ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973
Δρουσιώτης ν. Δήμου Δατσιών (1992) 3 ΑΑΔ 437
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2006) 3 ΑΑΔ 421
3 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΕΡΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων-Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Kαθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Εφεση Αρ. 3733)
Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Επανεξέταση ― Κατά την επανεξέταση και την λήψη υπόψη του Ν. 55(Ι)/97 προς όφελος του αιτητή, ο Νόμος αυτός κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως αντισυνταγματικός ― Ορθά η ΕΔΥ θεώρησε πως αναβίωσε η παλιά της απόφαση, αφού η ανάκληση αφορούσε στη παράλειψη λήψης υπόψη των προνοιών του Νόμου.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αντί του ιδίου. Η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε σε επανεξέταση μετά την ανάκληση της αρχικής απόφασης, λόγω παράλειψης λήψης υπόψη των προνοιών του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 1997 (Ν.55(Ι)/97).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας κατά πλειοψηφία την έφεση, με απόφαση του κου Αρτεμίδη Προέδρου, συμφωνούντων των Δικαστών κ.κ. Κραμβή, Χατζηχαμπή και Νικολάτου, αποφάσισε ότι:
Η ΕΔΥ μετά την ανάκληση της απόφασης της, παρέπεμψε το θέμα σε Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και επανεξέτασε το θέμα, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Νόμου 55(Ι)/97 που αφορούσε ειδικά τον εφεσείοντα. Η έκθεση αυτής της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πολύ ορθά, δεν ελήφθη υπόψη γιατί στο μεταξύ είχε εκδοθεί η σχετική απόφαση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επισημαίνει αυτό το γεγονός ο πρωτόδικος Δικαστής για να πει, και η Ολομέλεια συμφωνεί, πως η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της κατά την επανεξέταση την έκθεση της πρώτης Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη η έκθεση της δεύτερης Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανετράπη ολωσδιόλου η βάση της.
Με δυο λόγια, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου κατέστησε την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ αφεύκτως ορθή.
Ο Δικαστής κος Νικολαΐδης εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας, διαφωνώντας με την πιο πάνω απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 83/2003), ημερ. 11/11/2003.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Σ. Νικολάου για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Mε την απόφαση που θα δώσω, συμφωνούν οι δικαστές: Κραμβής, Χατζηχαμπής και Νικολάτος. Ο δικαστής Νικολαΐδης θα δώσει τη δική του διιστάμενη απόφαση.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 3.9.1998 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ο εφεσείων-αιτητής ήταν ένας από τους 286 αιτητές για τις δύο κενές θέσεις. Για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Οι 286 αιτήσεις εξετάστηκαν πρώτα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία αποφάσισε τη διενέργεια γραπτού διαγωνισμού για τη γνώση της ελληνικής και αγγλικής. Η γνώση της ελληνικής γλώσσας κρίθηκε, πολύ φυσικά, πως ήταν απαραίτητο προσόν για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της θέσης, ενώ καλή γνώση της αγγλικής απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε επίσης να καλέσει σε προφορική εξέταση αυτούς που θα εξασφάλιζαν στην εξέταση για τις δύο γλώσσες 50/100 της βαθμολογίας. Ακολούθησε η προφορική εξέταση, στην οποία οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν μονολεκτικά στη διαβάθμιση «εξαίρετος» μέχρι «μέτριος» με ανάλογες ποσοστιαίες μονάδες στην κάθε διαβάθμιση. Η αξιολόγηση αυτή αιτιολογήθηκε επίσης με συνοπτική εκτίμηση της κάθε περίπτωσης. Τόσο στο γραπτό διαγωνισμό όσο και στην προφορική εξέταση ο εφεσείων βαθμολογήθηκε με πολύ λιγότερες μονάδες από τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των καταλληλότερων υποψηφίων για διορισμό που προώθησε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην ΕΔΥ. Ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε 8 υποψήφιους. Η ΕΔΥ επέλεξε για διορισμό τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Ο εφεσείων πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση με την προσφυγή 1008/98, που καταχωρίστηκε στις 13.11.1998. Οι λόγοι που επικαλείτο εκεί ο αιτητής για την ακύρωση της απόφασης άπτονταν ολόκληρης της διαδικασίας επιλογής επί της ουσίας. Πρότεινε πως ο ίδιος θα έπρεπε να είχε κριθεί ως ο καταλληλότερος υποψήφιος. Μεταξύ των εισηγήσεων του ήταν πως εφαρμοζόταν γι' αυτόν και ο περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμος του 1997, 55(I)/97. Στις 10.9.1999 το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της πιο πάνω προσφυγής, ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, και ειδικότερα κατά πόσο υποψήφιος που εμπίπτει στις πρόνοιες του δικαιούται προτίμησης. Στην ίδια συνεδρίαση του Δικαστηρίου ο δικηγόρος του αιτητή εγκατέλειψε δύο ισχυρισμούς που προωθούσε στους λόγους ακύρωσης. (α) την εισήγηση αναφορικά με την παραβίαση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του χρόνου που προβλέπεται στο άρθρο 34(4) του Ν.1/90 και (β) πως δεν θα 'πρεπε να διενεργηθεί γραπτή εξέταση στα αγγλικά, εφόσον ο αιτητής κατείχε θέση που απαιτούσε το ίδιο επίπεδο γνώσης της αγγλικής. Έχει σημασία η δήλωση αυτή του δικηγόρου, γιατί προφανώς διέλαθε της προσοχής του όταν επανέλαβε τους ίδιους λόγους στη νέα προσφυγή που ακολούθησε, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Στις 10.9.1999 δόθηκαν οι αναγκαίες διευκρινίσεις στην προσφυγή 1008/98, αναφορικά με τις πρόνοιες του Νόμου 55(I)/97. Συγκεκριμένα δηλώθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας πως μήτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε και η ΕΔΥ ασχολήθηκαν με την πιθανή εφαρμογή του Ν.55(I)/97 στην περίπτωση του εφεσείοντα. Έτσι, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δήλωσε πως η ΕΔΥ αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφαση της για τους επίδικους διορισμούς για να επανεξετάσει το θέμα. Ακολούθως, ο δικηγόρος του εφεσείοντα απέσυρε την προσφυγή, η οποία και απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η πορεία της προσφυγής 83/2003, αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης. Η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για να ετοιμάσει, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, νέα αιτιολογημένη έκθεση λαμβάνοντας τώρα υπόψη και το γεγονός ότι ο εφεσείων μπορεί να εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου 55(I)/97.
Στις 26.9.2002 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, έκρινε πως ο Ν.55(I)/97 είναι αντισυνταγματικός. Στις 15.10.2002 η ΕΔΥ, επανεξετάζοντας το θέμα της πλήρωσης των δύο επιδίκων θέσεων, ανέφερε πως οδηγήθηκε στην ανάκληση της πρώτης της απόφασης για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Οι λόγοι αυτοί, σημείωσε η ΕΔΥ, εξέλειπαν μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και ως εκ τούτου με νέα απόφαση της επανέλαβε την πρώτη.
Ο εφεσείων πρόσβαλε και αυτή την απόφαση (προσφυγή 83/2003) ανεπιτυχώς. Με την υπό συζήτηση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Στην ενώπιόν μας συζήτηση, ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η ΕΔΥ όφειλε, μετά την ανάκληση της πρώτης της απόφασης, να ακολουθήσει την ορθή διαδικασία όπως η νομολογία ορίζει, να αρχίσει δηλαδή η επανεξέταση του θέματος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία με νέα σύνθεση θα ασκούσε τα καθήκοντα που προβλέπει ο Νόμος. Διαφορετική ήταν η θέση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου προσπάθησε να πλήξει τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την απόφαση της ΕΔΥ επί της ουσίας. Γι' αυτό και ο συνάδελφος μας στην απόφαση του απαριθμεί μία προς μία τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα, τις οποίες και απορρίπτει αιτιολογώντας την κρίση του. Σ' αυτές μάλιστα τις εισηγήσεις περιλαμβάνονταν, ανεπίτρεπτα, και οι δύο που είχε ήδη αποσύρει στην πρώτη προσφυγή (1008/98).
Εν πάση περιπτώσει, η ΕΔΥ μετά την ανάκληση της απόφασης της, παρέπεμψε το θέμα σε Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και επανεξέτασε το θέμα, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Νόμου 55(I)/97 που αφορούσε ειδικά τον εφεσείοντα. Η έκθεση αυτής της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πολύ ορθά, δεν ελήφθη υπόψη γιατί στο μεταξύ είχε εκδοθεί η σχετική απόφαση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επισημαίνει αυτό το γεγονός ο συνάδελφος μας για να πει, και συμφωνούμε με αυτό, πως η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της κατά την επανεξέταση την έκθεση της πρώτης Συμβουλευτικής Επιτροπής, με το περιεχόμενο το οποίο έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω. Δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη η έκθεση της δεύτερης Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανετράπη ολωσδιόλου η βάση της.
Με δυο λόγια, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου κατέστησε την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ αφεύκτως ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με την αντιμετώπιση των συναδέλφων μου. Αρχικά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στις 3.9.1998 διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η Επιτροπή αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή της και να επανεξετάσει το θέμα. Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων απέσυρε την προσφυγή, η οποία και απορρίφθηκε, με έξοδα υπέρ του.
Η Επιτροπή κατά τη διαδικασία επανεξέτασης παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σε κάποιο στάδιο, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, έκρινε τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(Ι)/97, τον οποίο ο εφεσείων, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, επικαλείτο για να ακυρώσει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, ως αντισυνταγματικό.
Στη συνεδρία της ημερ. 15.10.2002, η Επιτροπή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο θέσεων και επανήλθε στην προηγούμενή της απόφαση για διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών. Το λεκτικό που υιοθετήθηκε έχει, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εκεί ουσιαστικά εστιάζεται η ουσία της παρούσας υπόθεσης:
«Η Επιτροπή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης δύο μόνιμων θέσεων Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που παραμένουν κενές ύστερα από την ανάκληση της απόφασής της με ημερ. 3.9.98, σ' ό,τι αφορά τον από 15.10.98 διορισμό με δοκιμασία των Ροκόπου Γεώργιου και Ψαρά Αθηνάς στις πιο πάνω θέσεις, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή σημείωσε ότι οδηγήθηκε στην πιο πάνω ανάκληση, καθοδηγούμενη από σχετική νομική συμβουλή, για το λόγο ότι, κατά την πλήρωση της θέσης, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβαν υπόψη ότι ένας από τους υποψηφίους είναι παθών και, κατά συνέπεια, δεν έτυχε εφαρμογής ο Νόμος 55(Ι)/97, που προβλέπει για την επαγγελματική αποκατάσταση των παθόντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Η Επιτροπή, στη συνέχεια, έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 26.9.02 στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3385, το άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου, που προβλέπει ότι ποσοστό 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πληρούται από προσοντούχους υποψηφίους που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων, κηρύχτηκε ως αντισυνταγματικό.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη ότι η ανάκληση της απόφασής της για διορισμό των Ροκόπου και Ψαρά έγινε γιατί δεν λήφθηκε υπόψη ο πιο πάνω Νόμος, ο οποίος, ωστόσο, τελικά κηρύχτηκε ως αντισυνταγματικός, έκρινε ότι οι λόγοι που την οδήγησαν στην ανάκληση της απόφασής της έχουν τώρα εκλείψει, και, ως εκ τούτου, επανέρχεται στην προηγούμενη απόφασή της για διορισμό με δοκιμασία από 15.10.98 των ΡΟΚΟΠΟΥ Γώργιου και ΨΑΡΑ Αθηνάς στις δύο θέσεις Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που παραμένουν κενές.»
Η ανάκληση διοικητικής πράξης είναι βέβαια μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973 και Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437, 445). Η ανάκληση επιφέρει την εξαφάνιση της προηγούμενης πράξης εξ υπαρχής. Εξαφανίζει, δηλαδή, όλα τα παραχθέντα από την ανακαλούμενη πράξη αποτελέσματα. Μετά την ανάκληση, ουδέν απομένει από την προηγούμενη νομική κατάσταση (Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 713/95, ημερ. 30.1.1998).
Αφού η ανάκληση εξαφανίζει όλα τα παραχθέντα αποτελέσματα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπ' όψιν ή να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε στοιχεία της ανακληθείσας διαδικασίας.
Η ανάκληση πράξης ανακαλούσης προηγούμενη ερμηνεύεται, εκτιμωμένων των εκάστοτε συνθηκών και της πρόθεσης της διοίκησης, άλλοτε μεν ως έχουσα την έννοια της επαναφοράς εν ισχύι της αρχικής πράξης, άλλοτε δε ως συνιστώσα νέα και αυτοτελή κατά περιεχόμενο ρύθμιση, ενεργούσα από της εκδόσεως της ανακαλούσης την ανακλητική πράξη, ιδίως όταν η ανάκληση δεν στηρίζεται σε λόγο ακύρωσης της προηγούμενης πράξης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 204).
Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους. Είτε ως ανάκληση της προηγούμενής της απόφασης να ακυρώσει το διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών, οπότε έχουμε αναβίωση της αρχικής απόφασης διορισμού τους, είτε ως νέα απόφαση, υπό το φως του νέου νομικού καθεστώτος που ξεκαθάρισε με την υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, τόσο στην προηγούμενή του προσφυγή εναντίον του αρχικού διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, όσο και στην παρούσα διαδικασία, επικαλέστηκε εκτός από τις διατάξεις του Ν.55(Ι)/97 και αριθμό άλλων λόγων, οι οποίοι βέβαια και δεν εξετάστηκαν, αφού η προσφυγή απορρίφθηκε μετά την ανάκληση.
Η πράξη που ανακλήθηκε ήταν βέβαια νόμιμη. Και η έννοια της ανάκλησης νόμιμης ανακλητικής πράξης δεν έχει την έννοια της αναβίωσης της αρχικής πράξης, διότι, όπως παρατηρείται και στη μελέτη της Δήμητρας Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου, Το Δημόσιο Συμφέρον και η Ανάκληση των Διοικητικών Πράξεων, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος ΙΙ, σελ. 376, ως επί το πλείστον, εκτός αν ορίζεται ρητώς άλλως, επιχειρείται η εξ υπαρχής ρύθμιση της σχέσης ή κατάστασης, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπεται για την έκδοση της αρχικής πράξης και να ερευνηθεί αν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης της αρχικής πράξης. Αντίθετα, η έννοια της ανάκλησης παράνομης ανακλητικής πράξης ενέχει αναβίωση της αρχικής και συνεπώς έχει αναδρομικότητα (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανωτέρω).
Η ανάκληση νόμιμης πράξης συγκαταργεί και τις στηριζόμενες επί της ανακληθείσης, οι οποίες χάνουν διά της ανακλήσεως το νομικό τους έρεισμα. Ακόμα, η ανάκληση δεν επιτρέπει στο μέλλον έκδοση πράξεων επί τη βάσει της ανακαλουμένης (ΣτΕ 175, 176, 177 και 178/74).
Περιττόν να λεχθεί ότι η ανακλητική πράξη θα πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη γιατί μόνο με την πλήρη και ειδική αιτιολογία είναι ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Στην παρούσα περίπτωση, έχω την άποψη, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι ανάκληση της προηγούμενης ανακλητικής πράξης. Της ανάκλησης του διορισμού ακολούθησε επανεξέταση και σύγκληση, εκ νέου, της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εξ υπαρχής ρύθμιση της κατάστασης, ως νέα επιλογή η οποία έγινε με βάση τα νέα δεδομένα που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, ύστερα από την απόφαση Κωνσταντίνου. Όμως, η απόφαση αυτή αφορούσε ένα μόνο θέμα της διαδικασίας, δηλαδή το θέμα που ήγειρε ο σχετικός νόμος που είχε κριθεί ως αντισυνταγματικός. Αυτό δεν νομιμοποιούσε, κατά τη γνώμη μου, την Επιτροπή από του να θεωρήσει την αρχική της απόφαση ως απολύτως ορθή, σε όλα τα υπόλοιπα σημεία που εγείρονταν, δεδομένου ότι την είχε ανακαλέσει χωρίς να την απασχολήσουν όλα τα εγειρόμενα θέματα. Είναι κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστική η διατύπωση η οποία ακολουθήθηκε. Αποφάσισε η Επιτροπή ρητά, ότι, επειδή οι λόγοι που την οδήγησαν στην ανάκληση της απόφασής της είχαν εκλείψει, να επανέλθει στην προηγούμενή της απόφαση για διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών στις συγκεκριμένες θέσεις. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Η Επιτροπή δεν μπορούσε απλά να επανέλθει στην προηγούμενή της απόφαση. Θα έπρεπε να επανεξετάσει την όλη κατάσταση και να επιλέξει τους καταλληλότερους προς διορισμό, παραβλέποντας μόνο το θέμα που είχε τεθεί με το Ν. 55(Ι)/97. Γι' αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι πλημμελής και θα έπρεπε να ακυρωθεί.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.