ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Τρύφωνος Έλλη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377
Παναγή Λοΐζος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 163
ΤΖΙΟΒΑΝΝΑ ΣΕΡΓΙΟΥ-ΣΟΥΡΟΥΛΛΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 596/2011, 15/5/2013
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 583/2011, 25 Απριλίου 2012
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ ν. ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 274/2012, 19/12/2013
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σπυρούλλας Αναστασίου (2014) 3 ΑΑΔ 539, ECLI:CY:AD:2014:C860
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 96/2013, 6/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D657
Βραχίμης Σάββας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 771, ECLI:CY:AD:2017:C355
ΖΗΣΗΣ ΚΑΛΛΕΝΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1280/2007, 23 Φεβρουαρίου 2010
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1259/08, 27 Ιανουαρίου 2010
(2006) 3 ΑΑΔ 410
28 Ιουνίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3614)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3616)
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3614, 3616)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Αξιολόγηση προσόντος, έργο της ΕΔΥ ― Εντός της διακριτικής ευχέρειας η θεώρηση της υπηρεσίας στη θέση Λειτουργού Συντονισμού ως υπηρεσία σε "υπεύθυνη θέση" ― Η υπευθυνότητα αφορά τα καθήκοντα και όχι την κλίμακα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν απαιτείται αιτιολογία ― Η βαρύτητά της εξαρτάται από τη σύγκρουσή της με το περιεχόμενο του φακέλου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Τεκμήριο κατοχής τους, η κατοχή θέσης στην οποία απαιτούνταν τα ίδια προσόντα.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου ― Δεν παραβιάστηκε η πιο πάνω αρχή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Δεν υπάρχει σύγκρισή της μεταξύ υποψηφίων εκ των οποίων ο ένας έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πείρα ― Προσμετρά ως στοιχείο αξίας όταν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Ειδική αιτιολογία για παραγνώρισή του ― Δόθηκε, υπό τις περιστάσεις υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους ― Δεν αποδείχθηκε ούτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακύρωσης ― Δεν μπορούν να προβάλλονται νέα θέματα σε προσφυγές, όποτε το επιθυμεί ο διάδικος, αν είχε την ευκαιρία να τα προβάλει σε άλλη προσφυγή στο παρελθόν ― Απαράδεκτος κρίθηκε ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε σε παράνομη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού δεν είχε προβληθεί στην προηγούμενη προσφυγή του αιτητή.
Δεδικασμένο ― Ισχυρισμός για παραβίασή του παρέμεινε αόριστος και ατεκμηρίωτος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Νόμιμη η διαδικασία ενώπιόν της, με ορθή αξιολόγηση προσόντων και πείρας.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Διευθυντή Συντονισμού (Προϋπολογισμός Ανάπτυξης) Γραφείο Προγραμματισμού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων είναι έργο του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της αρμοδιότητας αυτής, ή ουσιαστική πλημμέλεια. Κρίνεται ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση. Ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ να θεωρήσει και την υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Συντονισμού ως υπηρεσία σε «υπεύθυνη θέση», αφού η υπευθυνότητα της θέσης κρίνεται με βάση τα καθήκοντα που εκτελεί ο υποψήφιος και όχι την κλίμακα στην οποία κατατάσσεται η θέση.
2. Εφόσον ο ίδιος ο Νόμος (Άρθρο 34 του Ν. 1/90), προβλέπει τη σύσταση Διευθυντή και δέχεται τη μη αναγκαιότητα αιτιολόγησής της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πως μια τέτοια σύσταση δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ότι, κατά συνέπεια, κακώς λήφθηκε υπόψη στην υπό εκδίκαση υπόθεση. Το τι μπορεί να αμφισβητηθεί σε δεδομένη περίπτωση είναι η βαρύτητα που δίδεται σε μία αναιτιολόγητη σύσταση, ανάλογα με τα περιστατικά και τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Από την επίδικη απόφαση στην παρούσα περίπτωση είναι καθαρό ότι δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη σύσταση του Διευθυντή, που, εν πάση περιπτώσει, δεν συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων.
3. Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων θέτει και πάλι θέμα προσόντων και συγκεκριμένα την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από το ΕΜ. Υπέβαλε ο εφεσείων ότι «για απαραίτητο προσόν του οποίου η κατοχή ουδέποτε διερευνήθηκε, η κατοχή θέσης στην οποία απαιτείτο το ίδιο προσόν δεν μπορεί λογικά να θεωρείται τεκμήριο κατοχής και του προσόντος, το οποίο απαιτείται και για ανώτερη θέση». Η θέση αυτή, όσον αφορά αναγκαιότητα διερεύνησης του θέματος, είναι αντίθετη με τη νομολογία. Σχετική απόφαση είναι η Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, όπου αποφασίστηκε ότι η κατοχή του προσόντος τεκμαίρεται όταν το προσόν αυτό απαιτείτο για χαμηλότερη θέση από την επίδικη, την οποία κατείχε το ΕΜ.
4. Τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ ήταν στοιχεία και γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και κανένα απ' αυτά δεν ήταν «νέο», όπως εισηγείται ο εφεσείων. Με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί και στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(I)/99), η Διοίκηση οφείλει κατά την επανεξέταση να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα της απόφαση. Κρίνουμε πως εδώ δεν παραβιάστηκε η πιο πάνω αρχή.
5. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν ετίθετο θέμα σύγκρισης αρχαιότητας του εφεσείοντα-αιτητή με αυτή του ΕΜ, αφού αυτός δεν ήταν πλέον δημόσιος υπάλληλος, το οποίο και προσβάλλει ο εφεσείων, είναι ορθό και υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο των φακέλων.
6. Αναφορικά με την πείρα, η πείρα προσμετρά ως μέτρο αξίας όταν αυτή είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και η ΕΔΥ στην απόφαση της επεσήμανε πως η πείρα του εφεσείοντα, με βάση τα πιστοποιητικά που επισύναψε στην αίτησή του, δεν σχετιζόταν άμεσα με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Κατά συνέπεια δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου, στην κρίση της ΕΔΥ, αφού ήταν εντός της διακριτικής της ευχέρειας τα όρια της οποία δεν υπερέβη, να εκτιμήσει και να αξιολογήσει την πείρα των υποψηφίων.
7. Κρίνεται ως ανεδαφικός ο λόγος έφεσης με τον οποίον υποβάλλεται ότι δεν δόθηκε από την ΕΔΥ επαρκής ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατέχει ο εφεσείων έναντι του ΕΜ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα επί του προκειμένου:
«Η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του και η υπεροχή του σε αξία, αρχαιότητα και πείρα έναντι του αιτητή, συνιστούν την ειδική αιτιολογία που απαιτεί η νομολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διαθέτει ο αιτητής. Η Επιτροπή εξειδίκευσε αρκούντως τους λόγους που αντισταθμίζουν το ευεργέτημα του πρόσθετου προσόντος των ανθυποψηφίων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής είναι λεπτομερέστατη. Συγκρίνει το Ενδιαφερόμενο Μέρος με τους δύο αιτητές σε διάφορα επίπεδα, χωρίς να παραλείπεται ούτε η αναφορά στο πλεονέκτημα των αιτητών, ούτε και η ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή του. Στην απόφαση τονίστηκε μάλιστα ότι αποδόθηκε περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, μια και η υπό πλήρωση θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και διευθυντική.»
Υιοθετούνται τα όσα αναφέρονται πιο πάνω και η Ολομέλεια καταλήγει πως προκύπτει ότι δόθηκε πλήρης και επαρκής αιτιολογία για την προτίμηση του ΕΜ και για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε ο εφεσείων.
Είναι τέλος σαφές και προκύπτει και από τους φακέλους των υποψηφίων, την απόφαση της ΕΔΥ και όλα τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν καταδείχθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ είναι ορθή.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως ορισμένοι από τους λόγους ακυρότητας που εγείρονταν στην προσφυγή δεν μπορούσαν να εξεταστούν, γιατί εγέρθηκαν για πρώτη φορά, ενώ θα μπορούσε να είχαν εγερθεί στις προηγούμενες προσφυγές που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων, όπως στις Προσφυγές 809/98 και 713/95. Η πιο πάνω θέση είναι ορθή και σχετική είναι η υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου αποφασίστηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.
Παραπονείται ο εφεσείων με το δεύτερο λόγο έφεσής του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συγκεκριμενοποίησε ακριβώς ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι. Παρατηρείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε τέτοιους λόγους στην απόφαση του «όπως οι ισχυρισμοί για ελαττωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για προκατάληψη και έντονη έχθρα εναντίον του αιτητή εκ μέρους της Επιτροπής και για πλάνη περί τα πράγματα ως προς την αξία του ενδιαφερομένου μέρους». Επισημαίνεται επίσης πως ο εφεσείων δεν συγκεκριμενοποιεί στο λόγο έφεσής του για ποιους λόγους, που, κατά τον ισχυρισμό του, δεν εξετάστηκαν, παραπονείται.
Ο εφεσείων παραπονείται για παράνομη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού, κατά την εισήγηση του απαιτείτο «έγκριση» της αρμόδιας αρχής για την συμμετοχή των Γενικών Διευθυντών. Παρατηρείται, πως τέτοιος λόγος δεν είχε εγερθεί στην προσφυγή του εφεσείοντα 713/95, που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον της προηγούμενης σχετικής αποφάσης της Επιτροπής. Και σε εκείνη την περίπτωση στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμμετείχαν και Γενικοί Διευθυντές, όπως και στην υπό κρίση διαδικασία, αλλά ο εφεσείων δεν ήγειρε θέμα παράνομης συγκρότησης. Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
9. Παραπονείται επίσης με τον πρώτο λόγος έφεσης ο εφεσείων ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε πως τίποτε το οποίο ανέφερε ο αιτητής δεν οδηγούσε σε τέτοιο συμπέρασμα, αφού προφανώς η όλη διαδικασία επαναλήφθηκε τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της Επιτροπής. Περαιτέρω, παρατηρείται πως η αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης είναι αόριστη και γενική μέχρι σημείου που ο εφεσείων να ισχυρίζεται ότι «η παραβίαση του δεδικασμένου είναι δεδομένη».
10. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε υπό πλάνη κατά την αξιολόγηση της αξίας, καθόσον και η εισήγηση ότι εμφιλοχώρησε πλάνη, με αποτέλεσμα να παραγνωριστούν τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή έναντι των προσόντων του ΕΜ, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά θέματα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν είχαν ετοιμαστεί εκθέσεις για τα έτη 1986 και 1987. Όσον αφορά τα υπέρτερα προσόντα του εφεσείοντα-αιτητή, αυτά, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεκτιμήθηκαν αλλά δεν μπορούσαν να «επισκιάσουν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, που υπερείχε καταφανώς σε ευρύτητα και ποιότητα της πείρας». Παρατηρείται επί του προκειμένου πως, όπως συνέβαινε και με την πείρα που διέθετε το ΕΜ, δίδεται μεγαλύτερη σημασία στην πείρα σε θέματα συντονισμού, όπως προκύπτει από το σχέδιο υπηρεσίας που προνοεί «Δεκαετή τουλάχιστο πείρα . . . από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα, κατά προτίμηση σε θέματα συντονισμού».
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 274/01 & 235/01), ημερ. 28/3/2003.
O Εφεσείων στην Α.Ε. 3614 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
O Εφεσείων στην Α.Ε. 3616 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α. Βασιλειάδης με Α. Γιαλλούρη, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο υποθέσεις.
Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι δύο αυτές εφέσεις που συνεκδικάστηκαν, αφορούν την ίδια διοικητική πράξη με την οποία προάχθηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Διευθυντή Συντονισμού (Προϋπολογισμός Ανάπτυξης) Γραφείο Προγραμματισμού, που είναι θέση προαγωγής και πρώτου διορισμού.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) προήγαγε το ΕΜ αναδρομικώς από 15.8.92 ως αποτέλεσμα επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού είχε προηγηθεί στις 18.1.01 η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία συστήνονταν τόσο οι δύο εφεσείοντες όσο και το ΕΜ.
Και οι δύο εφεσείοντες προσέβαλαν τη νομιμότητα της προαγωγής, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο προσφυγές τους.
Α.Ε. 3614 (Υπ. Αρ. 274/01)
Με τον πρώτο λόγο έφεσής του ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ΕΜ κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα και συγκεκριμένα τη δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση, που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Υπέβαλε συναφώς ότι η υπηρεσία του ΕΜ στη θέση απλού Λειτουργού Συντονισμού (θέση κλίμακας Α8 - Α10) κακώς θεωρήθηκε ότι συνιστούσε υπηρεσία σε «υπεύθυνη θέση».
Επισημαίνεται ότι η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων είναι έργο του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της αρμοδιότητας αυτής, ή ουσιαστική πλημμέλεια. Κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση. Ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ να θεωρήσει και την υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Συντονισμού ως υπηρεσία σε «υπεύθυνη θέση», αφού η υπευθυνότητα της θέσης κρίνεται με βάση τα καθήκοντα που εκτελεί ο υποψήφιος και όχι την κλίμακα στην οποία κατατάσσεται η θέση.
Υπέβαλε, περαιτέρω, ο εφεσείων ως δεύτερο λόγο έφεσης ότι κακώς λήφθηκε υπόψη υπέρ του ΕΜ η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αφού αυτή δεν ήταν αιτιολογημένη και ήταν έτσι «μηδαμινής αξίας», παρόλο ότι δεν απαιτείτο αιτιολογία με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/90). Κρίνουμε ότι και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Εφόσον ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει τη σύσταση Διευθυντή και δέχεται τη μη αναγκαιότητα αιτιολόγησής της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πως μια τέτοια σύσταση δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ότι, κατά συνέπεια, κακώς λήφθηκε υπόψη στην υπό εκδίκαση υπόθεση. Το τι μπορεί να αμφισβητηθεί σε δεδομένη περίπτωση είναι η βαρύτητα που δίδεται σε μία αναιτιολόγητη σύσταση, ανάλογα με τα περιστατικά και τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Από την επίδικη απόφαση στην παρούσα περίπτωση είναι καθαρό ότι δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη σύσταση του Διευθυντή, που, εν πάση περιπτώσει, δεν συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων θέτει και πάλι θέμα προσόντων και συγκεκριμένα την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από το ΕΜ. Υπέβαλε ο εφεσείων ότι «για απαραίτητο προσόν του οποίου η κατοχή ουδέποτε διερευνήθηκε, η κατοχή θέσης στην οποία απαιτείτο το ίδιο προσόν δεν μπορεί λογικά να θεωρείται τεκμήριο κατοχής και του προσόντος, το οποίο απαιτείται και για ανώτερη θέση». Η θέση αυτή, όσον αφορά αναγκαιότητα διερεύνησης του θέματος, είναι αντίθετη με τη νομολογία και αναφερόμαστε στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, όπου αποφασίστηκε ότι η κατοχή του προσόντος τεκμαίρεται όταν το προσόν αυτό απαιτείτο για χαμηλότερη θέση από την επίδικη, την οποία κατείχε το ΕΜ.
Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι η ΕΔΥ εισήγαγε νέα θέματα για να αιτιολογήσει την εκ νέου προαγωγή του ΕΜ κατά την επανεξέταση και ως εκ τούτου η απόφαση της έπασχε. Δεχόμαστε επί του προκειμένου τη θέση των καθ'ων η αίτηση πως τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ ήταν στοιχεία και γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και κανένα απ'αυτά δεν ήταν «νέο», όπως εισηγείται ο εφεσείων. Με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί και στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(I)/99), η Διοίκηση οφείλει κατά την επανεξέταση να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα της απόφαση. Κρίνουμε πως εδώ δεν παραβιάστηκε η πιο πάνω αρχή.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν ετίθετο θέμα σύγκρισης αρχαιότητας του εφεσείοντα-αιτητή με αυτή του ΕΜ, αφού αυτός δεν ήταν πλέον δημόσιος υπάλληλος, το οποίο και προσβάλλει ο εφεσείων, είναι κατά την κρίση μας ορθό και υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο των φακέλων.
Αναφορικά με την πείρα, η πείρα προσμετρά ως μέτρο αξίας όταν αυτή είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και η ΕΔΥ στην απόφαση της επεσήμανε πως η πείρα του εφεσείοντα, με βάση τα πιστοποιητικά που επισύναψε στην αίτησή του, δεν σχετιζόταν άμεσα με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Κατά συνέπεια δεν χωρεί επέμβαση μας στην κρίση της ΕΔΥ, αφού ήταν εντός της διακριτικής της ευχέρειας τα όρια της οποία δεν υπερέβη, να εκτιμήσει και να αξιολογήσει την πείρα των υποψηφίων.
Περαιτέρω, κρίνουμε ως ανεδαφικό το λόγο έφεσης με τον οποίον υποβάλλεται ότι δεν δόθηκε από την ΕΔΥ επαρκής ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατέχει ο εφεσείων έναντι του ΕΜ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα επί του προκειμένου:
«Η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του και η υπεροχή του σε αξία, αρχαιότητα και πείρα έναντι του αιτητή, συνιστούν την ειδική αιτιολογία που απαιτεί η νομολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διαθέτει ο αιτητής. Η Επιτροπή εξειδίκευσε αρκούντως τους λόγους που αντισταθμίζουν το ευεργέτημα του πρόσθετου προσόντος των ανθυποψηφίων του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής είναι λεπτομερέστατη. Συγκρίνει το Ενδιαφερόμενο Μέρος με τους δύο αιτητές σε διάφορα επίπεδα, χωρίς να παραλείπεται ούτε η αναφορά στο πλεονέκτημα των αιτητών, ούτε και η ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή του. Στην απόφαση τονίστηκε μάλιστα ότι αποδόθηκε περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, μια και η υπό πλήρωση θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και διευθυντική.»
Υιοθετούμε τα όσα αναφέρονται πιο πάνω και καταλήγουμε πως προκύπτει ότι δόθηκε πλήρης και επαρκής αιτιολογία για την προτίμηση του ΕΜ και για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε ο εφεσείων.
Είναι τέλος σαφές και προκύπτει και από τους φακέλους των υποψηφίων, την απόφαση της ΕΔΥ και όλα τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν καταδείχθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ είναι ορθή.
Κατά συνέπεια, η έφεση πρέπει ν' απορριφθεί.
Έφεση Αρ. 3616 (Υπ. Αρ. 235/01)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως ορισμένοι από τους λόγους ακυρότητας που εγείρονταν στην προσφυγή δεν μπορούσαν να εξεταστούν, γιατί εγέρθηκαν για πρώτη φορά, ενώ θα μπορούσε να είχαν εγερθεί στις προηγούμενες προσφυγές που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων, όπως στις Προσφυγές 809/98 και 713/95. Η πιο πάνω θέση είναι ορθή και σχετική είναι η υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου αποφασίστηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.
Παραπονείται ο εφεσείων με το δεύτερο λόγο έφεσής του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συγκεκριμενοποίησε ακριβώς ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι. Παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε τέτοιους λόγους στην απόφαση του «όπως οι ισχυρισμοί για ελαττωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για προκατάληψη και έντονη έχθρα εναντίον του αιτητή εκ μέρους της Επιτροπής και για πλάνη περί τα πράγματα ως προς την αξία του ενδιαφερομένου μέρους». Επισημαίνουμε επίσης πως ο εφεσείων δεν συγκεκριμενοποιεί στο λόγο έφεσής του για ποιους λόγους, που, κατά τον ισχυρισμό του, δεν εξετάστηκαν, παραπονείται.
Συναρτάται με αυτό το λόγο και ο λόγος έφεσης 3, με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται για παράνομη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού, κατά την εισήγηση του απαιτείτο «έγκριση» της αρμόδιας αρχής για την συμμετοχή των Γενικών Διευθυντών. Παρατηρούμε πως τέτοιος λόγος δεν είχε εγερθεί στην προσφυγή του εφεσείοντα 713/95, που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον της προηγούμενης σχετικής αποφάσης της Επιτροπής. Και σε εκείνη την περίπτωση στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμμετείχαν και Γενικοί Διευθυντές, όπως και στην υπό κρίση διαδικασία, αλλά ο εφεσείων δεν ήγειρε θέμα παράνομης συγκρότησης. Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Παραπονείται επίσης με τον πρώτο λόγος έφεσης ο εφεσείων ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε πως τίποτε το οποίο ανέφερε ο αιτητής δεν οδηγούσε σε τέτοιο συμπέρασμα, αφού προφανώς η όλη διαδικασία επαναλήφθηκε τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της Επιτροπής. Περαιτέρω, παρατηρούμε πως η αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης είναι αόριστη και γενική μέχρι σημείου που ο εφεσείων να ισχυρίζεται ότι «η παραβίαση του δεδικασμένου είναι δεδομένη».
Αναφορικά με το λόγο έφεσης που αφορά την εισήγηση ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι αναιτιολόγητη, και το λόγο που αφορά την εισήγηση ότι δεν υπήρχε ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος, παραπέμπουμε και υιοθετούμε τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω στην απόφαση μας στην Α.Ε. 3614.
Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε υπό πλάνη κατά την αξιολόγηση της αξίας, καθόσον και η εισήγηση ότι εμφιλοχώρησε πλάνη, με αποτέλεσμα να παραγνωριστούν τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή έναντι των προσόντων του ΕΜ, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά θέματα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν είχαν ετοιμαστεί εκθέσεις για τα έτη 1986 και 1987. Όσον αφορά τα υπέρτερα προσόντα του εφεσείοντα-αιτητή, αυτά, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεκτιμήθηκαν αλλά δεν μπορούσαν να «επισκιάσουν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, που υπερείχε καταφανώς σε ευρύτητα και ποιότητα της πείρας». Παρατηρούμε επί του προκειμένου πως, όπως συνέβαινε και με την πείρα που διέθετε το ΕΜ, δίδεται μεγαλύτερη σημασία στην πείρα σε θέματα συντονισμού, όπως προκύπτει από το σχέδιο υπηρεσίας που προνοεί «Δεκαετή τουλάχιστο πείρα . . . από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα, κατά προτίμηση σε θέματα συντονισμού».
Καταλήγοντας θεωρούμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω τόσο η Α.Ε. 3614 όσο και η Α.Ε. 3616, απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.