ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 72
3 Μαρτίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟY ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3659)
Ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001 (Ν. 64(Ι)/2001) ― Άρθρο 57 ― Για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ― Δεν έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ― Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και η Επιτροπή, θα πρέπει να συμφωνούν για την εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Επαρκώς αιτιολογημένη η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να δώσει αρνητική σύμφωνη γνώμη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, για εισαγωγή τίτλων εταιρείας σε αυτό ― Η επανάληψη της απόφασής της μετά από αίτημα για επανεξέταση δεν χρειαζόταν νέα αιτιολόγηση, εφόσον δεν τέθηκαν νέα στοιχεία.
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Αίτηση για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο ― Το Χρηματιστήριο αποδέκτηκε αρχικά, εξαιρώντας τους αιτητές από την προϋπόθεση του Κανονισμού 61(1)(ε) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών ― Δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας αφού η απόρριψη του αιτήματος εν τέλει, βασίστηκε στην αρνητική σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ― Η καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης κρίθηκε δικαιολογημένη.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, να απορρίψει αίτημά τους, για εισαγωγή τίτλων τους στο Χρηματιστήριο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν γνωμοδοτεί προς το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου. Ο νόμος προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των δύο οργάνων και συνεπώς η όλη επιχειρηματολογία για την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, λόγω μη υιοθέτησης από το αποφασίζον όργανο της άποψης του γνωμοδοτικού οργάνου δεν ευσταθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει, όπως λέκτηκε στην απόφαση Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd (2004) 3 Α.Α.Δ. 48, διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ούτε εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η πρόνοια του Άρθρου 52 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, για τη λιγότερο επαχθή λύση μεταξύ δύο δυνατών λύσεων. Αν έτσι είχαν τα πράγματα τότε θα καταργείτο η απαίτηση της νομοθεσίας για σύμφωνη γνώμη των δύο οργάνων.
2. Πέραν όμως τούτου, η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι επαρκώς και εκτενώς, αιτιολογημένη, αφού οι λόγοι της άρνησης της Επιτροπής εξηγούνται με λεπτομέρεια.
Τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν ήταν αιτιολογημένη, διότι περιορίστηκε στην αναφορά ότι η Επιτροπή εμμένει στην προηγούμενή της απόφαση. Αυτό έγινε ύστερα από επιστολή των εφεσειόντων στην οποία γινόταν προσπάθεια, με κάποια επιχειρήματα, να αλλάξει η προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής. Ούτε η επιστολή των εφεσειόντων προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ημερ. 8.2.2002, ούτε και η επιστολή του Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 15.2.2002, παρέχουν οποιοδήποτε νέο στοιχείο, που θα μπορούσε να μεταβάλει την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και συνεπώς η εμμονή της Επιτροπής στην παλαιότερή της απόφαση δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολογία.
3. Περαιτέρω έρευνα από τους εφεσίβλητους μετά την αρνητική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ήταν περιττή. Δεν πρόκειται περί αντίθετης γνωμοδότησης για την οποία ίσως θα ετίθετο θέμα περαιτέρω έρευνας ή ειδικής αιτιολογίας. Μετά την εκ δευτέρου απόρριψη του αιτήματος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κανένας σκοπός δεν θα εξυπηρετείτο, αλλά και σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν θα κατέληγε το Συμβούλιο των εφεσιβλήτων, αν διεξήγαγε περαιτέρω έρευνα.
4. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της ισότητας, αφού οι τίτλοι συγκεκριμένων εταιρειών εγκρίθηκαν για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, ύστερα από εξαίρεσή τους από τις πρόνοιες του Κανονισμού 61(1)(ε). Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε αόριστα και δεν μπορούσε να εξεταστεί.
Παρά την πράγματι αοριστία του προβληθέντος παραπόνου, μπορεί να λεχθεί ότι τα παραδείγματα τα οποία έθεσαν οι εφεσείοντες αναφέρονται στο προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, πριν τη ψήφιση του Ν.64(Ι)/2002 που διαφοροποίησε τη διαδικασία, δίδοντας τη σχετική εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν όπως οι εφεσείοντες εξαιρεθούν από την προϋπόθεση του Κανονισμού 61(1)(ε) και συνεπώς, δεν παραβίασαν την αρχή της ισότητας.
5. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης των εφεσειόντων ήταν δικαιολογημένη. Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν είναι φανερό πώς η τυχόν καθυστέρηση εξέτασης, επηρέασε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ουσία του ζητήματος δεν αλλοιώθηκε, ούτε και μπορούσε να αλλοιωθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd, (2004) 3 Α.Α.Δ. 48.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 263/2002), ημερ. 10/6/2003.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου για εισαγωγή των τίτλων τους σ' αυτό. Ύστερα από εξέταση, το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου αποφάσισε να την αποδεκτεί κατ' αρχήν, άνκαι οι εφεσείοντες δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση του κανονισμού 61(1)(ε) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, όπως τροποποιήθηκαν. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η σύμφωνη γνώμη της οποίας απαιτείται με βάση το Αρθρο 57 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν.64(Ι)/2001), για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε στις 6.2.2002 αρνητικά, επειδή, τόσο οι εφεσείοντες, όσο και το συγκρότημά τους ως σύνολο, δεν πληρούσαν τη βασική υποχρέωση που καθορίζει ο κανονισμός 61(1)(ε).
Το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση, μετά την κοινοποίηση σ' αυτό της αρνητικής απόφασης, ζήτησε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μελετήσει εκ νέου το θέμα, όμως, η τελευταία ενέμεινε στην αρχική της απόφαση στην οποία και παρέπεμψε. Έτσι, το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, στη συνεδρία του ημερ. 21.2.2002, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης από τη νομοθεσία σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, απέρριψε την αίτηση.
Η απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Η πρωτόδικη απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Με τους λόγους έφεσης ουσιαστικά προβάλλονται τα ίδια επιχειρήματα που προβλήθηκαν και πρωτοδίκως. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι υπήρχε επαρκής αιτιολογία στην αρνητική γνωμοδότηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Υποστηρίζουν ότι αφού υπήρχαν αποφάσεις δύο οργάνων, δεν αιτιολογήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί η γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία είχε μάλιστα γνωμοδοτικό χαρακτήρα, κρίθηκε ως και η ορθότερη.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν γνωμοδοτεί προς το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου. Ο νόμος προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των δύο οργάνων και συνεπώς η όλη επιχειρηματολογία για την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, λόγω μη υιοθέτησης από το αποφασίζον όργανο της άποψης του γνωμοδοτικού οργάνου δεν ευσταθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει, όπως λέκτηκε στην απόφαση Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd (2004) 3 Α.Α.Δ. 48, διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ούτε εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η πρόνοια του άρθρου 52 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, για τη λιγότερο επαχθή λύση μεταξύ δύο δυνατών λύσεων. Αν έτσι είχαν τα πράγματα τότε θα καταργείτο η απαίτηση της νομοθεσίας για σύμφωνη γνώμη των δύο οργάνων.
Πέραν όμως τούτου, η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι επαρκώς και θα λέγαμε και εκτενώς, αιτιολογημένη, αφού οι λόγοι της άρνησης της Επιτροπής εξηγούνται με λεπτομέρεια. Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζουμε ότι εμπίπτει στα καθήκοντά μας η σύγκριση των αιτιολογιών των δύο αποφάσεων, αυτής του Συμβουλίου και αυτής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για επιλογή της ορθοτέρας. Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να ερευνήσει κατά πόσο η απόφαση είναι αιτιολογημένη και εντός των ευλόγων ορίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου.
Τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν ήταν αιτιολογημένη, διότι περιορίστηκε στην αναφορά ότι η Επιτροπή εμμένει στην προηγούμενή της απόφαση. Αυτό έγινε ύστερα από επιστολή των εφεσειόντων στην οποία γινόταν προσπάθεια, με κάποια επιχειρήματα, να αλλάξει η προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής. Ούτε η επιστολή των εφεσειόντων προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ημερ. 8.2.2002, ούτε και η επιστολή του Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 15.2.2002, παρέχουν οποιοδήποτε νέο στοιχείο που θα μπορούσε να μεταβάλει την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και συνεπώς η εμμονή της Επιτροπής στην παλαιότερή της απόφαση δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολογία.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι περαιτέρω έρευνα από τους εφεσίβλητους μετά την αρνητική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ήταν περιττή. Όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν πρόκειται περί αντίθετης γνωμοδότησης για την οποία ίσως θα ετίθετο θέμα περαιτέρω έρευνας ή ειδικής αιτιολογίας. Μετά την εκ δευτέρου απόρριψη του αιτήματος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κανένας σκοπός δεν θα εξυπηρετείτο, αλλά και σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν θα κατέληγε το Συμβούλιο των εφεσιβλήτων αν διεξήγαγε περαιτέρω έρευνα.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της ισότητας, αφού οι τίτλοι συγκεκριμένων εταιρειών εγκρίθηκαν για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, ύστερα από εξαίρεσή τους από τις πρόνοιες του κανονισμού 61(1)(ε). Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε αόριστα και δεν μπορούσε να εξεταστεί.
Παρά την πράγματι αοριστία του προβληθέντος παραπόνου, μπορεί να λεχθεί ότι τα παραδείγματα τα οποία έθεσαν οι εφεσείοντες αναφέρονται στο προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, πριν τη ψήφιση του Ν.64(Ι)/2002 που διαφοροποίησε τη διαδικασία, δίδοντας τη σχετική εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ας μην ξεχνούμε ότι οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν όπως οι εφεσείοντες εξαιρεθούν από την προϋπόθεση του Κανονισμού 61(1)(ε) και συνεπώς, δεν παραβίασαν την αρχή της ισότητας.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης των εφεσειόντων ήταν δικαιολογημένη. Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν βλέπουμε πως η τυχόν καθυστέρηση εξέτασης επηρέασε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ουσία του ζητήματος δεν αλλοιώθηκε, ούτε και μπορούσε να αλλοιωθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.