ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 724

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3796)

 

 

1 Δεκεμβρίου, 2006

 

 

[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]

[Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητου

________________________

 

Ρ. Παπαέτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος, Δάσκαλος Ειδικής Εκπαίδευσης, με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), μετατέθηκε από το Δημοτικό Σχολείο ΄Υψωνα στο Ειδικό Σχολείο Απόστολος Λουκάς και στο Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού Λεμεσού, από 1/9/2000.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο εφεσίβλητος καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 1090/2000.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 15/4/2002, ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση, για λόγους ελλιπούς έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση, ο εφεσίβλητος, ο οποίος υπηρετούσε ήδη στα σχολεία όπου είχε μετατεθεί, με επιστολή του συνηγόρου του,  ζήτησε από την Επιτροπή όπως η ακυρωτική απόφαση «... ληφθεί υπόψη σχετικά με τη δικαίωση του και/ή για τη μετακίνηση του ... προς Δημοτικό Σχολείο για το σχολικό έτος 2002-2003.»

 

Στις 26/8/2002, η Επιτροπή, επανεξετάζοντας την ακυρωθείσα απόφαση, κατέληξε ότι αυτή αποτελούσε «διοικητική πράξη με ημερομηνία λήξεως» και, συνεπώς, η συμμόρφωση ήταν ανέφικτη, αφού η σχολική χρονιά 2000-2001 είχε ήδη παρέλθει και ο εφεσίβλητος είχε υπηρετήσει στα σχολεία στα οποία είχε μετατεθεί.  Ακολούθως, εξέτασε το αίτημά του για μετάθεσή του σε δημοτικά σχολεία κατά τη σχολική χρονιά 2002-2003 και το απέρριψε.  Αποφάσισε την παραμονή του στα ειδικά σχολεία που υπηρετούσε την προηγούμενη χρονιά.  Για την απόφασή της αυτή, έλαβε υπόψη ότι:-

 

«8.1   Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με αρ. 53.575 ημερ. 25.4.2001 ενέκρινε την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που μεταξύ άλλων προέβλεπε και το διορισμό επτά (7) εκπαιδευτικών Ψυχολόγων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνετο και ο κ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους) σε ειδικά σχολεία και όχι σε δημοτικά σχολεία, και

 

  8.2     Το  έγγραφο  της  Αρμόδιας  Αρχής  με αρ. Φακ. 7.16.32 και ημερ. 9.7.2002 με το οποίο γίνεται εισήγηση προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όπως οι δάσκαλοι Ειδικής Εκπαίδευσης των ειδικοτήτων Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Φυσιοθεραπείας, Ειδικής Γυμναστικής, Μουσικοθεραπείας και Εργοθεραπείας θα στελεχώνουν και θα απασχολούνται αποκλειστικά με παιδιά που φοιτούν σε ειδικά σχολεία.»

 

 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο εφεσίβλητος καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 907/2002.  Ισχυρίστηκε ότι αυτή είναι λανθασμένη, ως παραβιάζουσα το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης και, περαιτέρω, γιατί ελλείπει από αυτή η δέουσα έρευνα και η επαρκής αιτιολογία.

 

Η προσφυγή έγινε δεκτή.  Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η απόφαση δεν έλαβε υπόψη τις συνέπειες που επέφερε στον αιτητή η μετάθεση και ότι η Επιτροπή:-

 

«... όφειλε να προβεί στην άρση των παραχθέντων αποτελεσμάτων και όχι να παρακάμψει τη δικαστική απόφαση,  αποφασίζοντας την περαιτέρω παραμονή του αιτητή σε αυτά τα σχολεία».

 

 

 

Κατέληξε ότι:-

 

«... ελλείπει η σύγκριση του αιτητή προς τους άλλους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης, που θα αιτιολογούσε την παραμονή του στα σχολεία που είχε μετατεθεί. ...  Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως υπήρχαν, πέραν των επτά που συμπεριλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο, και άλλοι δάσκαλοι ειδικής εκπαίδευσης που δεν υπηρετούσαν σε ειδικά σχολεία.  Στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής 1090/2000 το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παρά το γεγονός της επίκλησης από την Επιτροπή του άρθρου 39 και των Κανονισμών της ΚΔΠ 212/87 (πιο πάνω), δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της απόφασης για μετάθεση του αιτητή ότι έλαβε χώραν 'ειδική προσέγγιση ως προς την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων που να αφορά τους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης'.  Κατά την επανεξέταση του θέματος που οδήγησε στην παρούσα προσφυγή σημειώνεται η ίδια παράλειψη.»

 

 

 

Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα των πιο πάνω.  Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ασχολήθηκε με τα αποτελέσματα της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1090/2000.  Η ακυρωθείσα απόφαση αφορούσε σε μετάθεση περιορισμένης διάρκειας, η οποία, κατά την ημερομηνία της επανεξέτασης, είχε ήδη εκπνεύσει και δεν παρεχόταν δυνατότητα αναδρομικής μετάθεσης.  Ο εφεσίβλητος, υπέβαλε η συνήγορος της εφεσείουσας, μετά την ακυρωτική απόφαση, ελλείψει δυνατότητας συμμόρφωσης, θα μπορούσε, εάν επιθυμούσε, να διεκδικήσει αποζημιώσεις στη βάση του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Περαιτέρω, υπέβαλε ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι ελλείπει σύγκριση του εφεσίβλητου με τους άλλους Δασκάλους Ειδικής Εκπαίδευσης.  Οι εκπαιδευτικές ανάγκες, τόνισε, στον κλάδο του εφεσίβλητου είναι περισσότερες από τους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς, έτσι ώστε όλοι οι δάσκαλοι με την ειδικότητά του είναι τοποθετημένοι σε ειδικά σχολεία.

 

Για τον εφεσίβλητο, ο κ. Αγγελίδης, επικαλούμενος τα νομολογηθέντα στις Αντωνιάδου ν. Θ.Ο.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1879 και Vnukovo Airlines (V.A.) κ.ά. ν. Γεν. Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 969, υπεραμύνθηκε της  πρωτόδικης απόφασης.  Εισηγήθηκε ότι, για σκοπούς συμμόρφωσης, η Επιτροπή θα έπρεπε να επαναφέρει τον εφεσίβλητο στο σχολείο όπου υπηρετούσε, δηλαδή στο Δημοτικό Σχολείο ΄Υψωνα, και, ακολούθως, να επανεξετάσει την υπόθεση, υπό το φως του ακυρωτικού δεδικασμένου, δηλαδή να αποτιμήσει τα αριθμητικά κριτήρια που αφορούσαν στους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης.

 

΄Εχουμε την άποψη, με όλο το σέβας προς τον αδελφό Δικαστή ο οποίος εξέτασε πρωτόδικα την υπόθεση, ότι το θέμα αντικρύστηκε υπό εσφαλμένη γωνία.  Θεωρήθηκε ότι, με την προσφυγή, προσβαλλόταν η παράλειψη αποκατάστασης και συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση της μετάθεσης του εφεσίβλητου από 1/9/2000, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε.  ΄Ο,τι προσβαλλόταν, με την υπό εξέταση προσφυγή, ήταν η απόρριψη του αιτήματος του εφεσίβλητου να μετατεθεί σε δημοτικό σχολείο και η τοποθέτησή του τη σχολική χρονιά 2002-2003 στο Ειδικό Σχολείο Απόστολος Λουκάς και στο Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού Λεμεσού.  Προσβάλλεται η νέα απόφαση της Επιτροπής, που αφορά σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο της προηγούμενης ακυρωθείσας απόφασης.

 

Τα όσα ο κ. Αγγελίδης ανέφερε σχετικά με την τοποθέτηση του εφεσίβλητου για την περίοδο 2002-2003 και, πιο συγκεκριμένα, ότι αυτή δεν έγινε στη βάση αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων με αναφορά στις διαπιστώσεις της ακυρωτικής απόφασης,  δεν έχουν κατά την άποψή μας σημασία.  Η σύγκριση θα είχε σημασία και νόημα σε περίπτωση που άλλος δάσκαλος ειδικής εκπαίδευσης, με την ειδικότητα του εφεσίβλητου, υπηρετούσε σε δημοτικά σχολεία.  ΄Οταν η Επιτροπή αποφάσιζε, υπό το φως της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 25/4/2001, και του εγγράφου της Αρμόδιας Αρχής, ημερομηνίας 9/7/2002, την παραμονή του εφεσίβλητου στα ειδικά σχολεία, αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων δεν μπορούσε να γίνει, δεδομένου ότι οι Δάσκαλοι Ειδικής Εκπαίδευσης της ειδικότητας του αιτητή ήταν λιγότεροι από τις εκπαιδευτικές ανάγκες και υπηρετούσαν όλοι σε ειδικά σχολεία.  Διαπιστώνουμε ότι η περίπτωση διερευνήθηκε επαρκώς και ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι πλήρως αιτιολογημένη.    

 

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, βαρύνουν τον εφεσίβλητο.

 

 

 

 

Χρ. Αρτεμίδης, Π.

 

 

 

Γ. Νικολάου, Δ.

 

 

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο