ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 421
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3733)
3 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΕΡΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητοι.
___________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
Σ. Νικολάου(κα) για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με την αντιμετώπιση των συναδέλφων μου. Αρχικά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στις 3.9.1998 διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η Επιτροπή αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή της και να επανεξετάσει το θέμα. Ως αποτέλεσμα ο εφεσείων απέσυρε την προσφυγή, η οποία και απορρίφθηκε, με έξοδα υπέρ του.
Η Επιτροπή κατά τη διαδικασία επανεξέτασης παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σε κάποιο στάδιο, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, έκρινε τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(Ι)/97, τον οποίο ο εφεσείων, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, επικαλείτο για να ακυρώσει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, ως αντισυνταγματικό.
Στη συνεδρία της ημερ. 15.10.2002, η Επιτροπή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των δύο θέσεων και επανήλθε στην προηγούμενή της απόφαση για διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών. Το λεκτικό που υιοθετήθηκε έχει, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εκεί ουσιαστικά εστιάζεται η ουσία της παρούσας υπόθεσης:
«Η Επιτροπή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης δύο μόνιμων θέσεων Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που παραμένουν κενές ύστερα από την ανάκληση της απόφασής της με ημερ. 3.9.98, σ΄ ό,τι αφορά τον από 15.10.98 διορισμό με δοκιμασία των Ροκόπου Γεώργιου και Ψαρά Αθηνάς στις πιο πάνω θέσεις, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή σημείωσε ότι οδηγήθηκε στην πιο πάνω ανάκληση, καθοδηγούμενη από σχετική νομική συμβουλή, για το λόγο ότι, κατά την πλήρωση της θέσης, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβαν υπόψη ότι ένας από τους υποψηφίους είναι παθών και, κατά συνέπεια, δεν έτυχε εφαρμογής ο Νόμος 55(Ι)/97, που προβλέπει για την επαγγελματική αποκατάσταση των παθόντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Η Επιτροπή, στη συνέχεια, έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 26.9.02 στην Αναθεωρητική ΄Εφεση αρ. 3385, το άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου, που προβλέπει ότι ποσοστό 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πληρούται από προσοντούχους υποψηφίους που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων, κηρύχτηκε ως αντισυνταγματικό.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη ότι η ανάκληση της απόφασής της για διορισμό των Ροκόπου και Ψαρά έγινε γιατί δεν λήφθηκε υπόψη ο πιο πάνω Νόμος, ο οποίος, ωστόσο, τελικά κηρύχτηκε ως αντισυνταγματικός, έκρινε ότι οι λόγοι που την οδήγησαν στην ανάκληση της απόφασής της έχουν τώρα εκλείψει, και, ως εκ τούτου, επανέρχεται στην προηγούμενη απόφασή της για διορισμό με δοκιμασία από 15.10.98 των ΡΟΚΟΠΟΥ Γώργιου και ΨΑΡΑ Αθηνάς στις δύο θέσεις Λειτουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που παραμένουν κενές.»
Η ανάκληση διοικητικής πράξης είναι βέβαια μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973 και Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437, 445). Η ανάκληση επιφέρει την εξαφάνιση της προηγούμενης πράξης εξ υπαρχής. Εξαφανίζει, δηλαδή, όλα τα παραχθέντα από την ανακαλούμενη πράξη αποτελέσματα. Μετά την ανάκληση, ουδέν απομένει από την προηγούμενη νομική κατάσταση (Χατζηχάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 713/95, ημερ. 30.1.1998).
Αφού η ανάκληση εξαφανίζει όλα τα παραχθέντα αποτελέσματα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπ΄ όψιν ή να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε στοιχεία της ανακληθείσας διαδικασίας.
Η ανάκληση πράξης ανακαλούσης προηγούμενη ερμηνεύεται, εκτιμωμένων των εκάστοτε συνθηκών και της πρόθεσης της διοίκησης, άλλοτε μεν ως έχουσα την έννοια της επαναφοράς εν ισχύι της αρχικής πράξης, άλλοτε δε ως συνιστώσα νέα και αυτοτελή κατά περιεχόμενο ρύθμιση, ενεργούσα από της εκδόσεως της ανακαλούσης την ανακλητική πράξη, ιδίως όταν η ανάκληση δεν στηρίζεται σε λόγο ακύρωσης της προηγούμενης πράξης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 204).
΄Ετσι, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους. Είτε ως ανάκληση της προηγούμενής της απόφασης να ακυρώσει το διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών, οπότε έχουμε αναβίωση της αρχικής απόφασης διορισμού τους, είτε ως νέα απόφαση, υπό το φως του νέου νομικού καθεστώτος που ξεκαθάρισε με την υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, τόσο στην προηγούμενή του προσφυγή εναντίον του αρχικού διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, όσο και στην παρούσα διαδικασία, επικαλέστηκε εκτός από τις διατάξεις του Ν.55(Ι)/97 και αριθμό άλλων λόγων, οι οποίοι βέβαια και δεν εξετάστηκαν, αφού η προσφυγή απορρίφθηκε μετά την ανάκληση.
Η πράξη που ανακλήθηκε ήταν βέβαια νόμιμη. Και η έννοια της ανάκλησης νόμιμης ανακλητικής πράξης δεν έχει την έννοια της αναβίωσης της αρχικής πράξης, διότι, όπως παρατηρείται και στη μελέτη της Δήμητρας Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου, Το Δημόσιο Συμφέρον και η Ανάκληση των Διοικητικών Πράξεων, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος ΙΙ, σελ. 376, ως επί το πλείστον, εκτός αν ορίζεται ρητώς άλλως, επιχειρείται η εξ υπαρχής ρύθμιση της σχέσης ή κατάστασης, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπεται για την έκδοση της αρχικής πράξης και να ερευνηθεί αν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης της αρχικής πράξης. Αντίθετα, η έννοια της ανάκλησης παράνομης ανακλητικής πράξης ενέχει αναβίωση της αρχικής και συνεπώς έχει αναδρομικότητα (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανωτέρω).
Η ανάκληση νόμιμης πράξης συγκαταργεί και τις στηριζόμενες επί της ανακληθείσης, οι οποίες χάνουν διά της ανακλήσεως το νομικό τους έρεισμα. Ακόμα, η ανάκληση δεν επιτρέπει στο μέλλον έκδοση πράξεων επί τη βάσει της ανακαλουμένης (ΣτΕ 175, 176, 177 και 178/74).
Περιττόν να λεχθεί ότι η ανακλητική πράξη θα πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη γιατί μόνο με την πλήρη και ειδική αιτιολογία είναι ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Στην παρούσα περίπτωση, έχω την άποψη, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι ανάκληση της προηγούμενης ανακλητικής πράξης. Της ανάκλησης του διορισμού ακολούθησε επανεξέταση και σύγκληση, εκ νέου, της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εξ υπαρχής ρύθμιση της κατάστασης, ως νέα επιλογή η οποία έγινε με βάση τα νέα δεδομένα που είχε ενώπιόν της η Επιτροπή, ύστερα από την απόφαση Κωνσταντίνου. ΄Ομως, η απόφαση αυτή αφορούσε ένα μόνο θέμα της διαδικασίας, δηλαδή το θέμα που ήγειρε ο σχετικός νόμος που είχε κριθεί ως αντισυνταγματικός. Αυτό δεν νομιμοποιούσε, κατά τη γνώμη μου, την Επιτροπή από του να θεωρήσει την αρχική της απόφαση ως απολύτως ορθή, σε όλα τα υπόλοιπα σημεία που εγείρονταν, δεδομένου ότι την είχε ανακαλέσει χωρίς να την απασχολήσουν όλα τα εγειρόμενα θέματα. Είναι κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστική η διατύπωση η οποία ακολουθήθηκε. Αποφάσισε η Επιτροπή ρητά, ότι, επειδή οι λόγοι που την οδήγησαν στην ανάκληση της απόφασής της είχαν εκλείψει, να επανέλθει στην προηγούμενή της απόφαση για διορισμό των δύο ενδιαφερομένων μερών στις συγκεκριμένες θέσεις. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Η Επιτροπή δεν μπορούσε απλά να επανέλθει στην προηγούμενή της απόφαση. Θα έπρεπε να επανεξετάσει την όλη κατάσταση και να επιλέξει τους καταλληλότερους προς διορισμό, παραβλέποντας μόνο το θέμα που είχε τεθεί με το Ν.55(Ι)/97. Γι΄ αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι πλημμελής και θα έπρεπε να ακυρωθεί.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ