ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2005) 3 ΑΑΔ 193

16 Μαΐου, 2005

[AΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΗΣΥΧΙΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3654)

 

Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Βεβαιώνει προηγούμενη απόφαση χωρίς να έχουν υποβληθεί νέα ουσιώδη στοιχεία που εξυπάκουαν νέα έρευνα ― Πρωτόδικη απόφαση περί του βεβαιωτικού χαρακτήρα της επίδικης απόφασης επικυρώθηκε.

Ο εφεσείων με την προσφυγή του προσέβαλε την απάντηση της εφεσίβλητης που του δόθηκε στις 19/6/2002 με την οποία επιβεβαιώθηκε εκ νέου προηγούμενη απόφασή της να απορρίψει αίτημά του για συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η προσφυγή απορρίφθηκε πρωτόδικα, ως προσβάλλουσα βεβαιωτική απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Σαφώς προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη με την προσφυγή του εφεσείοντα είναι βεβαιωτική προηγούμενης, αυτής της 17.4.2002. Ως τέτοια, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με τη νομολογία, πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία, που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα.

Στην παρούσα υπόθεση ούτε νέα έρευνα έγινε από την εφεσίβλητη, ούτε υπεβλήθησαν εκ μέρους του εφεσείοντα νέα ουσιώδη στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Τα όσα περιγράφει στο περίγραμμα του ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ως νέα δήθεν στοιχεία, δεν αποτελούν καθόλου νέα στοιχεία. Ήταν θέματα τα οποία ήταν γνωστά στην εφεσίβλητη και τα οποία δεν επέβαλλαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας.

Με την επιστολή ημερ. 19.6.2002, αντικείμενο της προσφυγής, βεβαιούται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της η οποία περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 17.4.2002. Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 19.6.2002, περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης. Δεν είναι επομένως εκτελεστή και δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή πρώην υπάλληλο της Αρχής του οποίου οι υπηρεσίες τερματίστηκαν από 31/8/80, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 711/2002), ημερομηνίας 13/6/2003, με την οποία απορρίφθηκε, ως προσβάλλουσα βεβαιωτική πράξη, η προσφυγή του κατά του περιεχομένου επιστολής ημερομηνίας 19/6/2002, με την οποία πληροφορείτο ότι το αίτημά του ημερ. 19/7/2001, το οποίο επαναλήφθηκε στις 15/5/2002, για ένταξή του στο Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων ΑΗΚ, αναδρομικά από 31/8/80, με βάση την Κ.Δ.Π. 188/97, απορρίφθηκε.

Μ. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, από τις 2.7.1954. Κατόπιν σχετικού αιτήματος του τού παραχωρήθηκε άδεια απουσίας χωρίς απολαβές για δύο χρόνια, από τις 21.4.1978-20.4.1980. Πριν από τη λήξη της πιο πάνω περιόδου, ο εφεσείων υπέβαλε νέο αίτημα για παράταση της άνευ απολαβών άδειάς του από τις 21.4.1980 μέχρι τις 31.8.1980. Η εφεσίβλητη αποδέχθηκε το αίτημα του εφεσείοντα και παρέτεινε την άδεια απουσίας του τονίζοντας, σε επιστολή της ημερ. 4.3.1980 και τα εξής:-

«Ωσαύτως πληροφορείσθε ότι ουδεμία περαιτέρω παράτασις θα δοθή και ως εκ τούτου δέον όπως παρουσιασθήτε εις τον Διευθυντήν Οικονομικών Υπηρεσιών, Κεντρικά Γραφεία, την 1.9.1980 δι' ανάληψιν των καθηκόντων σας.

Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν παραλείψητε να επιστρέψητε εις την εργασίαν σας την 1.9.1980 η Αρχή θα θεωρήση ότι δεν επιθυμείτε να συνεχίσητε τας εργασιακάς σας σχέσεις μετ' αυτής και ότι υποβάλλητε αυτοβούλως την παραίτησίν σας από την υπηρεσίαν της Αρχής, αι δε υπηρεσίαι σας θα θεωρηθούν ως τερματισθείσαι από της 31ης Αυγούστου, 1980, ημερομηνίας λήξεως της παρούσης αδείας απουσίας σας άνευ απολαβών.»

Πρέπει να λεχθεί ότι ο εφεσείων καθ' όλην την διάρκεια της απουσίας του εργαζόταν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Jeddah της Σαουδικής Αραβίας.

Ο εφεσείων δεν επέστρεψε στην εργασία του στην εφεσίβλητη μετά τη λήξη της άδειας απουσίας του, χωρίς να δώσει καμίαν εξήγηση. Η εφεσίβλητη, κατόπιν τούτου, τερμάτισε τις υπηρεσίες του από τις 31.8.1980.  Σε σχετική επιστολή της, ημερ. 2.10.1980, προς τον εφεσείοντα αναφέρει τα εξής:-

«Επειδή δεν έχετε συμμορφωθεί με το περιεχόμενον της ως άνω επιστολής μου ήτοι να επιστρέψητε εις την εργασίαν σας την 1.9.1980 πληροφορείσθε ότι η Αρχή εθεώρησε ότι δεν επιθυμείτε να συνεχίσητε τας εργασιακάς σας σχέσεις μετ' αυτής και ότι υποβάλατε αυτοβούλως την παραίτησίν σας από την υπηρεσίαν της Αρχής, αι δε υπηρεσίαι σας εθεωρήθησαν ως τερματισθείσαι από της 31ης Αυγούστου, 1980.»

Απεστάλη επίσης στον εφεσείοντα, στη διεύθυνση του στη Σαουδική Αραβία, επιταγή που αντιπροσώπευε τα δικαιώματα του στο Ταμείο Προνοίας.

Εικοσιένα χρόνια αργότερα, στις 19.7.2001, ο εφεσείων επέστειλε επιστολή στην εφεσίβλητη με την οποία ζητούσε όπως περιληφθεί στο Σχέδιο Συντάξεων που λειτουργεί στην Αρχή σήμερα «αναδρομικά από την ημερομηνία της μονομερούς παραίτησης μου .... στις 31.8.1980» αφού, όπως αναφέρει, επιστρέψει το ποσό της επιταγής που του απεστάλη, ως τα δικαιώματα του στο Ταμείο Προνοίας επί πλέον τους νόμιμους τόκους. Βάσιζε δε το αίτημα του, στην άγνοια του, όπως ισχυρίζεται, ότι λειτουργούσε σχέδιο συντάξεων στην Αρχή.

Η εφεσίβλητη απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα. Σε συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου της, στις 2.4.2002, απεφάσισαν, σύμφωνα και με τη γνωμάτευση του νομικού της συμβούλου, ότι:-

«Οι Κανονισμοί του Σχεδίου Συντάξεων ΑΗΚ δεν μπορεί να έχουν αναδρομική ισχύ, καθότι δεν επηρεάζουν δυσμενώς οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα που είχαν οι δύο πρώην υπάλληλοι πριν τη θέσπιση των Κανονισμών.

Η Αρχή δεν έχει καμία νομική υποχρέωση να επιτρέψει στους δύο πρώην υπαλλήλους της να επιλέξουν ένταξή τους στο Σχέδιο Συντάξεων ΑΗΚ δυνάμει των Κανονισμών που εγκρίθηκαν μετά την παραίτησή τους από την υπηρεσία της Αρχής.

Ο όποιος δεσμός (νομικός και πραγματικός) με την Αρχή, έπαυσε να υπάρχει με την αποχώρησή τους και την είσπραξη από αυτούς οποιουδήποτε ποσού εδικαιούντο ως ωφελήματα Ταμείου Προνοίας, με την ιδιότητα τους ως μελών του Ταμείου Προνοίας.»

Παρατηρούμε ότι οι σχετικοί Κανονισμοί έχουν δημοσιευθεί με την Κ.Δ.Π. 188/1997. Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) των πιο πάνω Κανονισμών «ιδρύεται Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων .....» και το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου ότι «η ισχύς του Σχεδίου θεωρείται ότι άρχισε την 1.1.1982.»

Η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 17.4.2002 ειδοποίησε τον εφεσείοντα για την πιο πάνω απόφαση της.

Στις 15.5.2002 ο εφεσείων απέστειλε νέα επιστολή στην εφεσίβλητη απαντώντας παράγραφο προς παράγραφο στην επιστολή της. Αναφέρθηκε σε πολλά και διάφορα τα πλείστα των οποίων ήταν άσχετα με το θέμα. Το γεγονός είναι ότι δεν παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία σχετικά με το αίτημα του. Απαιτούσε δε συγκεκριμένα, απόσυρση της επιστολής της εφεσίβλητης, της 17.4.2002, τροποποίηση των Κανονισμών, ώστε να τον καλύπτει, και να θεωρηθεί η υπηρεσία του ως συνεχής και όχι ως τερματισθείσα.

Η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 19.6.2002 στον εφεσείοντα ανέφερε:-

«Όσον αφορά το αίτημα σας για ένταξη στο Σχέδιο Συντάξεων ΑΗΚ, σας πληροφορώ ότι δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε επιπρόσθετο απ' ότι αναφέρθηκε στην επιστολή μου ημερομηνίας 17.4.2002.»

Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή, στις 31.7.2002, με την οποία ζητούσε ακύρωση της διοικητικής απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 19.6.2002.

Η εφεσίβλητη στη γραπτή ένσταση της στην προσφυγή πρόβαλε μεταξύ άλλων προδικαστικές ενστάσεις ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως βεβαιωτική προηγούμενης, δεν είναι εκτελεστή και επίσης ότι ο εφεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του αφού, από το 1980, είχε παραιτηθεί από την υπηρεσία της, εισπράττοντας όλα τα υφιστάμενα, τότε, ωφελήματά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε μόνο με τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις και απέρριψε την προσφυγή. 

Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσείων με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σαφώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική προηγούμενης και κατά συνέπεια δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι εκτελεστή απόφαση ήταν εκείνη της 17.4.2002, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε και εν πάση περιπτώσει είχε παρέλθει ο χρόνος των 75 ημερών που προνοεί το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Συγκεκριμένα το σκεπτικό του Δικαστηρίου έχει ως εξής:-

«Είναι προφανές το έρεισμα της προδικαστικής ένστασης της ΑΗΚ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο βεβαιωτική εκείνης που περιείχετο στην επιστολή της 17.4.2002. Είναι σε εκείνη την επιστολή που περιέχεται η απόφαση της ΑΗΚ να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή καθώς και η πλήρης αιτιολογία της απόφασης. Η επιστολή της 19.6.2002 ακριβώς παραπέμπει απλώς στην επιστολή της 17.4.2002 και δεν περιέχει νέα απόφαση ούτε εβασίσθη σε νέα έρευνα στη βάση νέων στοιχείων. Τούτο βεβαίως σημαίνει ότι η προσφυγή καθίστατο και εκπρόθεσμη καθ' όσον οι εβδομήντα πέντε μέρες από τις 17.4.2002 είχαν ήδη παρέλθει στις 31.7.2002 που κατεχωρήθη η προσφυγή.»

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Σαφώς προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη με την προσφυγή του εφεσείοντα είναι βεβαιωτική προηγούμενης, αυτής της 17.4.2002. Ως τέτοια, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με τη νομολογία, πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία, που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα. (Βλέπε: Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394).

Στην παρούσα υπόθεση ούτε νέα έρευνα έγινε από την εφεσίβλητη, ούτε υπεβλήθησαν εκ μέρους του εφεσείοντα νέα ουσιώδη στοιχεία που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Τα όσα περιγράφει στο περίγραμμα του ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ως νέα δήθεν στοιχεία, δεν αποτελούν καθόλου νέα στοιχεία. Ήταν θέματα τα οποία ήταν γνωστά στην εφεσίβλητη και τα οποία δεν επέβαλλαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας.

Με την επιστολή ημερ. 19.6.2002, αντικείμενο της προσφυγής, βεβαιούται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της η οποία περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 17.4.2002.  Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 19.6.2002, περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης. Δεν είναι επομένως εκτελεστή και δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η κατάληξή μας αυτή απαντά και στον τρίτο λόγο έφεσης για το εμπρόθεσμο ή μη της προσφυγής.

Ένεκα της πιο πάνω κατάληξής μας η περαιτέρω εξέταση της έφεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης που αναφέρεται στη μη κατοχή εννόμου συμφέροντος από τον αιτητή, θα ήταν ακαδημαϊκού απλώς ενδιαφέροντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο