ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 124
24 Μαρτίου, 2006
[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ANVAR SUPPLIES LTD.,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3588)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Διοικητικοί Φάκελοι ― Δυνατόν να περιέχουν και πρόσθετα έγγραφα, από αυτά που επισυνάπτονται στην ένσταση ― Υπάρχει πάντοτε το δικαίωμα και η δυνατότητα επιθεώρησής τους ― Ορθά και νομότυπα το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο περιεχόμενό τους ― Η εφεσείουσα δεν στερήθηκε του δικαιώματος της δίκαιης δίκης του Άρθρου 30 του Συντάγματος.
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ορθά και νόμιμα η Διευθύντρια Τελωνείων εφάρμοσε το Άρθρο 76 (1) του Νόμου και επέδωσε το επίδικο «Σημείωμα Απαίτησης».
Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δηλαδή της καταστροφής, φθοράς και μετακίνησης των αποταμιευμένων αυτοκινήτων, οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, απορρίφθηκαν.
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Άρθρο 76 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου ― Ο δασμός επιβάλλεται επί της αξίας του εμπορεύματος κατά την εισαγωγή και αποταμίευσή του.
Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης επίδοσης «Σημειώματος Απαίτησης», κατ' εφαρμογή του Άρθρου 76 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι παράτυπα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την έκθεση του λειτουργού της υπηρεσίας Τελωνείων, ημερ. 1.3.2001, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, στην οποία αναφέρετο ομολογία του υπεύθυνου της Αποθήκης ότι υπεύθυνοι της εφεσείουσας εταιρείας αφαιρούσαν εξαρτήματα ουσιώδη από τα επίδικα και τα πωλούσαν σε αγοραστές αυτοκινήτων του ιδίου τύπου που τα εχρειάζοντο. Είναι ο ισχυρισμός της ότι τέτοιο έγγραφο δεν επισυνάφθηκε στη γραπτή ένσταση της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα, όπως λέγουν, να στερηθούν του δικαιώματος της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Είναι όμως γεγονός ότι, στο στάδιο των διευκρινήσεων κατατέθηκαν εκ συμφώνου τέσσερις διοικητικοί φάκελοι. Το περιεχόμενο αυτό των φακέλων αποτελούσε πλέον αποδεικτικό υλικό, το οποίο η εφεσείουσα είχε το δικαίωμα να το ελέγξει και να το μελετήσει. Νομότυπα κατά συνέπεια οι φάκελοι αυτοί ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και νομότυπα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στο περιεχόμενο τους για να εκδώσει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Καμιά παρατυπία δεν ενεφιλοχώρησε ούτε και στερήθηκε η εφεσείουσα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης που προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η επίμαχη έκθεση δεν περιελήφθη στη γραπτή ένσταση της Δημοκρατίας, δεν είχε καμιά απολύτως συνέπεια γιατί οι φάκελοι της υπόθεσης μπορούσαν να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή από την εφεσείουσα, αν φυσικά το ζητούσε. Ακόμα μπορούσε η εφεσείουσα να τους ελέγξει και πριν την κατάθεση τους στο Δικαστήριο. Όλες οι αιτιάσεις και ισχυρισμοί που προβάλλει η εφεσείουσα στο περίγραμμα του δικηγόρου της είναι ανεδαφικοί και ατελέσφοροι και κατά συνέπεια απορρίπτονται.
2. Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να εφαρμόσει το Αρθρο 76(1) του Νόμου για το λόγο ότι προέκυπτε από τα γεγονότα, ότι τα επίδικα αυτοκίνητα ουδέποτε ετέθησαν στην Αποθήκη Αποταμίευσης.
Με τα γεγονότα της υπόθεσης και έχοντας υπόψη ότι η εφεσείουσα, διά του υπευθύνου της Αποθήκης, δήλωσε ότι η ίδια είχε αφαιρέσει τα ουσιώδη εξαρτήματα από τα αποταμιευθέντα οκτώ αυτοκίνητα για να τα πωλήσει σε πελάτες της, ορθά η Διευθύντρια εφάρμοσε το Άρθρο 76. Κατά συνέπεια το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι καθόλα ορθό. Έπεται ότι οι λόγοι αυτοί της έφεσης είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
3. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι συναφής με τους πιο πάνω εξετασθέντες λόγους γιατί εδράζεται στα ίδια γεγονότα. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε πλάνη ή ελλιπής έρευνα από τη διοικητική αρχή.
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα δεν έχει στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε πλάνη, πραγματική ή νομική. Οι ισχυρισμοί της ότι λόγω μη δέουσας έρευνας ως προς τα γεγονότα, οδήγησε την εφεσίβλητη σε πλάνη δια της μη αποδοχής των ισχυρισμών της που περιέχονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της, κρίνονται ως ανεδαφικοί και ατελέσφοροι.
Η εφεσίβλητη προέβη σε ικανοποιητική έρευνα και οι ισχυρισμοί περί πλάνης απορρίπτονται.
4. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι το ύψος των δασμών και φόρων, σύμφωνα με το Άρθρο 76, καθορίζεται στη βάση της τελωνειακής αξίας των αυτοκινήτων, όπως την δήλωσε η ίδια η εφεσείουσα εταιρεία κατά το χρόνο της αποταμίευσης τους.
Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι οποιοσδήποτε δασμός ή φόρος έπρεπε να επιβληθεί επί των εξαρτημάτων που είχαν αφαιρεθεί από τα αυτοκίνητα και όχι επί του ίδιου του αυτοκινήτου ως τέτοιου. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι ο δασμός και οι φόροι έπρεπε να επιβληθούν με βάση τη μηδενική αξία των αυτοκινήτων κατά την ημέρα επιβολής του δασμού.
Το Αρθρο 76 του νόμου, προνοεί ότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ελλείπουν εκ της Αποθήκης Αποταμιεύσεως εμπορεύματα ή αυτά είναι ελλιπή, όπως στην παρούσα υπόθεση, και δεν αποδεικνύεται στο Διευθυντή Τελωνείων ότι τούτο οφείλεται σε φυσική φθορά ή μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία, ο τελευταίος προβαίνει σε καθορισμό του αναλογούντος δασμού και φόρου επί των εμπορευμάτων που ελλείπουν. Ορθή ερμηνεία ως εκ τούτου του Αρθρου 76, είναι ότι επιβάλλεται ο δασμός και ο φόρος που αναλογεί στην αξία του εμπορεύματος κατά την εισαγωγή και αποταμίευσή του.
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη υπελόγισε τους δασμούς και τους φόρους επί της αξίας που η ίδια η εφεσείουσα δήλωσε κατά την εισαγωγή και αποταμίευση των οκτώ αυτοκινήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
G. M. Pioneer Bonded Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1130/99 κ.ά., ημερ. 25.1.2002.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 426/2001), ημερ. 28/1/2003.
Χρ. Κληρίδης με Ε. Γραμμένο, για την Εφεσείουσα.
Στ. Θεοδούλου με Σ. Στυλιανού, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εισαγωγέας από τη Ρουμανία των αυτοκινήτων TAURIA και συνάμα ιδιοκτήτρια της Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης 5.164 στην οδό Μιχαήλ Γιωργαλλά στην Έγκωμη.
Στην πιο πάνω αποθήκη ήταν αποταμιευμένα οκτώ αυτοκίνητα μάρκας TAURIA.
Στις 28.2.2001 αρμόδιοι λειτουργοί της Προληπτικής Υπηρεσίας του Τελωνείου Λευκωσίας διενήργησαν έλεγχο στα υποστατικά της Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης αρ. 5.164 της εφεσείουσας εταιρείας και διαπίστωσαν ότι οκτώ αυτοκίνητα μάρκας TAURIA, ιδιοκτησίας της, τα οποία έπρεπε να ήταν αποταμιευμένα στους χώρους της Αποθήκης, είχαν παράνομα μεταφερθεί σε παρακείμενο ανοικτό και μη εγκεκριμένο χώρο. Τα αυτοκίνητα αυτά ήταν σε διαλυμένη κατάσταση σε βαθμό που να μην μπορούν να λογισθούν ως αυτοκίνητα που να είναι σε θέση να κυκλοφορούν. Διαπιστώθηκε ότι είχαν αφαιρεθεί σημαντικά εξαρτήματα από τα αυτοκίνητα ακόμα και ολόκληρη μηχανή τα οποία, σύμφωνα με προφορική πληροφόρηση υπαλλήλου της εφεσείουσας, είχαν αφαιρεθεί σταδιακά και πωληθεί σε πελάτες της για σκοπούς επιδιόρθωσης των αυτοκινήτων τους, του ίδιου τύπου.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις η Διευθύντρια Τελωνείων, στις 13.3.2001, επέδωσε στην εφεσείουσα «Σημείωμα Απαίτησης» με αριθμό 7/01 και ημερ. 12.3.2001 με το οποίο κλήθηκε να καταβάλει, μέσα σε τακτή προθεσμία, το ποσό των £10.937,- που αποτελούσε τους δασμούς, φόρους κατανάλωσης, έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
Το πιο πάνω «Σημείωμα Απαίτησης» αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα, με τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου της ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα αυτοκίνητα ήταν τοποθετημένα εκτός της εγκεκριμένης αποθήκης, σε ανοικτό χώρο, με την ανοχή των Τελωνειακών Αρχών με αποτέλεσμα άγνωστα άτομα (βάνδαλοι όπως τους χαρακτηρίζει) να αφαιρέσουν απ' αυτά ουσιώδη εξαρτήματα τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς γιατί δεν είναι δυνατό να προβάλλονται γεγονότα με την αγόρευση του δικηγόρου. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς γιατί στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης υπήρχε «Σημείωμα» λειτουργού του Τελωνείου στο οποίο περιλαμβάνετο δήλωση του υπεύθυνου της αποθήκης της αιτήτριας, Μιχάλη Παπαναστασίου, ότι υπάλληλοι της εφεσείουσας και της Αποθήκης αφαιρούσαν εξαρτήματα από τα επίδικα αυτοκίνητα και τα πουλούσαν σε πελάτες τους που είχαν αγοράσει παρόμοια αυτοκίνητα και είχαν ανάγκη αυτών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της αιτήτριας αφού αποφάνθηκε ότι ορθά η Διευθύντρια Τελωνείων εφάρμοσε το άρθρο 76 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67) και υπελόγισε τους δασμούς και φόρους με βάση την τελωνειακή αξία των αυτοκινήτων όπως την δήλωσε η ίδια η αιτήτρια κατά το χρόνο της αποταμίευσης τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι παράτυπα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την έκθεση του λειτουργού της υπηρεσίας Τελωνείων, ημερ. 1.3.2001, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, στην οποία αναφέρετο ομολογία του υπεύθυνου της Αποθήκης ότι υπεύθυνοι της εφεσείουσας εταιρείας αφαιρούσαν εξαρτήματα ουσιώδη από τα επίδικα και τα πωλούσαν σε αγοραστές αυτοκινήτων του ιδίου τύπου που τα εχρειάζοντο. Είναι ο ισχυρισμός της ότι τέτοιο έγγραφο δεν επισυνάφθηκε στη γραπτή ένσταση της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα, όπως λέγουν, να στερηθούν του δικαιώματος της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Είναι όμως γεγονός ότι, στο στάδιο των διευκρινήσεων κατατέθηκαν εκ συμφώνου τέσσερις διοικητικοί φάκελοι. Το περιεχόμενο αυτό των φακέλων αποτελούσε πλέον αποδεικτικό υλικό, το οποίο η εφεσείουσα είχε το δικαίωμα να το ελέγξει και να το μελετήσει. Νομότυπα κατά συνέπεια οι φάκελοι αυτοί ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και νομότυπα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στο περιεχόμενο τους για να εκδώσει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Καμιά παρατυπία δεν ενεφιλοχώρησε ούτε και στερήθηκε η εφεσείουσα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης που προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η επίμαχη έκθεση δεν περιελήφθη στη γραπτή ένσταση της Δημοκρατίας δεν είχε καμιά απολύτως συνέπεια γιατί οι φάκελοι της υπόθεσης μπορούσαν να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή από την εφεσείουσα, αν φυσικά το ζητούσε. Ακόμα μπορούσε η εφεσείουσα να τους ελέγξει και πριν την κατάθεση τους στο Δικαστήριο. Όλες οι αιτιάσεις και ισχυρισμοί που προβάλλει η εφεσείουσα στο περίγραμμα του δικηγόρου της είναι ανεδαφικοί και ατελέσφοροι και κατά συνέπεια απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 76(1) του Νόμου για το λόγο ότι προέκυπτε από τα γεγονότα ότι τα επίδικα αυτοκίνητα ουδέποτε ετέθησαν στην Αποθήκη Αποταμίευσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Τα επίσημα έγγραφα φέρουν τα εμπορεύματα τοποθετημένα στην αποθήκη με αρ. 5.164. Αυτά εν τέλει βρίσκονταν εκτός αυτής, ούτως ή άλλως ήταν ελλιπή αφού είχαν αφαιρεθεί τα εξαρτήματά τους και θεωρώ ότι ευλόγως κρίθηκε πως, στο πλαίσιο των δεδομένων, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 76.»
Το άρθρο 76(1) έχει ως εξής:-
«76.-(1) Εάν καθ' οιονδήποτε χρόνον, αφ' ης εμπορεύματα ετέθησαν εις αποθήκην αποταμιεύσεως, και πριν ή ταύτα νομίμως μεταφερθώσιν εκ της αποθήκης συμφώνως τη περί τούτων κατατεθείση διασαφήσει, αποδειχθή ότι τα εμπορεύματα ελλείπουσιν ή ότι είναι ελλιπή και δεν αποδειχθή τω Διευθυντή ότι τούτο οφείλεται εις φυσικήν φθοράν ή μείωσιν ή ετέραν νόμιμον αιτίαν, ανεξαρτήτως της ποινής ή δημεύσεως, ην τοιούτον έλλειμμα δυνατόν να επάγεται δυνάμει ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου ο Διευθυντής δύναται να απαιτήση παρά του κατόχου της αποθήκης αποταμιεύσεως ή του ιδιοκτήτου των εμπορευμάτων, όπως καταβάλη πάραυτα αναφορικώς προς τα ελλείποντα εμπορεύματα ή την επί το έλαττον διαφοράν, εν όλω ή εν μέρει, ως ήθελε καθορίσει κατά το δοκούν, τον αναλογούντα τοις εμπορεύμασι δασμόν ή φόρον ή, εν τη περιπτώσει εμπορευμάτων αποταμιευθέντων επί τη επιστροφή του καταβληθέντος δασμού ή φόρου, άτινα δεν ηδύναντο κατά νόμον να διατεθώσιν προς εσωτερικήν κατανάλωσιν, ποσόν ίσον προς τον επιστραφέντα δασμόν ή φόρον:
......................................................................................................»
Προκύπτει από το περιεχόμενο των φακέλων και τα γεγονότα όπως έχουν διαπιστωθεί το εξής:-
Στις 7.3.1995 κατατέθηκε στο Τελωνείο ένταλμα μετακίνησης των οκτώ επίδικων αυτοκινήτων στην Αποθήκη Αποταμιεύσεως της εφεσείουσας με αριθμό 5.164 από την Αποθήκη 5.165 ιδιοκτησίας και πάλιν της εφεσείουσας. Ως αποτέλεσμα τα οκτώ αυτοκίνητα είχαν περιληφθεί στο αποθεματικό της Γενικής Αποθήκης 5.164. Για πρώτη φορά στις 28.2.2001 αρμόδιοι λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων σε διενεργηθέντα έλεγχο διαπίστωσαν ότι τα εν λόγω αυτοκίνητα ευρίσκοντο σε ανοικτό χώρο αντί στην Αποθήκη, που είναι ιδιοκτησίας της εφεσείουσας και επίσης η εφεσείουσα είναι η ιδιοκτήτρια των οκτώ αυτοκινήτων. Από το περιεχόμενο των φακέλων επίσης προκύπτει ότι η εφεσείουσα, στις 24.1.2001, κατέθεσε στο Τελωνείο το έντυπο Τελ. 165 (Κατάσταση Αποθεμάτων σε Αποθήκη Αποταμίευσης) στο οποίο περιλαμβανόταν δήλωση της ότι την 31.12.2000 υπήρχαν στη Γενική Αποθήκη τους 5.164, μεταξύ άλλων και τα οκτώ επίδικα αυτοκίνητα.
Με αυτά τα γεγονότα και έχοντας υπόψη ότι η εφεσείουσα, διά του υπευθύνου της Αποθήκης, δήλωσε ότι η ίδια είχε αφαιρέσει τα ουσιώδη εξαρτήματα από τα αποταμιευθέντα οκτώ αυτοκίνητα για να τα πωλήσει σε πελάτες της, ορθά η Διευθύντρια εφάρμοσε το άρθρο 76. Κατά συνέπεια το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως το παραθέσαμε πιο πάνω, είναι καθόλα ορθό. Έπεται ότι οι λόγοι αυτοί της έφεσης είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι συναφής με τους πιο πάνω εξετασθέντες λόγους γιατί εδράζεται στα ίδια γεγονότα. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε πλάνη ή ελλιπής έρευνα από τη διοικητική αρχή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από εκτενή αναφορά στα γεγονότα κατέληξε ότι:-
«Δεν έχει στοιχειοθετηθεί δε είτε πλάνη είτε ελλιπής έρευνα που θα την εμφάνιζε ως ενδεχόμενο και σημειώνω πως ήταν ευθύνη των αιτητών να αποδείξουν, μάλιστα στο Διευθυντή, 'φυσική φθορά, μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία'».
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα δεν έχει στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε πλάνη, πραγματική ή νομική. Οι ισχυρισμοί της ότι λόγω μη δέουσας έρευνας ως προς τα γεγονότα οδήγησε την εφεσίβλητη σε πλάνη δια της μη αποδοχής των ισχυρισμών της που περιέχονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της κρίνονται ως ανεδαφικοί και ατελέσφοροι.
Έχουμε καταλήξει ότι η εφεσίβλητη προέβη σε ικανοποιητική έρευνα και οι ισχυρισμοί περί πλάνης απορρίπτονται.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι το ύψος των δασμών και φόρων, σύμφωνα με το άρθρο 76, καθορίζεται στη βάση της τελωνειακής αξίας των αυτοκινήτων όπως την δήλωσε η ίδια η εφεσείουσα εταιρεία κατά το χρόνο της αποταμίευσής τους.
Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι οποιοσδήποτε δασμός ή φόρος έπρεπε να επιβληθεί επί των εξαρτημάτων που είχαν αφαιρεθεί από τα αυτοκίνητα και όχι επί του ίδιου του αυτοκινήτου ως τέτοιου. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι ο δασμός και οι φόροι έπρεπε να επιβληθούν με βάση τη μηδενική αξία των αυτοκινήτων κατά την ημέρα επιβολής του δασμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ανέφερε τα εξής:-
«Το τελευταίο θέμα αφορά στο ύψος του εισαγωγικού δασμού. Οι αιτητές διερωτούνται ως προς τον τρόπο υπολογισμού του και θέτουν θέμα αναλογικότητας αφού, εν τέλει, τα αυτοκίνητα κατέληξαν να είναι μηδενικής αξίας. Οι διοικητικοί φάκελοι είναι αποκαλυπτικοί και ως προς αυτή τη πτυχή. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω Σημείωμα, οι δασμοί και οι φόροι προσδιορίστηκαν στη βάση των εντύπων (Τελ. 3), δηλαδή στη βάση της τελωνειακής αξίας των αυτοκινήτων όπως τη δήλωσαν οι ίδιοι οι αιτητές κατά το χρόνο της αποταμίευσής τους.»
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Το άρθρο 76 του νόμου προνοεί ότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ελλείπουν εκ της Αποθήκης Αποταμιεύσεως εμπορεύματα ή αυτά είναι ελλιπή, όπως στην παρούσα υπόθεση, και δεν αποδεικνύεται στο Διευθυντή Τελωνείων ότι τούτο οφείλεται σε φυσική φθορά ή μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία, ο τελευταίος προβαίνει σε καθορισμό του αναλογούντος δασμού και φόρου επί των εμπορευμάτων που ελλείπουν. Ορθή ερμηνεία ως εκ τούτου του άρθρου 76 είναι ότι επιβάλλεται ο δασμός και ο φόρος που αναλογεί στην αξία του εμπορεύματος κατά την εισαγωγή και αποταμίευση του. Παραπέμπουμε στη G. M. Pioneer Bonded Ltd. v. Δημοκρατίας, Προσφυγές Αρ. 1130/99 κ.ά., ημερ. 25.1.2002, όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ. ανέφερε:-
«όταν το άρθρο 76 αναφέρεται στους αναλογούντες δασμούς ή φόρους δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στους σταθερούς στους οποίους υπόκεινται τα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή και αποταμίευσή τους.»
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη υπελόγισε τους δασμούς και τους φόρους επί της αξίας που η ίδια η εφεσείουσα δήλωσε κατά την εισαγωγή και αποταμίευση των οκτώ αυτοκινήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.