ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 521/2003)

 

9 Φεβρουαρίου, 2005

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΛΑΥΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

                            ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΩΝ

(Α) ΑΥΓΟΥΣΤΑΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ,

                     (Β) ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ,

                      (Γ)  ΚΑΤΙΝΑΣ ΣΕΡΓΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

                      (Δ)  ΖΑΧΑΡΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

                    (Ε)  ΕΛΕΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

 

Αιτητών,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Χαρ. Καραπατάκης για Παπαδόπουλο, Λυκούργο & Σία, για τους Αιτητές.

 

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι διαχειριστής της περιουσίας των αποβιωσάντων

 

      (α) Αυγούστας Θρασυβούλου Νικολαϊδου

      (β) Ναυσικάς Θρασυβούλου Νικολαϊδου

      (γ) Κατίνας Σέργη Αντωνιάδη

      (δ) Ζαχαρία Φιλιππίδη και

      (ε) Ελένης Φιλιππίδη.

 

 

 

 

 

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η εγκυρότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση της 28/3/2003 σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε διάταγμα επίσχεσης της περιουσίας των αποβιωσάντων που βρίσκεται στην ενορία Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο.

 

(α) Τα γεγονότα.

Οι αποβιώσασες είναι κληρονόμοι της ακίνητης περιουσίας, όπως αυτή περιγράφεται στη σχετική αίτηση, στην ενορία Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Η πιο πάνω περιουσία απαλλοτριώθηκε το 1955 για να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Το Δικαστήριο ανεγέρθηκε τελικά σε άλλο χώρο και η απαλλοτριωθείσα περιουσία χρησιμοποιήθηκε ως χώρος στάθμευσης των υπαλλήλων της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου. Το 1994 υποβλήθηκε αίτημα εκ μέρους του αιτητή για την επιστροφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας λόγω εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το αίτημα απορρίφθηκε και στην υπ' αρ. 98/95 προσφυγή Γλαύκος Αντωνιάδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας δηλώθηκαν στις 2/6/98 τα πιο κάτω:

 

"κα Ζαννέτου: Την υπόθεση τη χειρίζεται η συνάδελφος Στέλλα Χριστοδουλίδου. Εκ μέρους της θα κάμω κάποια δήλωση. Μετά από μελέτη της υπόθεσης και των στοιχείων που έχω λάβει από τα διάφορα τμήματα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση των καθ'ων η αίτηση, να μην επιστρέψουν στους αιτητές την εν λόγω επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία η οποία απαλλοτριώθηκε, πάσχει νομικά για το λόγο ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν υφίσταται πλέον. Συγκεκριμένα, το εν λόγω τεμάχιο δεν χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του έργου για το οποίο απαλλοτριώθηκε, δηλαδή την ανέγερση του Δικαστικού Μεγάρου Πάφου, και ενόψει των όσων έχω αναφέρει δεν προτίθεμαι να υπερασπιστώ τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης και εισηγούμαι προς το Δικαστήριο όπως η επίδικη απόφαση ακυρωθεί.

 

κ. Παπαδόπουλος: Συμφωνώ με τα όσα έχει δηλώσει η συνάδελφος μου. Θέλω να σημειώσετε ότι οι πελάτες μου ενόψει αυτής της δήλωσης της συναδέλφου δεν πρόκειται να διεκδικήσουν αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος για την κατακράτηση της ακίνητης τους περιουσίας μέχρι σήμερα. Επίσης ζητώ τα έξοδά μου.

 

Δικαστήριο: Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η απόφαση των καθ'ων η αίτηση να μην επιστρέψουν στους αιτητές την επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία που είχε απαλλοτριωθεί για σκοπούς ανέγερσης κτιρίων για το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όπως έχει κοινοποιηθεί με σχετική επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 14/10/94, ακυρώνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα των αιτητών όπως αυτά θα καθοριστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο."

 

 

Οι καθ'ων η αίτηση παρά την πιο πάνω εξέλιξη συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία ως χώρο στάθμευσης και στις 24/2/2003 το Υπουργικό Συμβούλιο προχώρησε στην επίσχεση της, για να χρησιμοποιείται ως "χώρος στάθμευσης για το προσωπικό της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου". Η πιο πάνω ενέργεια βασίστηκε στις πρόνοιες του άρθρου 23(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο προνοεί ότι,

 

"(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 14, ανεξαρτήτως όμως πάσης ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, ακίνητος ιδιοκτησία απαλλοτριωθείσα προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, δυνάμει των διατάξεων της τότε εν ισχύϊ νομοθεσίας, ήτις είτε αποδεικνύεται ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας, ή μη ούσα περαιτέρω αναγκαία, διά τον σκοπόν δι' ον εγένετο η απαλλοτρίωσις, δύναται να διατεθή καθ' ον τρόπον προβλέπεται εν τω περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμω τω καταργηθέντι διά του παρόντος Νόμου, ως εάν ο παρών Νόμος δεν εθεσπίζετο."

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί

 

(i)              Είναι αποτέλεσμα πλάνης εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση να συμμορφωθούν προς την απόφαση που εκδόθηκε στην προσφυγή 98/95 και

 

(ii)             Το άρθρο 23(2) του Νόμου 15/62 είναι αντισυνταγματικό.

 

 

(γ) Η νομική πλευρά.

Το άρθρο 23.5 του Συντάγματος προνοεί ότι,

 

"5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής."

 

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν προς τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στην υπ' αρ. 98/95 προσφυγή και προέβηκαν στην έκδοση διατάγματος "επίσχεσης" για να αποφύγουν την υποχρέωση επιστροφής της ακίνητης ιδιοκτησίας στους ιδιοκτήτες της. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το άρθρο 23(2) του Νόμου 15/62 (το οποίο βασίστηκε στο παλιό άρθρο 13 του Κεφ. 226) είναι αντισυνταγματικό, αφού δεν επιτρέπει τη διάθεση απαλλοτριωθείσας περιουσίας λόγω της ρητής συνταγματικής επιταγής που επιβάλλει στη διοίκηση να επιστρέψει στον προηγούμενο ιδιοκτήτη απαλλοτριωθείσα περιουσία, όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιείται μέσα σε τρία χρόνια από τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης.

 

Στην παρούσα περίπτωση το γεγονός ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το 1955 η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία, εξέλιπε, λόγω της ανέγερσης του Δικαστικού Μεγάρου Πάφου σε άλλη τοποθεσία, δεν αμφισβητείται. Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν νομικό έρεισμα να αρνούνται να επιστρέψουν την περιουσία στους ιδιοκτήτες της. Ιδιαίτερα μετά τη θέσπιση του Συντάγματος της Δημοκρατίας υπήρχε υποχρέωση, βάσει του άρθρου 23.5, της απαλλοτριούσας αρχής να προσφέρει την περιουσία στους δικαιούχους της. Η παράλειψη αυτή της οφειλόμενης ενέργειας ακυρώθηκε από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 98/95 στις 2/6/1998. Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν άλλη επιλογή ενόψει των προνοιών του άρθρου 23.5 του Συντάγματος, παρά να επιστρέψουν την ακίνητη ιδιοκτησία στους ιδιοκτήτες της, αφού δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσής της. Αντί αυτού όμως προχώρησαν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος επίσχεσης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13(1) του Κεφ. 226 και του άρθρου 23(2) του Ν. 15/62. Όμως η περίπτωση εγκατάλειψης του σκοπού απαλλοτρίωσης που έλαβε χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, αντιμετωπίστηκε ήδη από τη νομολογία με την επισήμανση ότι οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, υποχωρούν μπροστά στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 23.5. Δεσμευτική αυθεντία αποτελεί στην υπό εξέταση περίπτωση η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 ΑΑΔ 307, η οποία δόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ. (όπως ήταν τότε) στην οποία τονίστηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

 

    "Το νομικό υπόβαθρο της αιτιολογίας στην υπόθεση Χ" Λοίζου, που υιοθέτησε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας στην ενώπιόν μας έφεση είναι πως τα "δικαιώματα" των αιτητών θεμελιώθηκαν σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, το Νόμο Κεφ. 226, πριν από το Σύνταγμα. Οι δικηγόροι όμως των αιτητών προτείνουν εδώ μια άλλη νομική θέση, που δεν εξετάστηκε στην υπόθεση Χ" Λοίζου και που κατά τη γνώμη μου είναι απόλυτα ορθή. Εισηγούνται πως στην παρούσα προσφυγή δεν συζητείται οποιοδήποτε δικαίωμα των αιτητών που απορρέει από αυτά τα ίδια τα διατάγματα απαλλοτρίωσης π.χ. η αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους, όταν μάλιστα έχουν υλοποιηθεί και η ακίνητη ιδιοκτησία ενεγράφη στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής. Αυτό που εγείρεται στην κρινόμενη έφεση, και το υπογραμμίζω, είναι η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 23 του Συντάγματος και να προσφέρει στους ιδιοκτήτες την ακίνητη περιουσία τους, εφόσον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε δεν κατέστη εφικτός. Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή υφίστατο εν πάση περιπτώσει και σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κεφ. 226, για περίοδο 10 ετών από την εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, χρονική περίοδος που συνεχίστηκε και μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, εφόσον τα σχετικά διατάγματα απαλλοτρίωσης εκδόθηκαν το 1954 και 1956.

 

    Αυτό το τελευταίο είναι πρόσθετο επιχείρημα γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει καμιά σημασία αν η απαλλοτρίωση έγινε πριν ή μετά την ισχύ του Συντάγματος. Η ξεχωριστή νομικά υποχρέωση της προσφοράς του ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας του, όταν δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, δημιουργήθηκε και υφίσταται με την εφαρμογή του Συντάγματος."

 

 

 

Το Δικαστήριο αφού προέβη σε μια ανάλυση των διαφορών μεταξύ του άρθρου 13 του Κεφ. 226 και της παραγράφου 23.5 του Συντάγματος σημείωσε ότι,

 

"Η συνταγματική διάταξη, όπως είναι διατυπωμένη, δεν δίδει απλώς δικαίωμα στον πολίτη, που με αίτημά του μπορεί να αξιώσει την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας του αλλά επιβάλλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή να την προσφέρει. Η αναγκαία, επομένως, στην κρίση μου προσαρμογή του άρθρου 13 του Νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος απολήγει στην υιοθέτηση της ρηματικής πρόνοιας των συνταγματικών διατάξεων, που καθιστούν υποχρεωτική την προσφορά από την απαλλοτριούσα αρχή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο δικαιούχο, και καθορίζουν το χρονικό διάστημα, για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, συντομότερο."

 

 

Καταλήγοντας δε το Δικαστήριο επεσήμανε ότι,

 

"Η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για προσφορά της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, έστω και αν ίσχυε η δεκαετία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κεφ. 226, συνεχιζόταν και μετά το 1960. Εφόσον οι απαλλοτριώσεις έγιναν το 1954 και 1956, στο συνεχιζόμενο αυτό δικαίωμα παρενεβλήθησαν, και εφαρμόζονται, οι διατάξεις του Συντάγματος."

 

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το διάταγμα επίσχεσης είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Συνακόλουθα η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.

 

 

                                                        Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο