ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 151
13 Απριλίου, 2005
[AΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
F.P.P. FISH PROCESSING LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3439)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Κατάσχεση εμπορευμάτων δυνάμει του Άρθρου 170 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67) ― Δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Η όλη διαδικασία εμπίπτει στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αναθεωρητική Έφεση ― Προβολή λόγου αντισυνταγματικότητας νόμου, που δεν αποφασίστηκε πρωτόδικα και δεν αποτέλεσε λόγο έφεσης ― Δεν μπορεί να εξεταστεί.
Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της κατάσχεσης εμπορευμάτων της, καθώς και κατά της παράλειψης διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας για δήμευση των ιδίων εμπορευμάτων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η διαδικασία που προβλέπεται στο σχετικό νόμο (Νόμος 82/1967) είναι αναντίλεκτα αστική, αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια πρόκειται για αστική διαφορά που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και επομένως δεν είναι δημοσίου δικαίου. Κάτω από αυτήν την έννοια η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Τόσο η κατάσχεση όσο και η διαδικασία δήμευσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κινούνται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και όχι του Δημοσίου.
2. Στο περίγραμμά του ο δικηγόρος των εφεσειόντων προβάλλει ότι το Δεύτερο Παράρτημα του σχετικού νόμου αρ. 82/1967 είναι αντισυνταγματικό, γιατί προσκρούει στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος. Τέτοιο όμως ζήτημα δεν έχει συζητηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε όμως και αποτελεί λόγο έφεσης. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να τύχει εξέτασης στην παρούσα έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αριστοτέλους κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279,
Akak Marine Company Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1993) 1 Α.Α.Δ. 664,
Akak Marine Company Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1994) 1 Α.Α.Δ. 644.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 900/2000), ημερομηνίας 25/4/2002, με την οποία απορρίφθηκε, ως μη προσβάλλουσα εκτελεστή πράξη, η προσφυγή της κατά της απόρριψης του αιτήματός της, ημερομηνίας 2/5/2000, με την οποία ζητούσε από τους καθ' ων η αίτηση να προχωρήσουν με διαδικασία για έκδοση δικαστικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αναφορικά με την κατάσχεση και δήμευση ποσότητας κατεψυγμένων ψαριών τα οποία η εταιρεία εισήγαγε αλλά κατόπιν αποδόθηκαν σ' αυτήν, καθώς και εναντίον της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση προς την ενέργεια αυτή.
Θ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία στις 2.7.1997 κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση για τον τελωνισμό ποσότητας κατεψυγμένου αλατισμένου σολωμού και πέστροφας, τα οποία δηλώθηκαν στη δασμολογική κλάση 03.05 με μηδενικό συντελεστή δασμού. Το Τμήμα Τελωνείων (οι εφεσίβλητοι) διαπίστωσε ότι επρόκειτο για μη αλατισμένα ψαρικά που κατατάσσονταν στη δασμολογική κλάση 03.03 που σήμαινε εισαγωγικό δασμό £34.876,00. Και επειδή θεώρησε ότι η εφεσείουσα για να αποφύγει την πληρωμή του δασμού, προέβη σε αναληθή δήλωση κατά παράβαση του άρθρου 188(3) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε) προχώρησε στις 11.7.1997, δυνάμει του άρθρου 170, σε κατάσχεση των εμπορευμάτων ως υποκειμένων σε δέσμευση.
Η εφεσείουσα με επιστολή των δικηγόρων της αντιτάχθηκε στην κατάσχεση και με δεύτερη επιστολή επεσήμανε στους εφεσίβλητους ότι τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είχαν σύντομη ημερομηνία λήξης και εισηγήθηκε όπως καταβάλει τους δασμούς που απαιτούσαν οι εφεσίβλητοι προσθέτοντας ότι «εφ' όσον υφίσταται διαφορά για το κατά πόσο οφείλεται δασμός ή το ύψος του δασμού, θα ακολουθήσουν τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.» Οι εφεσίβλητοι απάντησαν θετικά και πρότειναν να παραδώσουν τα κατασχεθέντα ψαρικά στους εφεσείοντες εφ' όσον οι τελευταίοι κατέβαλλαν το ποσό των £50.000 διαφορετικά θα προχωρούσαν με την πώληση τους με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 16Β του Δεύτερου Παραρτήματος. Οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν την πρόταση, κατέβαλαν το ποσό των £50.000 με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους και παρέλαβαν τα εμπορεύματα.
Ένεκα της πιο πάνω απόδοσης των εμπορευμάτων στους εφεσείοντες οι εφεσίβλητοι, κατόπιν γνωμάτευσης και της νομικής υπηρεσίας, δεν προχώρησαν σε διαδικασία δήμευσης.
Τρία σχεδόν χρόνια μετά την κατάσχεση των εμπορευμάτων οι εφεσείοντες, με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερ. 2.5.2000, ζήτησαν από τους εφεσίβλητους να προχωρήσουν με διαδικασία για έκδοση δικαστικής απόφασης αναφορικά με τη δήμευση των εμπορευμάτων. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι αφού τους αποδόθηκαν τα εμπορεύματα δεν υπήρχε αντικείμενο προς δήμευση.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 900/2000 με την οποία προσέβαλλαν την απόφαση των εφεσιβλήτων να μην προχωρήσουν με δικαστική διαδικασία για δήμευση. Εναλλακτικά δε προσέβαλλαν και την παράλειψη προς ενέργεια και επίσης την κατάσχεση ως άκυρη και παράνομη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ουσιαστικά με το πρώτο τεθέν ζήτημα. Ως προς τα εναλλακτικά ανέφερε:-
«Θα με απασχολήσει μόνο το πρώτο ζήτημα, της απόφασης ημερ. 31 Μαίου 2000, δεδομένου ότι ενόψει αυτής δεν θα μπορούσε πλέον να τίθεται ζήτημα παράλειψης, ενώ ως προς την κατάσχεση είναι νομολογημένο πως σε τέτοιες περιπτώσεις η κατάσχεση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Παρήλθε άλλωστε προ πολλού ο χρόνος προσβολής.
Στην Αριστοτέλους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279 η Ολομέλεια, με απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ., ανέφερε σχετικά με την κατάσχεση τα εξής (στη σελ. 289):
«Για τους λόγους που παραθέσαμε κρίνουμε πως, στο πλαίσιο του πλέγματος των διατάξεων του Νόμου 82/67, η κατάσχεση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η κατάσχεση αφ' εαυτής στερεί την κατοχή του εμπορεύματος που κατάσχεται αλλά δεν είναι εξ αυτού του λόγου εκτελεστή διοικητική πράξη ενόψει της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας την αυθεντία Αριστοτέλους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279 και παραθέτοντας εκτενές απόσπασμα της απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με το εξής σκεπτικό:-
«Aπομένει λοιπόν ως μόνο ερώτημα το κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή να μην κινήσει διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο για δήμευση των εμπορευμάτων αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση. Έχω τη γνώμη ότι η εν προκειμένω απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν εκτελεστή - το ίδιο βέβαια θα ίσχυε και για παράλειψη - ενόψει «της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται», ακριβώς όπως και στην περίπτωση απόφασης για κατάσχεση. Επομένως δεν χωρεί προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει δυνατότητα θεραπείας με ένδικο μέσο σε άλλη δικαιοδοσία.»
Οι εφεσείοντες με την παρούσα έφεση τους προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης συναφείς μεταξύ τους.
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων στο εκτενές περίγραμμα του αναλύει συνολικά τους τέσσερις λόγους. Παραθέτει τις αρχές που διέπουν το θέμα πότε δηλαδή μια πράξη ή απόφαση είναι και εκτελεστή διοικητική απόφαση για να υπόκειται σε προσβολή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Σπεύδουμε να συμφωνήσουμε τόσο με τις αρχές όσον και τη νομολογία, όπως προτάθηκε, που διέπουν το θέμα. Δεν έχουμε όμως πεισθεί ότι οι αρχές αυτές μπορεί να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Η διαδικασία που προβλέπεται στο σχετικό νόμο (Νόμος 82/1967) είναι αναντίλεκτα αστική, αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια πρόκειται για αστική διαφορά που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και επομένως δεν είναι δημοσίου δικαίου. Κάτω από αυτήν την έννοια η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Τόσο η κατάσχεση όσο και η διαδικασία δήμευσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κινούνται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και όχι του Δημοσίου. Παραθέτουμε το απόσπασμα από την αυθεντία Αριστοτέλους (πιο πάνω), σελίδα 287, όπως το παρέθεσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, απόσπασμα που απαντά ευθέως στο θέμα:-
«Η κατάσχεση προς δήμευση, διενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 170 του Νόμου, άγει σε περίπτωση αμφισβήτησης σε δικαστική διαδικασία προς έκδοση δικαστικής απόφασης «επί του θέματος της δημεύσεως». Η διαδικασία, την οποία το άρθρο 176 χαρακτηρίζει ως «τελωνειακή δίωξη», ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Δεύτερου Παραρτήματος του Νόμου. Ορίζεται ως αστική και διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου, κατά τα κριτήρια που τίθενται, Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Akak Marine Company Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (1993) 1 A.A.Δ. 664 και (1994) 1 A.A.Δ. 644, έγινε δεκτή η θέση της Δημοκρατίας πως ακόμα και στην περίπτωση διαδικασίας προς δήμευση πλοίου, αρμόδιο Δικαστήριο είναι, κατά το Νόμο, το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ναυτοδικείο. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι καθορισμένο. Κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευση, «εάν το Δικαστήριο εξεύρη ότι τούτο, ότε κατεσχέθη τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν». Ιδιαίτερες πρόνοιες του ίδιου Παραρτήματος αλλά και του άρθρου 177 καθορίζουν αρχές ως προς την απόδειξη ορισμένων ζητημάτων.»
Στο περίγραμμα του ο δικηγόρος των εφεσειόντων προβάλλει ότι το Δεύτερο Παράρτημα του σχετικού νόμου αρ. 82/1967 είναι αντισυνταγματικό γιατί προσκρούει στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.
Τέτοιο όμως ζήτημα δεν έχει συζητηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε όμως και αποτελεί λόγο έφεσης.
Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να τύχει εξέτασης στην παρούσα έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.