ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 303
1 Ιουνίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡONIΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3742)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Άρθρο 21(2) του Ν. 158(Ι)/99 ― Αποχώρηση υπηρεσιακών παραγόντων πριν τη διαβούλευση των μελών δεν επηρεάζει τη σύνθεση του Συμβουλίου ― Ερμηνεία της φράσης "διαβούλευση για λήψη της απόφασης".
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Διευθυντή ― Νόμιμη, θεωρουμένων όλων των περιστάσεων ― Δεν εξετάζεται η νομιμότητα της σύστασης για προαγωγές στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου στα πλαίσια του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Άρθρο 35(4)).
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ―Αιτιολογία τελικής επιλογής ― Δεν χρειάζεται ειδική αιτιολογία για επιλογή του υποψηφίου που υπερείχε σε αξία, έναντι άλλου που υπερείχε σε αρχαιότητα λόγω μισθολογικής κλίμακας και κατείχε πρόσθετο προσόν.
Οι εφεσείοντες, Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η αναφορά στο Άρθρο 21(2) του Ν. 158 (Ι)/99 "διαβούλευση για λήψη της απόφασης" στοχεύει στα όσα αφορούν την ίδια τη διαδικασία εκτίμησης των ενώπιον του διοικητικού οργάνου στοιχείων, όπως αυτά έχουν τελικά διαμορφωθεί, προς κατάληξη επί του αντικειμένου της διαδικασίας, στην προκειμένη περίπτωση την επιλογή του υποψηφίου για τη θέση. Τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, και επί των οποίων ενδεχομένως το Διοικητικό Συμβούλιο να εχρειάζετο το όφελος πληροφόρησης από το Διευθυντή, συνιστούν μάλλον προκαταρκτικά της διαβούλευσης προς λήψη της απόφασης, τοσούτο μάλλον αφού δεν εμπεριείχαν κρίση επιλογής επί αμφιβόλων θεμάτων που να επηρέαζαν την τελική επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους αντί του Εφεσίβλητου. Μάλιστα τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 5, ότι δηλαδή οι πέντε συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση, ουδόλως συνιστούσαν βάση παραπόνου του Εφεσίβλητου στα πλαίσια των λόγων ακύρωσης που είχε εισηγηθεί.
2. Δεν μπορεί να εκληφθεί η αναφορά του Διευθυντή στην πείρα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως θυματοποίηση του Εφεσίβλητου. Η αναφορά ήταν ουσιαστικά περιγραφική και στόχευε, όπως ο ίδιος υπέδειξε, στο να επισημάνει όχι την πείρα που το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε αποκτήσει ως εκ των καθηκόντων του αλλά στην ανάδειξη της καταλληλότητας του για τη θέση. Αυτό ήταν και το έρεισμα της σύστασης. Επρόκειτο εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, για θέση σε νέο οργανόγραμμα και σχέδιο υπηρεσίας που αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του Τμήματος Στήριξης Παραγωγής ώστε η καταλληλότητα για τη θέση να ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Αυτό οδηγεί και στην άλλη πτυχή που αφορά τη σύσταση. Όπως βεβαίως ετέθη το θέμα πρωτοδίκως, δεν αντανακλά την ορθή διάσταση της σύστασης, διότι αν η σύσταση έπασχε ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων δεν θα εγίνετο λόγος για μηδενικής αξίας, αλλά ενδεχομένως για τρωτή σύσταση. Όμως η σύσταση δεν ήταν τρωτή. Ο Διευθυντής αναγνώρισε την αρχαιότητα του Εφεσίβλητου τον οποίο χαρακτήρισε μάλιστα ως εξαίρετο υπάλληλο. Προτίμησε όμως να συστήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως καταλληλότερο, κατά την άποψή του, για τη θέση. Αλλά ούτε και μηδενικής αξίας μπορούσε να χαρακτηρίζετο η σύσταση, που δεν απαιτείται από το νόμο να είναι αιτιολογημένη. Δεδομένου ότι δεν έπασχε, η σύσταση, ως θεσμοθετημένο κριτήριο, είχε τη θέση της μεταξύ των στοιχείων που συνέθεταν τη συνολική εικόνα των υποψηφίων. Δεν πρέπει κυρίως να λησμονείται ότι το θέμα δεν εξετάζεται στα πλαίσια των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, και δη του Άρθρου 35(4) που απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση, αλλά στα πλαίσια του θεσμικού πλαισίου του ΡΙΚ.
3. Ως προς τα λοιπά, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε, έστω και ελαφρά, του Εφεσίβλητου σε αξία στις ετήσιες αξιολογήσεις. Ο Εφεσίβλητος υπερείχε σε αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ως εκ της κλίμακος της θέσης που κατείχαν (Α10 και Α9). Τα όποια πρόσθετα προσόντα του Εφεσίβλητου, συνιστάμενα κυρίως σε επιτυχία σε διάφορα θέματα του City & Guilds του London Institute, ήσαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν είχε υποχρέωση το Διοικητικό Συμβούλιο να αιτιολογήσει ειδικά γιατί κατά την κρίση του δεν προτίμησε τον Εφεσίβλητο ως εκ της αρχαιότητάς του, ούτε να προβεί σε επί μέρους αξιολόγηση των εν λόγω προσόντων. Άσκησε τη διακριτική ευχέρεια του να επιλέξει τον κατά την κρίση του, επί του συνόλου των ενώπιον του στοιχείων τα οποία συνεκτίμησε, καταλληλότερο για τη θέση υποψήφιο, κρίση καθ' όλα εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
ΡΙΚ ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 891/2002), ημερ. 23/12/2003.
Π. Γ. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Γαβριήλ για Ι. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Κατά τη διαδικασία προαγωγής για τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής στην Υπηρεσία Θαλάμων Παραγωγής, ο Εφεσίβλητος, το Ενδιαφερόμενο Μέρος και τρεις άλλοι υπάλληλοι του Εφεσείοντα ΡΙΚ ήσαν οι πέντε υποψήφιοι που παραπέμφθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ. Στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου παρίστατο εξ αρχής και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ. Σε κάποιο στάδιο προσήλθε και ο Τμηματάρχης Στήριξης Παραγωγής ο οποίος προέβη σε σχετική σύσταση, θεωρώντας καταλληλότερο το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Στο στάδιο αυτό απεχώρησαν και οι δύο, οπότε το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε στην επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής απεδέχθη εισήγηση του Εφεσίβλητου ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου έπασχε ως εκ της παρουσίας του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή κατά τις διαβουλεύσεις προς λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση του άρθρου 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμoυ του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) το οποίο, κωδικοποιώντας τη γενική αρχή, προνοεί:
"21.-(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης."
Ειδικά τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5, είπε ο αδελφός μας Δικαστής, αποτελούν σαφώς "διαβούλευση για λήψη της απόφασης" καθ' όσον "περιέχουν την κρίση του Δ.Σ. σχετικά με την ικανοποίηση των προϋποθέσεων καταλληλότητας για τη θέση". Παραθέτουμε τις παραγράφους 1-7 στις οποίες έγινε η πιο πάνω αναφορά και στις οποίες ο αδελφός μας Δικαστής είχε συνοψίσει τα αναφερόμενα σχετικά στα πρακτικά:
"1. Μελέτησε διεξοδικώς τα προσόντα των υποψηφίων σε σύγκριση με το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας.
2. Υιοθέτησε τις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ότι ο αιτητής, το Ε.Μ. και 3 άλλοι υποψήφιοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση.
3. Σημείωσε ότι η επίδικη θέση εισήχθη με το νέο οργανόγραμμα και αντικατέστησε τις θέσεις Ανωτ. Κάμεραμαν, Ανωτ. Χειριστή Τεχνικών Συσκευών, Ηλολήπτη 1ης Τάξεως και Ηχολήπτη ΙΙ, που κατέχουν οι πιο πάνω υποψήφιοι.
4. Ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης στο πλαίσιο των πραγματικών δεδομένων της περίπτωσης.
5. Έκρινε ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση.
6. Έκρινε σε σχέση με τον υποψήφιο Φλωρίδη ότι δεν κατέχει το προσόν της παραγ. 1 για "μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής".
7. Υιοθέτησε - σε σχέση με τον υποψήφιο Φλωρίδη - "την εισήγηση της Επιτροπής ότι δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση.""
Με όλο το σέβας, έχουμε διαφορετική άποψη του θέματος. Η αναφορά στο άρθρο 21(2) "διαβούλευση για λήψη της απόφασης" στοχεύει στα όσα αφορούν την ίδια τη διαδικασία εκτίμησης των ενώπιον του διοικητικού οργάνου στοιχείων, όπως αυτά έχουν τελικά διαμορφωθεί, προς κατάληξη επί του αντικειμένου της διαδικασίας, στην προκειμένη περίπτωση την επιλογή του υποψηφίου για τη θέση. Τα όσα παρατίθενται ανωτέρω, και επί των οποίων ενδεχομένως το Διοικητικό Συμβούλιο να εχρειάζετο το όφελος πληροφόρησης από το Διευθυντή, συνιστούν μάλλον προκαταρκτικά της διαβούλευσης προς λήψη της απόφασης, τοσούτο μάλλον αφού δεν εμπεριείχαν κρίση επιλογής επί αμφιβόλων θεμάτων που να επηρέαζαν την τελική επιλογή του ενδιαφερόμενου Μέρους αντί του Εφεσίβλητου. Μάλιστα τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 5, ότι δηλαδή οι πέντε συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση, ουδόλως συνιστούσαν βάση παραπόνου του Εφεσίβλητου στα πλαίσια των λόγων ακύρωσης που είχε εισηγηθεί.
Ο αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι η απόφαση για επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν τρωτή και για άλλους λόγους. Συγκεκριμένα, (1) το τρωτό της σύστασης του Διευθυντή κατά το ότι, (α) η σύσταση θυματοποιούσε τον Εφεσίβλητο αποδίδοντας στο Ενδιαφερόμενο Μέρος υπεροχή σε πείρα την οποία είχε αποκτήσει ως εκ των καθηκόντων τα οποία εκτελούσε, και (β) η σύσταση ήταν μηδενικής αξίας ως εκ του ότι ήταν σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, (2) την παράλειψη του Διοικητικού Συμβουλίου να αξιολογήσει και σταθμίσει τα πρόσθετα προσόντα του Εφεσίβλητου, και (3) την παράλειψη του Διοικητικού Συμβουλίου να αιτιολογήσει την παραγνώριση της αρχαιότητας του Εφεσίβλητου.
Και πάλι, με όλο το σέβας, έχουμε διαφορετική προσέγγιση. Δεν μπορούμε να εκλάβουμε την αναφορά του Διευθυντή στην πείρα του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως θυματοποίηση του Εφεσίβλητου. Η αναφορά ήταν ουσιαστικά περιγραφική και στόχευε, όπως ο ίδιος υπέδειξε, στο να επισημάνει όχι την πείρα που το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε αποκτήσει ως εκ των καθηκόντων του αλλά στην ανάδειξη της καταλληλότητας του για τη θέση. Αυτό ήταν και το έρεισμα της σύστασης. Επρόκειτο εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, για θέση σε νέο οργανόγραμμα και σχέδιο υπηρεσίας που αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του Τμήματος Στήριξης Παραγωγής ώστε η καταλληλότητα για τη θέση να ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Αυτό οδηγεί και στην άλλη πτυχή που αφορά τη σύσταση. Όπως βεβαίως ετέθη το θέμα πρωτοδίκως, δεν αντανακλά την ορθή διάσταση της σύστασης διότι αν η σύσταση έπασχε ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων δεν θα εγίνετο λόγος για μηδενικής αξίας αλλά ενδεχομένως για τρωτή σύσταση. Όμως η σύσταση δεν ήταν τρωτή. Ο Διευθυντής αναγνώρισε την αρχαιότητα του Εφεσίβλητου τον οποίο χαρακτήρισε μάλιστα ως εξαίρετο υπάλληλο. Προτίμησε όμως να συστήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως καταλληλότερο, κατά την άποψή του, για τη θέση. Αλλά ούτε και μηδενικής αξίας μπορούσε να χαρακτηρίζετο η σύσταση, που δεν απαιτείται από το νόμο να είναι αιτιολογημένη. Δεδομένου ότι δεν έπασχε, η σύσταση, ως θεσμοθετημένο κριτήριο, είχε τη θέση της μεταξύ των στοιχείων που συνέθεταν τη συνολική εικόνα των υποψηφίων. Δεν πρέπει κυρίως να λησμονείται ότι το θέμα δεν εξετάζεται στα πλαίσια των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, και δη του άρθρου 35(4) που απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση, αλλά στα πλαίσια του θεσμικού πλαισίου του ΡΙΚ. Όπως ελέχθη από τον Πική, Π., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, σελίδες 342-343:
"Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι οι απόψεις οι οποίες διατυπώνονται από οποιοδήποτε τμηματάρχη για την καταλληλότητα των υποψηφίων, δεν υπέχουν τη σημασία που ενέχει η σύσταση προϊσταμένου τμήματος, βάσει των προνοιών του Άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) και προηγουμένως βάσει του Άρθρου 44(3) του Ν. 37/67. Οι απόψεις οι οποίες διατυπώνονται για την καταλληλότητα των υποψηφίων από ανώτερα στελέχη του Ρ.Ι.Κ., αξιολογούνται και αποτιμούνται, όπως και κάθε άλλο στοιχείο, διαφωτιστικό για την καταλληλότητα των υποψηφίων, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, στην απουσία οποιασδήποτε νομικής ιεράρχησης της σπουδαιότητάς τους."
Ως προς τα λοιπά, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε, έστω και ελαφρά, του Εφεσίβλητου σε αξία στις ετήσιες αξιολογήσεις. Ο Εφεσίβλητος υπερείχε σε αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως εκ της κλίμακος της θέσης που κατείχαν (Α10 και Α9). Τα όποια πρόσθετα προσόντα του Εφεσίβλητου, συνιστάμενα κυρίως σε επιτυχία σε διάφορα θέματα του City & Guilds του London Institute, ήσαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν είχε υποχρέωση το Διοικητικό Συμβούλιο να αιτιολογήσει ειδικά γιατί κατά την κρίση του δεν προτίμησε τον Εφεσίβλητο ως εκ της αρχαιότητάς του, ούτε να προβεί σε επί μέρους αξιολόγηση των εν λόγω προσόντων. Άσκησε τη διακριτική ευχέρεια του να επιλέξει τον κατά την κρίση του, επί του συνόλου των ενώπιον του στοιχείων τα οποία συνεκτίμησε, καταλληλότερο για τη θέση υποψήφιο, κρίση καθ' όλα εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η προσβληθείσα απόφαση του ΡΙΚ επικυρώνεται. Ο Εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα του ΡΙΚ σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.