ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 393

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 481/2005)

 

 

26 Ιουνίου, 2006

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

 

HARPREET SINGH,

 

Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

 

Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

___________

 

 

Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

__________

 

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

 

__________

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές ζήτησαν άσυλο. Τόσο η αρχική τους αίτηση, όσο και η διοικητική προσφυγή τους ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «η Αρχή»), απορρίφθηκε. Οι ίδιοι λόγοι που προβάλλονται στην παρούσα προσφυγή προβλήθηκαν, λίγο πολύ, και στις προσφυγές υπ΄ αρ. 498/05. 761/05, και 1102/05 που εκδικάστηκαν, χωριστά, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και γι΄ αυτό θα εξεταστούν μαζί.

 

Πολλή σημασία δόθηκε στην, κατά τους αιτητές, λανθασμένη εφαρμογή του άρθρου 28 Ζ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε. Το πρώτο παράπονο που διατυπώνεται είναι ότι οι αιτητές, αλλά και οι δικηγόροι τους αποκλείστηκαν εντελώς από οποιανδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία ενώπιον της Αρχής, η οποία έγινε εν κρυπτώ, χωρίς να λάβουν καν γνώση της ημερομηνίας εξέτασης της υπόθεσής τους.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι δεν απασχόλησε το ενδεχόμενο να κληθούν σε προσωπική συνέντευξη, ούτε και δόθηκε δικαίωμα στους δικηγόρους τους να προβούν σε παραστάσεις.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Ο Νόμος δεν επιβάλλει συναφώς οποιαδήποτε υποχρέωση στην Αρχή. Κανένα σχετικό καθήκον δεν προβλέπεται και δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση ενέργειας της διοίκησης, οπότε, βεβαίως, δεν τίθεται και θέμα παράλειψης νόμιμης ενέργειας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ η διαδικασία ενώπιον της Αρχής μπορεί να είναι τόσο γραπτή, όσο και ακροαματική. Η Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή, ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος και υποβάλλει σχετική έκθεση. Η δυνατότητα κλήσης του αιτητή σε προσωπική συνέντευξη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ (3), στην ευχέρεια τόσο της Αρχής, όσο και του αρμόδιου λειτουργού.

 

Εξ ίσου θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας είναι και η απόφαση της Αρχής να διεξάγει ή όχι ακροαματική διαδικασία, στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιόν της, όχι μόνο τον αιτητή, αλλά και οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ήθελε αποφασίσει ή τον αρμόδιο λειτουργό της Αρχής ή ακόμα και εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου. Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής γίνεται σε κλειστή συνεδρία.

 

Η Αρχή, ακόμα και στην περίπτωση που ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, έχει την απόλυτη ευχέρεια είτε να τον καλέσει σε προσωπική συνέντευξη, είτε σε ακροαματική διαδικασία. Κατά πόσο τα στοιχεία που υποβάλλονται από τον αιτητή είναι νέα, κρίνεται από την Αρχή.

 

Στις παρούσες περιπτώσεις δεν βλέπουμε να έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε πρόνοια του άρθρου 28 Ζ, αφού η Αρχή διεξήγαγε τη διαδικασία μέσα στα προβλεπόμενα νομοθετικά πλαίσια. Είναι φανερό από τη νομοθετική ρύθμιση ότι η άμεση συμμετοχή των αιτητών δεν είναι απαραίτητη. Είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν στη διοικητική προσφυγή που καταχώρησαν τις απόψεις τους, αλλά και τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι λανθασμένη. Σχετική μάλιστα ειδοποίηση για το δικαίωμά τους αυτό, παρέχεται και στην απόφαση με την οποία τους γνωστοποιείται η απόρριψη του αιτήματός τους για παροχή ασύλου, από την Υπηρεσία Ασύλου (βλέπε παράρτημα Ε της ένστασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 761/2005).

 

΄Ενα ακόμα επιχείρημα που εγείρεται είναι ότι η Αρχή παρέλειψε να θεσπίσει, όπως όφειλε, βάσει του άρθρου 28 Ζ (7) του Νόμου, κανονισμούς. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι το σχετικό άρθρο δεν υποχρεώνει την Αρχή σε έκδοση κανονισμών. Απλώς της παρέχεται το δικαίωμα, προς ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των διαδικασιών της, να εκδώσει εσωτερικούς κανονισμούς οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αλλά και εν γένει, όπως έχει νομολογηθεί (Δημοκρατία ν. Τύμβιου (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, Ακίνητα Χρ. Χατζηκυριάκος Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 901, αλλά και Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. A. Kaminarides Ltd, A.E. 3696, ημερ. 14.4.2006), η χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο νόμος βρίσκεται στην ευχέρεια της διοίκησης. Με άλλα λόγια, δεν θα ήταν υπόχρεη η Αρχή, να εκδώσει, ούτως ή άλλως, κανονισμούς.

 

Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι η απόφαση δεν εκδόθηκε από την Αρχή εν ολομελεία, αλλά από ένα μόνο μέλος της. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ε (3) κάθε μέλος μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες της Αρχής από μόνο του. Η Αρχή εξετάζει διοικητικές προσφυγές εν ολομελεία, μόνο σε συγκεκριμένες υποθέσεις, όπως, όταν η προσφυγή στρέφεται εναντίον απόφασης του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου για αποκλεισμό αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας ή της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5 του Νόμου ή εναντίον απόφασης του προϊσταμένου για ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για απέλαση πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Καμιά από τις υπό εξέταση υποθέσεις δεν εμπίπτει στις πιο πάνω εξαιρέσεις.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, αφού η Αρχή παρέλειψε να τους ειδοποιήσει για την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Παραπονούνται ακόμα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να τους εξηγήσουν ότι είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία, είτε προσωπικά, είτε διά δικηγόρου, ενώ τόσο η ειδοποίηση που τους στάληκε αναφορικά με την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι συνταγμένες στην ελληνική γλώσσα, που είναι μη κατανοητή στους αιτητές, γεγονός που παραβιάζει και το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος.

 

Είμαστε της γνώμης ότι ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη ειδοποίησης για την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω. Δεν προβλέπεται στη νομοθεσία μια τέτοια υποχρέωση. Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι έχει παραβιαστεί το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος επειδή οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής έχουν συνταχθεί στην ελληνική. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος, ακόμα και αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια που καθορίζονται σ΄ αυτό, δηλαδή τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 Θ (2), κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον της Αρχής, παρέχονται στους αιτητές δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται ότι τέτοιες υπηρεσίες ήταν αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές ήταν στα αγγλικά και η αιτιολογία στα ελληνικά. Δεν νομίζουμε όμως ότι αυτό εμπόδιζε οποιονδήποτε αιτητή να πληροφορηθεί, τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και της αιτιολογίας της, ούτε ότι παραβιάστηκαν με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματά τους.

 

Για το παράπονο των αιτητών ότι η Αρχή παρέλειψε να εκδώσει την απόφασή της μέσα σε 15 μέρες, αρκεί να λεχθεί ότι μια τέτοια υποχρέωση για έκδοση απόφασης μέσα σε 15 μέρες από της ημερομηνίας υποβολής της προσφυγής, υπάρχει μόνο για τις περιπτώσεις του άρθρου 28 ΣΤ (1), που δεν εφαρμόζεται εδώ. Κι΄ αυτό, αφήνοντας ανοικτό το θέμα κατά πόσο σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 28 ΣΤ (1)  η έκδοση της απόφασης μετά την πάροδο των 15 ημερών την καθιστά άκυρη.

 

Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του άρθρου 28 Θ (1), το οποίο προνοεί ότι με την υποβολή της διοικητικής προσφυγής ο αιτητής ενημερώνεται γραπτώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε σχέση με τις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής.

 

Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Οι διαδικασίες για τις οποίες απαιτείται ενημέρωση του αιτητή είναι αυτές που αναφέρονται στα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 28 Θ. Δηλαδή, η ακροαματική διαδικασία και η προσωπική συνέντευξη. Εννοείται, εφ΄ όσον η Αρχή αποφασίσει ότι κάποια από αυτές είναι αναγκαία και αποφασίσει να τις ακολουθήσει. Στις παρούσες περιπτώσεις, ούτε ακροαματική διαδικασία, αλλά ούτε και προσωπική συνέντευξη έγιναν, νομίμως όπως κρίναμε πιο πάνω, και συνεπώς τα περί παράλειψης ενημέρωσης του αιτητή για τυχόν δικαιώματά του, δεν μπορούν να συσχετισθούν προς το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω τόσο η προσφυγή υπ΄ αρ. 481/05, αλλά και οι προσφυγές υπ΄ αρ. 498/05, 765/05 και 1102/05 θα πρέπει να απορριφθούν.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

                                                    ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.

 

                                                    Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                    Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                    ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.

 

                                                    Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

 

                                                    Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                    Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.

 

                                                    Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                    Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                    Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

 

                                                    Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο