμονής του είναι ασαφής και έρχονται σε αντιφάσεις μεταξύ τους αφού στην αρχή της συνέντευξης είχε δηλώσει άλλους τόπους διαμονής και στο τέλος άλλους (ερυθρά 48, 35-34).
· Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπήρξε αναμειγμένος στα κομματικά για δέκα χρόνια περίπου. Ωστόσο, ερωτηθείς σχετικά με τις εκλογές του 1996, ισχυρίστηκε ότι απαγορεύτηκε στον αρχηγό του κόμματος του να συμμετάσχει λόγω ποινικής δίωξης αλλά δεν βρισκόταν στη φυλακή κατά τη διάρκεια των εκλογών, πράγμα που διαψεύδεται από τις επίσημες πηγές που αναφέρουν ότι ο Ershad είχε εκλεγεί ενώ βρισκόταν στη φυλακή και αργότερα του αφαιρέθηκε το αξίωμα λόγω καταδίκης. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ανάφερε ότι στις συγκεκριμένες εκλογές το κόμμα του είχε συμμαχήσει με το Awami League το οποίο είχε κερδίσει τελικά με αποτέλεσμα το Jatiya να συμμετέχει στην Κυβέρνηση που σχηματίστηκε. Τέλος, ο προσφεύγων έδωσε λανθασμένη απάντηση σχετικά με το χρονικό διάστημα που βρισκόταν ο αρχηγός του κόμματος του στη φυλακή. (ερυθρά 49, 36, 45-44, 38).
· Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι ο αδερφός του συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2000 λόγω συμμετοχής του σε διαδήλωση γιατί, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων, η μεταβατική κυβέρνηση που είχε διοριστεί πριν τις εκλογές του 2000 είχε απαγορεύσει τις διαδηλώσεις. Εντούτοις μετά από έρευνα σε επίσημες πηγές διαπιστώθηκε ότι η μεταβατική κυβέρνηση είχε διοριστεί τον Ιούλιο του 2001 (ερυθρά 49, 37, 47).
Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει αβίαστα ότι η Αρχή διεξήγαγε δέουσα έρευνα και αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση. Ορθά δε έκρινε τον αιτητή αναξιόπιστο.
Έχουμε καταλήξει ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη. Το αίτημα για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε με επιμέλεια σε κάθε στάδιο της προβλεπομένης από το νόμο διαδικασίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων, ορθής εφαρμογής του νόμου και δεόντως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.