ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 379
26 Ιουνίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΝURUN NABI,
Αιτητής,
v.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 797/2005)
Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) ― Αίτηση για παροχή ασύλου ― Νόμιμη η διαδικασία που διεξήχθη ― Απόρριψη ισχυρισμών για παρανομία ― Υιοθέτηση της απόφασης στην προσφυγή Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 481/05, ημερ. 26/6/2006.
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Απόρριψη ιεραρχικής προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ― Ισχυρισμός περί επέκτασης των "επίδικων θεμάτων" σε άλλα από αυτά που κάλυπτε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ― Ισχυρισμός απορρίφθηκε, αφού η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής βασίστηκε στην υιοθέτηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, περί αναξιοπιστίας του αιτητή.
Ο αιτητής επεδίωξε με την προσφυγή του, την ανατροπή της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η ιεραρχική του προσφυγή κατά της απόρριψης του αιτήματός του για πολιτικό άσυλο.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι τέσσερις λόγοι ακυρότητας που προτείνονται αφορούν σε ορισμένες αντιλήψεις αναφορικά με τη λειτουργία του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) και τις επιπτώσεις από την κατ' ισχυρισμό παράβασή του. Ορισμένες από αυτές εξετάστηκαν στη Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 481/05, στην οποία επίσης εκδόθηκε απόφαση σήμερα, και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Ήταν νόμιμη, στην περίπτωση, η εξέταση της διοικητικής προσφυγής από ένα μέλος της και δεν ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας από την Αναθεωρητική Αρχή ώστε, μάλιστα, να τίθεται από τον αιτητή και το περαιτέρω θέμα της εκπροσώπησής του από δικηγόρο στην παρουσία διερμηνέα. Όπως ήταν νόμιμη και η μη κλήση του αιτητή σε νέα συνέντευξη.
2. Εντελώς αβάσιμη, όμως, είναι και η τελευταία εισήγηση του αιτητή. Θεωρεί ότι εγείρεται ζήτημα προσδιορισμού των εν γένει εξουσιών της Αναθεωρητικής Αρχής επειδή, όπως υποστηρίζει, αυτή, χωρίς να ακούσει τον αιτητή, επεκτάθηκε σε «επίδικα θέματα» άλλα από εκείνα που κάλυπτε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Χωρίς όμως και να εξειδικεύει οτιδήποτε ώστε να παρέχεται υπόβαθρο για τέτοια συζήτηση. Σημειώνεται, συναφώς, πως η άποψη του αιτητή ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως την υιοθέτησε και η Αναθεωρητική Αρχή με τις δικές της παρατηρήσεις, ήταν αναιτιολόγητη, είναι λανθασμένη. Το αίτημα απερρίφθη επειδή, για τους συγκεκριμένους λόγους που καταγράφηκαν, στους οποίους ο αιτητής ουδόλως αναφέρθηκε, ήταν αναξιόπιστος.
Με τη γραπτή τους αγόρευση οι καθ' ων η αίτηση υπέθεσαν πως τα περί νέου «επίδικου θέματος» αφορούσαν στην κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής πως ο αιτητής δεν πληρούσε ούτε τις προϋποθέσεις για να του αναγνωριστεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους με βάση το Άρθρο 19Α του Νόμου. Με την εισήγηση πως δεν νομιμοποιείτο να εγείρει τέτοιο θέμα ο αιτητής αφού ουδέποτε ζήτησε να του αναγνωριστεί τέτοιο καθεστώς. Στην απαντητική αγόρευση υποβλήθηκε η εισήγηση πως «ουδεμία εξουσία παρέχεται στο δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο να αποφανθεί επί τούτου δηλαδή επεκτείνοντας ουσιαστικά την αρμοδιότητά του, ενώ τα Άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 είναι αλληλένδετα ως προς την ουσία και το περιεχόμενό τους». Ούτως ή άλλως, κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι τέτοιο θέμα δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της προσφυγής, ώστε να είχε και νόημα η εισήγηση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Γ. Μυλωνάς, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.6.02 ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα, ως φοιτητής. Στις 4.2.04 υπέβαλε αίτημα για άσυλο, στις 19.10.04 υποβλήθηκε σε συνέντευξη και, με την απόφασή της ημερομηνίας 22.12.04, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα. Ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων την απέρριψε με την απόφασή της ημερομηνίας 25.4.05 και ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι τέσσερις λόγοι ακυρότητας που προτείνονται αφορούν σε ορισμένες αντιλήψεις αναφορικά με τη λειτουργία του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) και τις επιπτώσεις από την κατ' ισχυρισμό παράβασή του. Ορισμένες από αυτές τις εξετάσαμε στη Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 481/05, στην οποία επίσης εκδίδουμε απόφαση σήμερα, και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Ήταν νόμιμη, στην περίπτωση, η εξέταση της διοικητικής προσφυγής από ένα μέλος της και δεν ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας από την Αναθεωρητική Αρχή ώστε, μάλιστα, να τίθεται από τον αιτητή και το περαιτέρω θέμα της εκπροσώπησής του από δικηγόρο στην παρουσία διερμηνέα. Όπως ήταν νόμιμη και η μη κλήση του αιτητή σε νέα συνέντευξη.
Εντελώς αβάσιμη, όμως, είναι και η τελευταία εισήγηση του αιτητή. Θεωρεί ότι εγείρεται ζήτημα προσδιορισμού των εν γένει εξουσιών της Αναθεωρητικής Αρχής επειδή, όπως υποστηρίζει, αυτή, χωρίς να ακούσει τον αιτητή, επεκτάθηκε σε «επίδικα θέματα» άλλα από εκείνα που κάλυπτε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Χωρίς όμως και να εξειδικεύει οτιδήποτε ώστε να παρέχεται υπόβαθρο για τέτοια συζήτηση. Σημειώνουμε, συναφώς, πως η άποψη του αιτητή ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως την υιοθέτησε και η Αναθεωρητική Αρχή με τις δικές της παρατηρήσεις, ήταν αναιτιολόγητη, είναι λανθασμένη. Το αίτημα απερρίφθη επειδή, για τους συγκεκριμένους λόγους που καταγράφηκαν, στους οποίους ο αιτητής ουδόλως αναφέρθηκε, ήταν αναξιόπιστος.
Με τη γραπτή τους αγόρευση οι καθ' ων η αίτηση υπέθεσαν πως τα περί νέου «επίδικου θέματος» αφορούσαν στην κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής πως ο αιτητής δεν πληρούσε ούτε τις προϋποθέσεις για να του αναγνωριστεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους με βάση το άρθρο 19Α του Νόμου. Με την εισήγηση πως δεν νομιμοποιείτο να εγείρει τέτοιο θέμα ο αιτητής αφού ουδέποτε ζήτησε να του αναγνωριστεί τέτοιο καθεστώς. Οπότε, προφανώς με αυτή την αφορμή, στην απαντητική αγόρευση υποβλήθηκε η εισήγηση πως «ουδεμία εξουσία παρέχεται στο δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο να αποφανθεί επί τούτου δηλαδή επεκτείνοντας ουσιαστικά την αρμοδιότητά του, ενώ τα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 είναι αλληλένδετα ως προς την ουσία και το περιεχόμενό τους». Χωρίς καμιά επιχειρηματολογία για τα όσα ευστόχως επεσήμαναν οι καθ' ων η αίτηση σε σχέση με το αίτημα που υποβλήθηκε αλλά και χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε από όσα προέκυψαν κατά τη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως στοιχείο που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τις σχετικές νομοθετικές προϋποθέσεις. Ούτως ή άλλως, και κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι τέτοιο θέμα δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της προσφυγής, ώστε να είχε και νόημα η εισήγηση.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.