ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 17
1 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΤΜΗΜΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Καθ'ων η αίτηση,
v.
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3640)
Έννομο Συμφέρον ― Προσφοροδότη να προσβάλει την κατακύρωση εκ του λόγου ότι ο επιτυχών προσφοροδότης δεν ικανοποιούσε όρο των προσφορών, τον οποίο όμως ούτε ο ίδιος ο παραπονούμενος είχε ικανοποιήσει ― Στερείται τέτοιου συμφέροντος.
Προσφορές ― Ουσιώδεις όροι ― Διευκρινίσεις που ζητήθηκαν ως προς την πλήρωσή τους εκρίθη ότι δεν συνιστούσαν παρέμβαση για διόρθωση ουσιωδών παραλείψεων της προσφοράς, αλλά νομότυπη ζήτηση διευκρινίσεων, σύμφωνα με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού.
Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η κατακύρωση της επίδικης προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Εγείρεται θέμα εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης να εισηγείτο ως λόγο ακύρωσης μη συμμόρφωση του Ε.Μ. με όρο τον οποίο ούτε η ίδια δεν ικανοποίησε. Η απάντηση της εφεσίβλητης σε αυτό είναι ότι η ίδια συνεμορφώθη εφόσον υπέβαλε το κρίσιμο πιστοποιητικό μέσα στην προθεσμία που έταξε το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Παραγνωρίζει όμως η θέση της αυτή το ότι ο όρος 1.22.1(c) προνοεί ρητά ότι το πιστοποιητικό πρέπει να υποβληθεί μαζί με την προσφορά για να μπορεί να δοθεί το πλεονέκτημα. Η παράταση του χρόνου από το ΚΣΠ δεν θα μπορούσε να βοηθούσε την εφεσίβλητη ως προς τούτο ούτε με αναφορά στον όρο 1.22.2 τον οποίο επικαλέστηκε σχετικά η εφεσίβλητη αφού η περαιτέρω διερεύνηση των στοιχείων από το ΚΣΠ δυνάμει του όρου αυτού, προϋποθέτει την ταυτόχρονη με την προσφορά υποβολή του πιστοποιητικού. Κατά συνέπεια η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να ισχυρίζεται ότι κακώς εδόθη το πλεονέκτημα στο Ε.Μ., ως εκ της μη συμμόρφωσης του με τον όρο 1.22.1(c).
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι ευσταθούσε και άλλος λόγος ακύρωσης, ότι η προσφορά του ΕΜ ήταν εκτός προδιαγραφών ως μη πληρούσα ουσιώδεις όρους, τους όρους 1.2, 1.5 και 3.4.4. Η διαπίστωση αυτή βασίστηκε στο ότι το Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, μετά από την υποβολή των προσφορών, ζήτησε από το ΕΜ να υποβάλει αποδεικτικά ή διευκρινιστικά στοιχεία τήρησης των εν λόγω όρων. Τούτο, εκρίθη ότι, συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση για διόρθωση ουσιωδών παραλείψεων στην προσφορά του ΕΜ. Η κατάληξη αυτή δεν είναι ορθή.
Δεν απαιτείτο στους όρους των προσφορών η υποβολή οποιωνδήποτε συγκεκριμένων πιστοποιητικών σε σχέση με συμμόρφωση προς τους εν λόγω όρους, πέραν της δήλωσης συμμόρφωσης την οποία και είχε υποβάλει με την προσφορά του το ΕΜ. Αυτό που ζητήθηκε ήταν ουσιαστικά διευκρινίσεις σύμφωνα με τον όρο 1.18 και όχι συμπλήρωση κενών στην προσφορά του ΕΜ ή εκ των υστέρων συμμόρφωση με όρους τους οποίους δεν τηρούσε. Ούτε εξ άλλου υπάρχει εισήγηση ή τεκμηριώνεται ότι η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους όντως δεν πληρούσε τους εν λόγω όρους χωρίς τις διευκρινίσεις που εζητήθησαν και εδόθησαν.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση κατά της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 824/2001) ημερ. 15/5/2003, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή της αιτήτριας εταιρείας και ακυρώθηκε η απόφασή τους.
Ν. Νικολαΐδου, Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Αλ. Κουντουρή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το πραγματικό υπόβαθρο της έφεσης ανάγεται σε ζήτηση προσφορών για την προμήθεια υδροφόρων στην Εθνική Φρουρά. Μεταξύ των 10 προσφορών που υπεβλήθησαν εκείνη της εφεσίβλητης ήταν 5η, ανερχόμενη σε £871.350. Κατεκυρώθη η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους (ΕΜ) η οποία ήταν 4η (οι πρώτες τρεις απεκλείσθησαν ως εκτός προδιαγραφών), ανερχόμενη σε £791.324.
Η προσφυγή της εφεσίβλητης κατά της εν λόγω απόφασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (ΚΣΠ) ήταν επιτυχής. Εκρίθη από τον αδελφό μας δικαστή ο οποίος επελήφθη αυτής ότι ευσταθούσε η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι κακώς το ΚΣΠ παρεχώρησε προς το ΕΜ (όπως είχε παραχωρήσει προς όλους τους προσφοροδότες) το πλεονέκτημα της Επιτόπιας Προστασίας που προνοείται στον όρο 1.22.1 των όρων των προσφορών, χωρίς το οποίο, όπως κατέληξε, η προσφορά του ΕΜ δεν θα ήταν χαμηλότερη εκείνης της εφεσίβλητης. Το εν λόγω πλεονέκτημα, ήταν η θέση της εφεσίβλητης, δεν μπορούσε να διεκδικήσει το ΕΜ καθόσον η προσφορά του δεν συνοδεύετο από τα απαιτούμενα στον όρο 1.22.1(c) πρωτότυπο πιστοποιητικό και ανάλυση κόστους από εγκεκριμένο λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο που να καταδείκνυαν ότι το εγχώριο κόστος των υδροφόρων ήταν τουλάχιστον 25% του συνολικού κόστους ώστε να παραχωρείτο το πλεονέκτημα. Το αξιοσημείωτο είναι βεβαίως ότι κανείς προσφοροδότης δεν είχε υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία με την προσφορά του. Εξ ου και το ΚΣΠ κάλεσε όλους τους προσφοροδότες να τα υποβάλουν μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Το ΕΜ υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία εντός της προθεσμίας, όχι όμως μέσω λογιστικού ή ελεγκτικού γραφείου όπως έπραξε η εφεσίβλητη. Το ΚΣΠ, αποφασίζοντας στις 13.9.2001 να κατακυρώσει την προσφορά του ΕΜ, έκανε τούτο υπό τον όρο η ανάλυση κόστους του να πιστοποιηθεί από ελεγκτή, όπως και έγινε την ίδια μέρα. Ο αδελφός μας δικαστής έκρινε ότι υπήρχε παράβαση του όρου 1.22.1(c) αφού το απαιτούμενο πιστοποιητικό δεν υπεβλήθη από λογιστικό γραφείο μέσα στην προθεσμία που έταξε το ΚΣΠ. Δεν μπορούσε, κατέληξε, το ΚΣΠ να θέσει «ως αίρεση για την κατακύρωση της προσφοράς μια από τις προϋποθέσεις, εκείνη της παραγράφου 1.22.1(γ), η οποία έπρεπε να πληρούται εκ προοιμίου".
Υποδείξαμε, κατά τη διάρκεια της ακρόασης, σε συνάρτηση και με το σχετικό πρώτο λόγο έφεσης, ότι εγείρεται θέμα εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης να εισηγείτο ως λόγο ακύρωσης μη συμμόρφωση του ΕΜ με όρο τον οποίο ούτε η ίδια δεν ικανοποίησε. Η απάντηση της εφεσίβλητης σε αυτό είναι ότι η ίδια συνεμορφώθη εφόσον υπέβαλε το εν λόγω πιστοποιητικό μέσα στην προθεσμία που έταξε το ΚΣΠ. Παραγνωρίζει όμως η θέση της αυτή το ότι ο όρος 1.22.1(c) προνοεί ρητά ότι το πιστοποιητικό πρέπει να υποβληθεί μαζί με την προσφορά για να μπορεί να δοθεί το πλεονέκτημα. Η παράταση του χρόνου από το ΚΣΠ δεν θα μπορούσε να βοηθούσε την εφεσίβλητη ως προς τούτο ούτε με αναφορά στον όρο 1.22.2 τον οποίο επικαλέστηκε σχετικά η εφεσίβλητη αφού η περαιτέρω διερεύνηση των στοιχείων από το ΚΣΠ δυνάμει του όρου αυτού προϋποθέτει την ταυτόχρονη με την προσφορά υποβολή του πιστοποιητικού. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να ισχυρίζεται ότι κακώς εδόθη το πλεονέκτημα στο ΕΜ ως εκ της μη συμμόρφωσης του με τον όρο 1.22.1(c).
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η περαιτέρω διαπίστωση του αδελφού μας δικαστή ότι χωρίς το πλεονέκτημα η προσφορά του ΕΜ δεν θα ήταν χαμηλότερη εκείνης της εφεσίβλητης, διαπίστωση που βασίστηκε στην ισοτιμία του δολαρίου την ημέρα που αξιολογήθησαν οι προσφορές. Όπως ορθά όμως παρατηρεί η Δημοκρατία, η σωστή ημερομηνία καθορισμού της ισοτιμίας δεν ήταν εκείνη αλλά η προνοούμενη στον όρο 1.19.1, δηλαδή η ημέρα που ελήφθη η απόφαση από το ΚΣΠ. Και με βάση την ισοτιμία την ημέρα εκείνη, λέγει η Δημοκρατία, η προσφορά του ΕΜ θα ήταν χαμηλότερη εκείνης της εφεσίβλητης ακόμα και αν το ΕΜ δεν είχε το πλεονέκτημα.
Δεν χρειάζεται να επιληφθούμε του δεύτερου λόγου έφεσης, ενόψει της κατάληξης μας επί του πρώτου λόγου έφεσης, πέραν του να παρατηρήσουμε το προφανές ότι, αν όντως με βάση την ισοτιμία την ημέρα λήψης της απόφασης η προσφορά του ΕΜ θα ήταν χαμηλότερη εκείνης της εφεσίβλητης ακόμη και χωρίς το πλεονέκτημα, η εφεσίβλητη δεν θα είχε λόγο να παραπονείται.
Απομένει ο τρίτος λόγος έφεσης. Ο αδελφός μας δικαστής διαπίστωσε περαιτέρω ότι ευσταθούσε και άλλος λόγος ακύρωσης, ότι η προσφορά του ΕΜ ήταν εκτός προδιαγραφών ως μη πληρούσα ουσιώδεις όρους, τους όρους 1.2, 1.5 και 3.4.4. Η διαπίστωση αυτή βασίστηκε στο ότι το Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, μετά από την υποβολή των προσφορών, ζήτησε από το ΕΜ να υποβάλει αποδεικτικά ή διευκρινιστικά στοιχεία τήρησης των εν λόγω όρων. Τούτο, απεφάνθη ο αδελφός μας δικαστής, συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση για διόρθωση ουσιωδών παραλείψεων στην προσφορά του ΕΜ.
Με όλο το σέβας, έχουμε αντίθετη άποψη. Όπως παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, δεν απαιτείτο στους όρους των προσφορών η υποβολή οποιωνδήποτε συγκεκριμένων πιστοποιητικών σε σχέση με συμμόρφωση προς τους εν λόγω όρους, πέραν της δήλωσης συμμόρφωσης την οποία και είχε υποβάλει με την προσφορά του το ΕΜ. Αυτό που ζητήθηκε ήταν ουσιαστικά διευκρινίσεις σύμφωνα με τον όρο 1.18 και όχι συμπλήρωση κενών στην προσφορά του ΕΜ ή εκ των υστέρων συμμόρφωση με όρους τους οποίους δεν τηρούσε. Ούτε εξ άλλου υπάρχει εισήγηση ή τεκμηριώνεται ότι η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους όντως δεν πληρούσε τους εν λόγω όρους χωρίς τις διευκρινίσεις που εζητήθησαν και εδόθησαν.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η απόφαση του ΚΣΠ επικυρώνεται. Η εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.