ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 249
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3643)
11 Μαΐου, 2006
[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΙΟΥΛΗΣ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ,
Εφεσίβλητου/Καθ' ου η Αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) με Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κακογιάννη (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Ε. Μιχαήλ-Πική (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
___________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Δήμος Γεροσκήπου προκήρυξε στις 24.5.95 την θέση του Δημοτικού Γραμματέα. Το Δημοτικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου Δήμου με απόφαση του αποφάσισε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους (Ε/Μ). Ο εφεσείων και τρίτος υποψήφιος προσέβαλαν το διορισμό του Ε/Μ και το Ανώτατο Δικαστήριο τον ακύρωσε (Συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 151/96 και 411/96, ημερ. 12.1.1999).
Η πιο πάνω προσφυγή του εφεσείοντα, η 151/96 έγινε δεκτή για δύο λόγους. Πρώτον για κακή σύνθεση του διορίζοντος οργάνου, του Δημοτικού Συμβουλίου εν προκειμένω, γιατί στην κρίσιμη συνεδρίαση του παρίστατο και κάποια Γεωργία Ανδρονίκου, που περιγραφόταν ως λογιστικός λειτουργός. Και δεύτερο ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου λήφθηκε παράτυπα, με μυστική ψηφοφορία.
Το Δημοτικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου Δήμου επανεξέτασε την υπόθεση σε συνεδρία του και αποφάσισε και πάλιν τον διορισμό του Ε/Μ αναδρομικά. Ο εφεσείων καταχώρησε εκ νέου προσφυγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του, στις 11.8.2000, ακύρωσε και πάλιν τον διορισμό του Ε/Μ γιατί το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και την υποκειμενική κρίση των προηγούμενων μελών του για να καταλήξει στη δική του απόφαση. Η σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου είχε αλλάξει εφόσον είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές (Βλέπε: Ανδρέα Κασιουλή ν. Δήμου Γεροσκήπου, Υπόθ. Αρ. 340/99, ημερ. 11.8.2000).
Το Δημοτικό Συμβούλιο, για τρίτη φορά εξέτασε το θέμα του διορισμού σε συνεδρία του ημερ. 5.9.2000. Αφού προέβη σε ειδική αναφορά στις δύο ακυρωτικές αποφάσεις και στην ανάγκη η νέα απόφαση να συμμορφώνεται με το δεδικασμένο που προέκυπτε απ' αυτές αποφάσισε και πάλιν το διορισμό του Ε/Μ.
Εναντίον και αυτής της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου Δήμου, καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα η προσφυγή αρ. 1437/2000 με την οποία ζητούσε και πάλιν την ακύρωση του διορισμού του Ε/Μ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο συνεμορφώθη με το δεδικασμένο των δύο πρώτων ακυρωτικών αποφάσεων απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι «όλες οι εισηγήσεις του δικηγόρου του αιτητή, που αφορούν στα αξιολογικά κριτήρια επιλογής, ότι δηλαδή ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν ευσταθούν». Απέρριψε επίσης ισχυρισμό του εφεσείοντα πως το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως προβλέπει το άρθρο 53(1) του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/85 γιατί τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στις δύο προηγούμενες προσφυγές και έτσι είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο επί του θέματος.
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτεπάγγελτα την εισήγηση του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν παράνομο γιατί δεν εγκρίθηκε, σύμφωνα με το νόμο, από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο λόγος αυτός κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα επικαλούμενο τη νομολογία η οποία είναι σαφής επί του ζητήματος. Έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο κατά συρροή από τις δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Παραπέμπουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεικτικά στην απόφαση της Ολομέλειας Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου στη σελίδα 612 έχουν λεχθεί τα εξής:-
«Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφυγή αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα «νέα θέματα» θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. Αρ. 545/91.»
Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του ζητήματος της κατοχής του προσόντος της γνώσης της ελληνικής αφού το Ε/Μ δεν πέτυχε τη βάση των 45 μονάδων στη γραπτή εξέταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε δεδομένο ότι το Ε/Μ στη γραπτή εξέταση των δύο θεμάτων πήρε τη βαθμολογική βάση του 45%. Τούτο είχε κριθεί ήδη από την πρώτη προσφυγή αρ. 151/96 του εφεσείοντα. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω προσφυγή ημερ. 12.1.1999 σαφώς αναφέρεται ότι τόσο ο εφεσείων όσο και το Ε/Μ είχαν πάρει τη βαθμολογική βάση του 45%. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως ανεδαφικός.
Οι τελευταίοι δύο λόγοι έφεσης, συναφείς μεταξύ τους, έχουν ως εξής:-
«(α) Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην δεύτερη επανεξέταση για την εκ νέου επιλογή του ενδιαφ. προσώπου, ήταν νόμιμη.
(β) Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα πως η τελική κρίση Συμβουλίου, με την μικρή διαφορά στη βαθμολογία μεταξύ αιτητή και ενδιαφ. προσώπου ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και ειδικότερα ότι η κρίση του Συμβουλίου ως προς την πείρα είναι ορθή κατά τα στοιχεία των φακέλων.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφαση του για τα πιο πάνω ζητήματα των δύο λόγων έφεσης:-
«Είναι φανερό επίσης, από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, πως το Συμβούλιο οδηγήθηκε στον ορθό δρόμο μετά την επισήμανση του Δικαστηρίου στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση για την ορθή αιτιολόγηση της απόφασης του. Ο δήμαρχος και τα μέλη του Συμβουλίου βαθμολόγησαν τους υποψηφίους σε δύο στοιχεία:
(α) πείρα και απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας διοικητική πείρα, και,
(β) διάφορα άλλα προσόντα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας.
Για το πρώτο στοιχείο καθορίστηκαν 0-7 βαθμοί και για το δεύτερο 0-13 βαθμοί. Το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης ήταν ήδη γνωστό, και καταγραφόταν στην τρίτη στήλη του εντύπου της βαθμολόγησης. Στο σύνολο της τελικής βαθμολογίας πρώτευσε το ενδιαφερόμενο μέρος με 61.650, με δεύτερο τον αιτητή με 60.707 βαθμούς. Θα πρέπει να αναφερθώ, και αυτό είναι το σημαντικό, πως το κάθε μέλος του Συμβουλίου δικαιολογεί ξεχωριστά τη βαθμολόγηση του, η οποία και καταγράφεται στο πρακτικό.
Έχω ελέγξει τους διοικητικούς φακέλους από τους οποίους διαπιστώνεται πως η τελική κρίση του Συμβουλίου, με την μικρή διαφορά στη βαθμολόγηση μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένων μερών, ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων. Σε ότι αφορά τα προσόντα ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος περίπου ισοβάθμησαν. Τα μέλη έδωσαν τον ίδιο βαθμό, 13, πλην του Δημάρχου που έδωσε στον αιτητή 10 βαθμούς και στο ενδιαφερόμενο μέρος 13. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν στην πρώτη στήλη, που αφορούσε στην προηγούμενη πείρα και διοικητική πείρα. Στο στοιχείο αυτό βαθμολογήθηκε καλύτερα το ενδιαφερόμενο μέρος. Η κρίση του Συμβουλίου ελέγχεται ως ορθή από τα στοιχεία του φακέλου.
Στη βάση αυτών που λέγω πιο πάνω, όλες οι εισηγήσεις του δικηγόρου του αιτητή, που αφορούν στα αξιολογικά κριτήρια επιλογής, ότι δηλαδή ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν ευσταθούν.»
Συμφωνούμε με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει και θεωρούμε την κρίση του ορθή. Η βαθμολόγηση της πείρας και των προσόντων από το Δημοτικό Συμβούλιο δεν καθορίζει τίποτε άλλο παρά μόνο τη διαβάθμιση και τη σημασία των δύο πιο πάνω κριτηρίων στη διαμόρφωση γνώμης για την καταλληλότητα υποψηφίου να ανταποκριθεί στην επίδικη θέση. Αποτελεί ουσιαστικά την αιτιολογία της επιλογής του Ε/Μ ως του πιο κατάλληλου. Το εφεσίβλητο δημοτικό συμβούλιο, στην αναζήτηση του καταλληλότερου υποψηφίου, είχε το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να αξιολογήσει τα προσόντα εκάστου υποψηφίου, καθώς και την έκταση της πείρας, παραβάλλοντας τα προς τα καθήκοντα της επίδικης θέσης πράγμα που έπραξε.
Θεωρούμε και εμείς ότι η κρίση του εφεσίβλητου δημοτικού συμβουλίου ήταν εφικτή και εύλογη μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι υπερέχει έκδηλα, όπως η νομολογία διαγράφει, του Ε/Μ.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ