ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 532
15 Νοεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3772)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Παρουσία Διευθυντή ― Βοηθητικός ο ρόλος του στο έργο της ΕΔΥ, βάσει του Άρθρου 33(10) του Ν. 1/90 ― Η αξιολόγηση του Διευθυντή δεν χρειάζεται αιτιολογία και ούτε αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Ανεδαφικός ο λόγος έφεσης, που δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πλεονέκτημα ― Πείρα ενός έτους θα αποτελεί πλεονέκτημα ― Λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου πρωτόδικα, ότι δεν αιτιολογήθηκε από την ΕΔΥ ο προσδιορισμός της πείρας της εφεσίβλητης ― Έγινε τέτοια αναφορά σε συνάρτηση προς το πλεονέκτημα και όχι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πρόσθετο προσόν ― Λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ ― Πρωτόδικη απόφαση περί του αντιθέτου, ανατράπηκε.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Λειτουργού Αναδασμού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Διευθυντής Αναδασμού με την παρουσία του στην προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ ήταν στα πλαίσια της διάταξης του Άρθρου 33(10) του Ν. 1/90 και οι απόψεις που διατύπωσε για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, το οποίο θα λάμβανε υπόψη η ΕΔΥ στο τελικό στάδιο. Ο ρόλος του Διευθυντή ήταν καθαρά βοηθητικός του έργου της ΕΔΥ σε εκείνο ακριβώς το στάδιο, ώστε να σχηματίσει η ίδια καλύτερη άποψη. Θεωρείται πως δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολογία στην αξιολόγηση του Διευθυντή ούτε υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη διαδικασία ή στην απόφαση της ΕΔΥ, αναγόμενη στην αξιολόγηση του Διευθυντή.
2. Η εφεσείουσα με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η ΕΔΥ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν έχει εντοπιστεί οτιδήποτε στην εκκαλούμενη απόφαση, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αυτό το λόγο έφεσης, ο οποίος και θεωρείται ως ανεδαφικός.
3. Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε διαπίστωση ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει νομικά, λόγω έλλειψης αιτιολογίας στον προσδιορισμό της πείρας της εφεσίβλητης. Μεταξύ των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης είναι,
«4. Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η κατοχή ενός εκ των πιο πάνω προσόντων που διαζευκτικά απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αποτελεί πλεονέκτημα. Στην προκείμενη περίπτωση είχε προκαθοριστεί ότι πείρα ενός έτους θα ήταν αρκετή για να θεωρηθεί ότι αποτελεί πλεονέκτημα. Κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και η εφεσίβλητη διέθεταν την ελάχιστη πείρα του ενός έτους και συνεπώς ορθά η ΕΔΥ έκρινε πως αμφότεροι διέθεταν το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα. Η ό,ποια περαιτέρω διαβάθμιση της πείρας από την ΕΔΥ θα ήταν εκτός πλαισίου και συνεπώς θεωρείται λανθασμένη η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αναφορά της ΕΔΥ στην πείρα της εφεσίβλητης και του ενδιαφερόμενου μέρους, γίνεται σε συνάρτηση προς το πλεονέκτημα και όχι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
4. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν λήφθηκε υπόψη το πρόσθετο προσόν της εφεσίβλητης. Η εισήγηση είναι ορθή γιατί, η πείρα προσμέτρησε υπέρ της εφεσίβλητης ως πλεονέκτημα και συνεπώς η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να πιστωθεί δύο φορές με το πλεονέκτημα, κατ' επίκληση της μεταπτυχιακής της εκπαίδευσης. Ωστόσο, η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της εφεσίβλητης (κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master in Business Administration του Cyprus International Institute of Management), ήταν ένα από τα στοιχεία που η ΕΔΥ έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση. Για την κατοχή του πιο πάνω τίτλου από την εφεσίβλητη γίνεται λόγος τόσο στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και στην τελική κρίση της ΕΔΥ.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,
Πογιατζής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 39/2000, ημερ. 7.3.2001.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση Δημοκρατία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 377/2003), ημερομηνίας 30/1/2004, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού Aναδασμού, θέση Πρώτου Διορισμού, κατόπιν προσφυγής της εφεσίβλητης.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την Εφεσείουσα.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιοι για διορισμό στη θέση Λειτουργού Αναδασμού. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ») επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος. Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ και με προσφυγή που άσκησε στο Ανώτατο Δικαστήριο, πέτυχε την ακύρωσή της.
Η θέση Λειτουργού Αναδασμού είναι θέση πρώτου διορισμού και η διαδικασία για την πλήρωσή της, διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία κάλεσε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση και ακολούθως προέβη σε εκτίμηση της γενικής εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε υποψήφιο σχετικά με την απόδοση του στην εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέταξε τους υποψήφιους με βάση τη βαθμολογία ενός εκάστου όπως προέκυψε κατά το μέσο όρο των προκαθορισθέντων ορίων. Η εφεσίβλητη βαθμολογήθηκε με 8,1 και αξιολογήθηκε ως «Πάρα πολύ καλή» το δε ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με 8,8 και αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν εξαίρετος». Κατά την τελική αξιολόγηση, η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση καθώς και άλλα συναφή και παραδεκτά στοιχεία. Σύμφωνα με την τελική αυτή αξιολόγηση, η μεν εφεσίβλητη αξιολογήθηκε ως «Πάρα πολύ καλή» το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως «Σχεδόν εξαίρετος» και αμφότεροι περιλήφθηκαν σε κατάλογο προς την ΕΔΥ.
Η ΕΔΥ κάλεσε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση ενώπιόν της και σ' αυτή κλήθηκε ο Διευθυντής του Τμήματος Αναδασμού ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, αποχώρησε από τη συνεδρία. Ο Διευθυντής αξιολόγησε την εφεσίβλητη ως «Πολύ καλή» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Σχεδόν εξαίρετος». Ακολούθησε η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την ΕΔΥ. Παραθέτουμε από τα πρακτικά το μέρος που αφορά στην εφεσίβλητη και το ενδιαφερόμενο μέρος:
«ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ Κυριακή (Αιτήτρια): Πολύ Καλή: Η ακαδημαϊκή της κατάρτιση είναι αρκετά ικανοποιητική. Εκφράζεται με άνεση και είναι σταθερή στις απόψεις της, δεν επικεντρώνεται όμως στην ουσία των θεμάτων ούτε τα αναλύει στις επιμέρους πτυχές. Χρειάζεται βοήθεια για να ολοκληρώσει τις σκέψεις της. Έχει αυτοπεποίθηση.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Κυριάκος (Ε.Μ.): Σχεδόν εξαίρετος: Γνωρίζει πάρα πολύ καλά το αντικείμενο. Αντιδρά άμεσα στα ερωτήματα, χειρίζεται το λόγο με ευχέρεια, προσεγγίζει αναλυτικά τα θέματα και τεκμηριώνει τις θέσεις του με πειστικά επιχειρήματα. Διαθέτει κριτική ικανότητα, ευελιξία σκέψεως και αυτοπεποίθηση.»
Η ΕΔΥ κατά την τελική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Η ΕΔΥ σημείωσε επίσης ότι το πλεονέκτημα, διέθεταν τόσο η εφεσίβλητη όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο ωστόσο, αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο κατά την προφορική εξέταση. Η ΕΔΥ επέλεξε τελικά για διορισμό στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος
Η εφεσείουσα, θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση στην έκταση που αυτή αφορά τους λόγους που οδήγησαν στην ακύρωση της απόφασης της για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους. Οι λόγοι έφεσης που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας αντιστοιχούν ουσιαστικά προς τους λόγους ακύρωσης όπως αναλυτικά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην αξιολόγηση του Διευθυντή η οποία, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη. Η εφεσείουσα υποστηρίζει πως η πιο πάνω διαπίστωση είναι εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση, η συμμετοχή του Διευθυντή στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ διέπεται από το άρθρο 33(10) του Ν. 1/90 (όπως τροποποιήθηκε).
«(10) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»
Έχουμε τη γνώμη ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Διευθυντής Αναδασμού με την παρουσία του στην προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον της ΕΔΥ ήταν στα πλαίσια της πιο πάνω διάταξης και ότι οι απόψεις που διατύπωσε για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης το οποίο θα λάμβανε υπόψη η ΕΔΥ στο τελικό στάδιο. Ο ρόλος του Διευθυντή ήταν καθαρά βοηθητικός του έργου της ΕΔΥ σε εκείνο ακριβώς το στάδιο ώστε να σχηματίσει η ίδια καλύτερη άποψη. Θεωρούμε πως δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολογία στην αξιολόγηση του Διευθυντή ούτε υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη διαδικασία ή στην απόφαση της ΕΔΥ, αναγόμενη στην αξιολόγηση του Διευθυντή. Βλ. Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 και Πογιατζής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 39/2000, 7.3.2001.
Η εφεσείουσα με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η ΕΔΥ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στην εκκαλούμενη απόφαση που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αυτό το λόγο έφεσης τον οποίο και θεωρούμε ως ανεδαφικό.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε διαπίστωση ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει νομικά λόγω έλλειψης αιτιολογίας στον προσδιορισμό της πείρας της εφεσίβλητης. Μεταξύ των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης είναι,
«4. Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα ή θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η κατοχή ενός εκ των πιο πάνω προσόντων που διαζευκτικά απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα. Στην προκείμενη περίπτωση είχε προκαθοριστεί ότι πείρα ενός έτους θα ήταν αρκετή για να θεωρηθεί ότι αποτελεί πλεονέκτημα. Κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και η εφεσίβλητη διέθεταν την ελάχιστη πείρα του ενός έτους και συνεπώς ορθά η ΕΔΥ έκρινε πως αμφότεροι διέθεταν το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα. Η όποια περαιτέρω διαβάθμιση της πείρας από την ΕΔΥ θα ήταν εκτός πλαισίου και συνεπώς θεωρούμε λανθασμένη την περί του αντιθέτου κρίση του συναδέλφου μας. Η αναφορά της ΕΔΥ στην πείρα της εφεσίβλητης και του ενδιαφερόμενου μέρους γίνεται σε συνάρτηση προς το πλεονέκτημα και όχι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν λήφθηκε υπόψη το πρόσθετο προσόν της εφεσίβλητης. Η εισήγηση είναι ορθή γιατί, καθώς έχουμε αναφέρει, η πείρα προσμέτρησε υπέρ της εφεσίβλητης ως πλεονέκτημα και συνεπώς η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να πιστωθεί δύο φορές με το πλεονέκτημα κατ' επίκληση της μεταπτυχιακής της εκπαίδευσης. Ωστόσο, η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της εφεσίβλητης (κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master in Business Administration του Cyprus International Institute of Management), ήταν ένα από τα στοιχεία που η ΕΔΥ έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση. Για την κατοχή του πιο πάνω τίτλου από την εφεσίβλητη γίνεται λόγος τόσο στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και στην τελική κρίση της ΕΔΥ.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και επικυρώνεται η διοικητική απόφαση. Υπέρ της εφεσείουσας επιδικάζονται τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.