ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 219
19 Απριλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΝΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3596)
Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας ― Υπάλληλοι ― Πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή ― Επικυρώθηκε μετά την τρίτη επανεξέτασή της, καθ' ότι κρίθηκε ορθή η ερμηνεία και εφαρμογή του οικείου σχεδίου υπηρεσίας ― Ειδικά η απαίτηση του προσόντος της «δεκαετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση».
Ο εφεσείων επεδίωξε και με την έφεσή του, την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γενικού Διευθυντή των εφεσιβλήτων, ο οποίος είχε επικυρωθεί πρωτόδικα. Η επίδικη ήταν η τρίτη διαδικασία πλήρωσης της ίδιας θέσης κατ' επανεξέταση, μετά από ακυρώσεις που είχαν επέλθει με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με την έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη άποψη, ότι κατά την τελευταία εξέταση της περίπτωσης δεν υπήρξε πλημμέλεια από μέρους του ΣΑΛΑ. Οι επικρίσεις τόσο σε σχέση με την απόφαση του ΣΑΛΑ, όσο και σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση είναι αβάσιμες. Το ΣΑΛΑ είχε «ορθή επίγνωση της έννοιας 'υπεύθυνη θέση'», διενήργησε δέουσα έρευνα από την οποία συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία στοιχεία, ορθά υπήγαγε τα στοιχεία στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας και η κατάληξή του ήταν εύλογη.
2. Ο εφεσείων επίσης προβάλλει ότι η τελική απόφαση του ΣΑΛΑ ήταν αναιτιολόγητη αλλά και ότι μια δίκαιη σύγκριση θα καθιστούσε ανέφικτη την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους. Οι θέσεις αυτές δεν υιοθετούνται. Η πρωτόδικη άποψη ότι η προτίμηση του ΣΑΛΑ για τον κ. Παπαϊακώβου «ήταν και εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κ. Πάντης υπερείχε έκδηλα του κ. Παπαϊακώβου» είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Πάντης ν. ΣΑΛΑ (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 106/2002), ημερ. 25/2/2003.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Καλλιγέρου, για το Εφεσίβλητο Συμβούλιο.
Α. Κουντουρή, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με απόφαση, ημερ. 13 Νοεμβρίου 1995, το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (ΣΑΛΑ) επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Ιάκωβο Παπαϊακώβου, για διορισμό στη θέση Γενικού Διευθυντή, με ισχύ από 1 Δεκεμβρίου 1995. Ο εφεσείων, που ήταν ένας από τους υποψηφίους που θεωρήθηκαν προσοντούχοι, προσέβαλε την απόφαση με την Προσφυγή Αρ. 194/96 και στις 27 Φεβρουαρίου 1998, το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε για τον λόγο ότι το Συμβούλιο δεν είχε κατευθύνει την προσοχή του είτε στο απαιτούμενο προσόν της πείρας, είτε στην πείρα ως πλεονέκτημα. Το σχέδιο υπηρεσίας προέβλεπε, ως προς τα προσόντα, τα εξής:
«(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα κατά προτίμηση σε θέματα σχετιζόμενα με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αποχετεύσεων.
.................................
(6) Πείρα σε καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΣΑΛΑ θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Κατόπιν επανεξέτασης το ΣΑΛΑ και πάλι επέλεξε τον κ. Παπαϊακώβου. Ο εφεσείων προσέβαλε και τη δεύτερη απόφαση. Πρωτόδικα επικυρώθηκε αλλά κατ' έφεση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης αιτιολογίας: βλ. Πάντης ν. ΣΑΛΑ (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089. Η Ολομέλεια υπέδειξε ότι το Συμβούλιο δεν προέβη, σε σχέση με την παράγραφο (2) των προσόντων, σε ερμηνεία της απαίτησης για «διοικητική πείρα» σε «υπεύθυνη θέση» ούτε εξήγησε ποιο μέρος της υπηρεσίας του ενδιαφερόμενου προσώπου συνιστούσε την απαιτούμενη πείρα. Σημειώνουμε ότι ο κ. Παπαϊακώβου είχε υπηρετήσει ως Λιμενικός Λειτουργός 2ης τάξης από 1 Απριλίου 1979 μέχρι 14 Ιουνίου 1982 - κάτι περισσότερο από τρία χρόνια - και ύστερα ως Λιμενικός Λειτουργός 1ης τάξης από 15 Ιουνίου 1982 μέχρι 1 Ιουλίου 1990 - οκτώ περίπου χρόνια - προτού, τον Ιούλιο του 1990, προσληφθεί από το ΣΑΛΑ ως Οικονομικός Διευθυντής, θέση στην οποία, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο της υπό αναφορά διαδικασίας, συμπλήρωσε πέντε χρόνια. Η Ολομέλεια ανέφερε ότι:
«.. δεν φαίνεται καθαρά ποια χρόνια υπηρεσίας θεώρησε το Συμβούλιο ότι ικανοποιούσαν την κατοχή των απαιτουμένων προσόντων. Θεώρησε ότι, τόσο η θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης όσο και εκείνη 1ης Τάξης ήταν υπεύθυνες θέσεις και ότι εκείνη της 1ης Τάξης προσέφερε και την απαιτούμενη διοικητική πείρα, αφήνοντας την πενταετή πείρα στο Σ.Α.Λ.Α. ως ικανοποιούσα το πλεονέκτημα, ή θεώρησε ως υπεύθυνη θέση μόνο τη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης και ότι η απόκτηση της διοικητικής πείρας προερχόταν από την πενταετή του υπηρεσία ως Οικονομικός Διευθυντής του Σ.Α.Λ.Α. που σε τέτοια περίπτωση θα σήμαινε ότι το πλεονέκτημα προέκυπτε και πάλιν από την ίδια υπηρεσία που θεωρήθηκε ως ικανοποιούσα τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας; .. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως, ενώ ενώπιον του Συμβουλίου ηγέρθη το θέμα της έννοιας των όρων «υπεύθυνη θέση» και «διοικητική πείρα», τούτο αφέθηκε στην κρίση κάθε μέλους και έτσι δεν έχουμε ενώπιον μας το πώς ερμηνεύθηκαν.»
Κατά την τρίτη εξέταση της περίπτωσης, στις 20 Δεκεμβρίου 2001, το Συμβούλιο προχώρησε μεθοδικά, καθώς φαίνεται από τα εκτενή πρακτικά της συνεδρίας, για συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Διερεύνησε τα στοιχεία της προηγούμενης απασχόλησης του κ. Παπαϊακώβου στην Αρχή Λιμένων, έχοντας ήδη πάρει από το ΣΑΛΑ τους υπηρεσιακούς φακέλους, και μελέτησε την κατάσταση υπό το φως της γνωμάτευσης των νομικών του συμβούλων. Σε σχέση με την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για πείρα σε «υπεύθυνη θέση» κατέληξε ομόφωνα, ύστερα από συζήτηση, ότι:
«'υπεύθυνη θέση' δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα διαφορετικό, από την κατοχή της θέσης της οποίας τα καθήκοντα υπέχουν το στοιχείο της υπευθυνότητας δηλαδή η θέση να ενέχει στην άσκηση των καθηκόντων της, το στοιχείο της ευθύνης είτε αναφορικά με έργα τα οποία διεξάγονται, είτε αναφορικά με τον χειρισμό εξοπλισμού ή μηχανημάτων, είτε αναφορικά με την καθοδήγηση προσωπικού στην εργασία του ή/και την επίβλεψη προσωπικού, είτε αναφορικά με την διαφύλαξη, έλεγχο και προσοχή περιουσιακών στοιχείων, και ούτω καθεξής.»
Εν συνεχεία το Συμβούλιο κατηύθυνε την προσοχή του στην επιπλέον απαίτηση για «διοικητική πείρα» και σημείωσε την επ' αυτής νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία είχαν παραπέμψει οι νομικοί του σύμβουλοι. Ως προς το πλεονέκτημα, το ΣΑΛΑ ομόφωνα αποφάσισε ότι χρειαζόταν πείρα τουλάχιστον τριών ετών σε συνάρτηση βέβαια, όπως πάντοτε, με το είδος ακριβώς και το εύρος της πείρας. Με την εν λόγω αυτοκαθοδήγηση το Συμβούλιο εν τέλει αποφάσισε ομόφωνα ότι ο κ. Παπαϊακώβου πληρούσε τις απαιτήσεις και της παραγράφου (2) του σχεδίου υπηρεσίας. Εξήγησε τους λόγους ως εξής:
«Από το περιεχόμενο του προσωπικού του φακέλου στο ΣΑΛΑ, όπου περιέχονται στοιχεία αναφορικά με την υπηρεσία του στην Αρχή Λιμένων και τα οποία είχε υπόψη του το Συμβούλιο από την προηγούμενη απόφαση του, που ακυρώθηκε, από το περιεχόμενο του προσωπικού του φακέλου στην Αρχή Λιμένων, καθώς και του φακέλου των υπηρεσιακών του εκθέσεων στην Αρχή Λιμένων, τα οποία για πρώτη φορά ερεύνησαν σε συσχετισμό με τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης και Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης συνάγεται το εύρος σε χρονική διάρκεια της πείρας καθώς και η έκταση της πείρας στην άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων, σε υπεύθυνη θέση για πάνω από 10 έτη, στην υπηρεσία του στην Αρχή Λιμένων στις θέσεις Λιμενικού Λειτουργού 2ης και 1ης Τάξης, (αφαιρουμένης μάλιστα και της περιόδου αδείας του άνευ απολαβών για εκπαιδευτικούς σκοπούς). Η δε άσκηση των καθηκόντων του υπηρετώντας στην θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης, φαίνεται από τα ίδια στοιχεία που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο, ότι αφορούσαν σε απόκτηση διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση. Η πείρα του στην άσκηση των καθηκόντων των δύο αυτών θέσεων στην Αρχή Λιμένων, θεωρήθηκε από το Συμβούλιο ότι κάλυπτε την απαίτηση (2) του σχεδίου υπηρεσίας των απαραίτητων προσόντων.
Ανάμεσα στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη και που αναφέρθηκαν ανωτέρω υπάρχει μία επιστολή/σύσταση της Αρχής Λιμένων υπογραμμένη από τον Αρχιλογιστή της Αρχής ("Senior Accountant"), ημερομηνίας 23/9/1986 απευθυνόμενη προς την Γραμματεία του Συνδέσμου Εγκεκριμμένων Λογιστών Ηνωμένου Βασιλείου (Chartered Association of Certified Accountants).
Στην επιστολή αυτή υπάρχει λεπτομερής και εκτεταμένη περιγραφή των καθηκόντων που ασκούσε, υπηρετώντας και στις δύο θέσεις του Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης, καθώς και του Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης. Φαίνεται καθαρά στην επιστολή αυτή ότι τα καθήκοντα αυτά πάντοτε απαιτούσαν αυξημένο βαθμό ευθύνης.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή αυτή, αναφορικά με την θέση του Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης, ο κ. Παπαϊακώβου προίστατο τόσο Γραφειακού προσωπικού όσο και Λιμενικών Λειτουργών 3ης Τάξης. Επίσης αναφέρεται για την θέση του Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης, ότι είχε άμεση επαγγελματική επαφή και/ή συνεργασία στην εκτέλεση των καθηκόντων του με το Τμήμα Τελωνείων, το Γραφείο του Γενικού Ελεγκτή, τις Τράπεζες και άλλες αρχές που συνεργάζοντο με την Αρχή Λιμένων. Μεταξύ άλλων στις ευθύνες του περιλαμβάνονταν και η ευθύνη ελέγχου των διαφόρων Δηλώσεων όσον αφορά τις αφίξεις/αναχωρήσεις πλοίων ή ετοιμασία χρεώσεων για τις διάφορες υπηρεσίες που παρείχε η Αρχή Λιμένων και η προώθηση της είσπραξης τους, ο έλεγχος των προσόδων που εισπράττονταν από το Τμήμα Τελωνείων και η ευθύνη να κρατά ενήμερα τα σχετικά αρχεία της Αρχής Λιμένων. Συνεργαζόταν με τους ελεγκτές της Αρχής Λιμένων και διερευνούσε καθυστερημένες πληρωμές για την λήψη δικαστικών μέτρων. Σημειώθηκε από τα μέλη η εκτενέστερη αναφορά στο κείμενο της επιστολής.
Όσον αφορά την θέση του Λιμενικού Λειτουργού 1ης τάξης, γίνεται μνεία ότι ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος των Κεντρικών Αποθηκών της Αρχής Λιμένων με αναφορά στον Ανώτερο Λογιστή της Αρχής. Ήταν υπεύθυνος για εξοπλισμό και υλικά αποθήκης αξίας εκατοντάδων χιλιάδων λιρών Κύπρου και είχε την ευθύνη για να διευθύνει (control) όλες τις παραλαβές και παραδόσεις εξαρτημάτων και εξοπλισμού της Αρχής και την ευθύνη τήρησης όλων των αναγκαίων βιβλίων. Είχε υφιστάμενο προσωπικό του οποίου προίστατο, συνεργαζόταν άμεσα με την Κεντρική Τράπεζα, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, τους προμηθευτές, τους αντιπροσώπους τους και το Τμήμα Τελωνείων. Ήταν υπεύθυνος για την πιστή εφαρμογή των κανονισμών Αποθηκών της Αρχής, και συνεργαζόταν με τον Εσωτερικό Ελεγκτή καθώς και τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας αναφορικά με τους εξελεγμένους Λογαριασμούς της Αρχής που αφορούσαν τις Κεντρικές αποθήκες της Αρχής Λιμένων.
Πέραν της επιστολής αυτής τα μέλη σημείωσαν και έλαβαν υπόψη τις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας για τη θέση του Λιμενικού Λειτουργού 1ης και 2ης τάξης, το περιεχόμενο των φακέλλων που ήταν ενώπιον τους και ειδικότερα από αυτό, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν και/ή ήταν σχετικά με τα καθήκοντα και την πείρα που απέκτησε ο κ. Παπαϊακώβου από την υπηρεσία του στην Αρχή Λιμένων.»
Πρόσθεσε εξάλλου ότι ο κ. Παπαϊακώβου διέθετε και το πλεονέκτημα λόγω «της άμεσης συνεχούς πείρας του στο Συμβούλιο». Ομόφωνη ήταν και η τελική απόφαση του ΣΑΛΑ ότι ο καταλληλότερος για τη θέση ήταν ο κ. Παπαϊακώβου. Εξήγησε αυτή την προτίμηση με συγκεκριμένη συγκριτική αναφορά και στον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα και αυτής της απόφασης του ΣΑΛΑ. Προέβαλε, με τη νέα προσφυγή του, ότι και αυτή τη φορά το ΣΑΛΑ παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα και ότι επομένως δεν είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία, με αποτέλεσμα εσφαλμένα να θεωρήσει πως ο κ. Παπαϊακώβου κατείχε το υπό αναφορά προσόν. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης προέβλεπε, ως προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες, ότι ο λειτουργός:
«Εκτελεί καθήκοντα σε σχέση με τη λειτουργία όλων των υπηρεσιών του λιμανιού, στο οποίο θα τοποθετηθεί, συμπεριλαμβανομένων των αποθηκών. Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα, που θα του αναθετούν.»
Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η εν λόγω θέση, όπως το ίδιο και η αντίστοιχη σε συνδυασμένη κλίμακα θέση 1ης τάξης, η οποία διέφερε μόνο κατά το ότι το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε για «αυξημένο βαθμό ευθύνης», δεν θα μπορούσε λογικά να θεωρηθεί «υπεύθυνη θέση». Επίσης προέβαλε ότι και προσοντούχος να ήταν ο κ. Παπαϊακώβου, η απόφαση του ΣΑΛΑ στερείτο αιτιολογίας, ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και παραγνώριζε τη δική του υπεροχή σε προσόντα και πείρα. Αυτές οι απόψεις δεν έγιναν δεκτές και η προσφυγή απορρίφθηκε. Ο συνάδελφος που εξέτασε την υπόθεση εξέφρασε την άποψη ότι:
«Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Το ΣΑΛΑ, που είχε ορθή επίγνωση της έννοιας "υπεύθυνη θέση" όπως προκύπτει από την παράθεση της αντίληψης του για τον όρο αυτό, όχι μόνο είχε ενώπιον του τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης και Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης αλλά και ανεφέρθη ρητά σε τούτα ως ληφθέντα υπ' όψη, μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία, για να διαπιστώσει ότι ο κ. Παπαϊακώβου πληρούσε το εν λόγω προσόν. Έτσι, δεν ήταν μόνο τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του κ. Παπαϊακώβου, και πρωτίστως η αναλυτική αναφορά στα καθήκοντα που άσκησε κατά την υπηρεσία του στην Αρχή Λιμένων, που βεβαιώνεται από τα στοιχεία του, αλλά και τα ίδια τα σχέδια υπηρεσίας του που συνεκτιμήθηκαν, ώστε η έρευνα του ΣΑΛΑ να μην ήταν πλημμελής. Πέραν τούτου, δεν προκύπτει οποιαδήποτε πλάνη του ΣΑΛΑ στην υπαγωγή των στοιχείων του κ. Παπαïακώβου στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων, περιλαμβανομένων των καθηκόντων των θέσεων Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης και Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης αλλά και των καθηκόντων που άσκησε ο κ. Παπαϊακώβου κατά την υπηρεσία του στις εν λόγω θέσεις, το ΣΑΛΑ, που είχε την αρμοδιότητα ερμηνείας του σχεδίου της υπό πλήρωση θέσης, μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι ο κ. Παπαϊακώβου είχε δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση ως εκ της όλης υπηρεσίας του στην Αρχή Λιμένων στις εν λόγω δύο θέσεις. Τα σχέδια υπηρεσίας των εν λόγω δύο θέσεων παρείχαν ευρύτατο πεδίο για απόκτηση πείρας σε υπεύθυνη θέση, και τούτο ισχύει, όχι μόνο για το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης που αναφέρεται μάλιστα ρητά σε «αυξημένο βαθμό ευθύνης» καθηκόντων και περιλαμβάνει την επίβλεψη και καθοδήγηση κατώτερου προσωπικού, αλλά και για το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης. Ευρύτατη όμως ήταν και η αποκτηθείσα, στα πλαίσια και των δύο εν λόγω θέσεων, πείρα του κ. Παπαϊακώβου στην εκτέλεση υπεύθυνων καθηκόντων όπως αυτά αναφέρθησαν λεπτομερώς στο σκεπτικό του ΣΑΛΑ. Δεν βλέπω το παραμικρό έδαφος για αμφισβήτηση της νομιμότητας της κατάληξης του ΣΑΛΑ ότι ο κ. Παπαϊακώβου πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας ως προς την κατοχή του προσόντος της δεκαετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση.
Η άλλη εισήγηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας καθ' όσον είναι αόριστη και σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων. Η κατεύθυνση της εισήγησης αυτής δεν είναι ιδιαίτερα ευκρινής, αναφερόμενη συνάμα σε επιδίωξη θυματοποίησης του κ. Πάντη, ανάπλαση του σχεδίου υπηρεσίας, ελλειματική αιτιολογία για την επιλογή του κ. Παπαϊακώβου και παραγνώριση της αξίας του κ. Πάντη ως υπερέχοντος του κ. Παπαϊακώβου. Εν πάση περιπτώσει η εισήγηση δεν ευσταθεί. Τόσο ο κ. Παπαϊακώβου όσο και ο κ. Πάντης είχε τα προσόντα και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Το ΣΑΛΑ, για τους λόγους που έδωσε, επέλεξε τον κ. Παπαϊακώβου. Η επιλογή αυτή ήταν και εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κ. Πάντης υπερείχε έκδηλα του κ. Παπαϊακώβου.»
Με την έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη άποψη ότι κατά την τελευταία εξέταση της περίπτωσης δεν υπήρξε πλημμέλεια από μέρους του ΣΑΛΑ. Ο εφεσείων προβάλλει ότι και πάλι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με το προσόν της παραγράφου (2) του σχεδίου υπηρεσίας, προσθέτει όμως και ότι τα στοιχεία σαφώς δείχνουν πως ο κ. Παπαϊακώβου δεν κατείχε το εν λόγω προσόν. Αντιδιέστειλε την υπευθυνότητα ως προσόν, το οποίο απαιτείται για τον κάθε υπάλληλο όσο χαμηλή και αν είναι η θέση του, με την έννοια της υπευθυνότητας ως έκφρασης του επιπέδου της θέσης σε συνάρτηση πάντοτε με τις ευθύνες και τα καθήκοντα της. Εισηγήθηκε ότι το ΣΑΛΑ δεν είχε υπόψη αυτή τη διάσταση - την προφανή κατά την άποψη μας - και ότι εν πάση περιπτώσει οι θέσεις που ο κ. Παπαϊακώβου κατείχε δεν ήταν, με την προαναφερθείσα έννοια, υπεύθυνες θέσεις. Θεωρούμε αβάσιμες αυτές τις επικρίσεις τόσο σε σχέση με την απόφαση του ΣΑΛΑ όσο και σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση. Θεωρούμε, σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση (α) ότι το ΣΑΛΑ είχε «ορθή επίγνωση της έννοιας 'υπεύθυνη θέση'», (β) ότι διενήργησε δέουσα έρευνα από την οποία συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία στοιχεία, (γ) ότι ορθά υπήγαγε τα στοιχεία στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας και (δ) ότι η κατάληξη του ΣΑΛΑ ήταν εύλογη.
Ο εφεσείων επίσης προβάλλει ότι η τελική απόφαση του ΣΑΛΑ ήταν αναιτιολόγητη αλλά και ότι μια δίκαιη σύγκριση θα καθιστούσε ανέφικτη την επιλογή του κ. Παπαϊακώβου. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η πρωτόδικη άποψη ότι η προτίμηση του ΣΑΛΑ για τον κ. Παπαϊακώβου «ήταν και εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο κ. Πάντης υπερείχε έκδηλα του κ. Παπαϊακώβου» είναι και δική μας άποψη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.