ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Khlaief Essa Murad (Aρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 1402
Wilesinge Napana Muhamdiramlage Gamagedara Ariyaratnev. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 560
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
NAVEED ARIF ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 4/2012, 5/11/2014, ECLI:CY:AD:2014:D845
LAAL BADH SHAH ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 979/2012, 11/12/2013
MORTEZA MOLLA ZEIN AL ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Yπόθεση Αρ. 123/05, 10 Ιουνίου 2005
Bondar Elena ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 33
Marcelino Vilma Galivan (2012) 1 ΑΑΔ 2747
Jamal Ahmad ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 199
SYED NAVEED ALI ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 664/2011, 24/1/2013
Khouri Dani El (2014) 1 ΑΑΔ 1794, ECLI:CY:AD:2014:D555
MANIKARAN LETCHUMAN ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1638/2010, 29/11/2013
Rozlutska Olha ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 174
Fasel Ali Pour Habibi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 876, ECLI:CY:AD:2016:A184
L M ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ.796/2007, 26 Σεπτεμβρίου 2008
VILMA MARCELINO ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 739/2012, 16/7/2012
MANON ALSHAER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 693/2012, 16/7/2012
Haghsen Diar (2012) 1 ΑΑΔ 2390
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ VILMA GALIVAN MARCELINO, Πολιτική Αίτηση Αρ. 169/2012, 14/12/2012
JATINDER SINGH SANDHU, Αρ. Αίτησης 3/2013, 28/3/2013
(2004) 3 ΑΑΔ 741
30 Δεκεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ASAD MOHAMMED RAHAL,
Αιτητής,
v.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1023/2004)
Πολιτικό Άσυλο ― Αιτητής πολιτικού ασύλου ― Η δυνατότητα της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου ― Συσχέτιση των προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αφενός και του περί Προσφυγών Νόμου αφετέρου ― Περιστάσεις νομιμότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων απέλασης και κράτησης στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή το κύρος των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν σε βάρος του από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας κατά πλειοψηφία την προσφυγή, (απόφαση Νικολάου Δ., συμφωνούντων των Αρτεμίδη Πρ., Αρτέμη, Κων/νίδη, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Δ.Δ.) αποφάσισε ότι:
1. Με την παρούσα προσφυγή, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, αμφισβητείται η εξουσία της Διευθύντριας να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου. Ο αιτητής επισημαίνει ότι σύμφωνα με την επιφύλαξη η οποία προστέθηκε στο Άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου με τον τροποποιητικό Ν. 164(Ι)/01, υπερισχύουν οι διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και επικαλείται δύο από αυτές: το Άρθρο 4(α) και το Άρθρο 29. Το πρώτο άρθρο αφορά στις βασικές αρχές για τη μεταχείριση προσφύγων και αιτητών ασύλου.
Δεν υπάρχει όμως εδώ θέμα απέλασης του αιτητή ενόσω εκκρεμεί η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της αναστολής του διατάγματος απέλασης. Με επακόλουθο βέβαια τη μη πραγμάτωση της απέλασης αν το αίτημα εγκριθεί, εκτός αν προκύψουν άλλοι λόγοι που θα πρέπει να είναι το αντικείμενο άλλης διαδικασίας. Το δεύτερο άρθρο ρυθμίζει τη δυνατότητα της Δημοκρατίας να αποφασίζει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης, την απέλαση «πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ή προσώπου με καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους». Αντίθετα από ό,τι ο αιτητής φαίνεται να θεωρεί, η διάταξη δεν καλύπτει αιτητές πολιτικού ασύλου, όπως αυτός.
2. Αναφορικά ειδικότερα με το διάταγμα κράτησης, ο αιτητής επισημαίνει κατ' αρχάς ότι το αίτημα του για άσυλο, με τα πραγματικά του στοιχεία, υποβλήθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης και εισηγείται ότι εφόσον υπερισχύει ο περί Προσφύγων Νόμος, η κράτηση επιτρέπεται μόνο με δικαστικό διάταγμα βάσει του Άρθρου 7(4).
Η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημά του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο Άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν γίνεται δεκτό ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, καθ' ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.
Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου.
3. Το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε νόμιμα. Με την κατάληξη αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του Άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
4. Ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται. Πρόκειται για ευμενή γι' αυτόν εξέλιξη. Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης. Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο. Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.
Ο Νικολαΐδης, Δ., διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας και έδωσε δική του διισταμένη απόφαση μειοψηφίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Khlaief (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402,
Chahal v. U.K. 22 ECHR 1831 1996-V,
Ammur v. France 11 ECHR 826 1996-III,
Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752,
Wilesinge (2004) 2 Α.Α.Δ. 560.
Προσφυγή.
Προσφυγή η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία ο αιτητής Συριακής καταγωγής ο οποιος εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα και υπέβαλε στις 3/6/2003, αίτηση παροχής πολιτικού ασύλου, αρχικά στις 3/6/2003, με ψευδές όνομα και αργότερα στις 10/8/2004, υπέβαλε νέα αίτηση με το πραγματικό του όνομα και ο οποίος συνελήφθη κατά την εμπλοκή του σε τροχαίο ατύχημα και καταδικάστηκε στις 30/8/2004, σε ενός μηνός φυλάκιση, ποινή την οποία εξέτισε, εναντίον της απόφασης με την οποία, στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενεργώντας ως η αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, θεώρησε τον αιτητή ανεπιθύμητο μετανάστη σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(δ) του Νόμου και με βάση το Άρθρο 14(1) εξέδωσε εναντίον του διάταγμα απέλασης και, επικουρικά, μέχρι να καταστεί εφικτή η απέλασή του, διάταγμα κράτησης, αμφισβητώντας, σαν κύριο λόγο ακύρωσης, την εξουσία της Διευθύντριας να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπου - αιτητή πολιτικού ασύλου ως αντιβαίνουσα στα Άρθρα 4(α) και 29 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000.
Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ο Αιτητής είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελείται από εμένα και τους Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή, Παπαδοπούλου και Φωτίου Δ.Δ., θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ. Ο Νικολαΐδης, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Γεννήθηκε το 1969 και είναι κάτοχος Συριακού διαβατηρίου με αρ. 2944857. Ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 14 Αυγούστου 1997 ως επισκέπτης και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι 30 Αυγούστου 1997. Μετά τη λήξη της άδειας παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα για σχεδόν δυόμισι χρόνια μέχρι που, στις 16 Ιανουαρίου 2000, αναχώρησε για τη χώρα του.
Αργότερα επέστρεψε παράνομα στην Κύπρο. Ο ίδιος είπε πως αφίχθη στις 17 Μαΐου 2003, την ίδια ημερομηνία κατά την οποία παρουσιάστηκε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού με άλλη ταυτότητα για να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Ισχυρίστηκε ότι ονομαζόταν Khateeb Mohammed Ahmad και ότι ήταν Παλαιστίνιος, γεννηθείς στην Τζενίν στις 10 Μαΐου 1971. Εξήγησε ότι έφθασε από τη Χάϊφα με σκάφος αγνώστων στοιχείων, στο οποίο είχε επιβιβαστεί λαθραία. Στις 22 Μαΐου 2003 κατηγορήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία. Παραδέχθηκε ενοχή αλλά δεν του επιβλήθηκε ποινή επειδή φαινόταν να κάλυπτε την περίπτωση το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/00 (όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο:
«7.- (1) Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.»
Αφέθηκε ελεύθερος και στις 3 Ιουνίου 2003 ενεγράφη επίσημα ως αιτητής ασύλου, με τα ψεύτικα στοιχεία που είχε δώσει. Στις 27 Αυγούστου 2003 του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι που να λαμβανόταν απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου. Διεξήχθη σχετική συνέντευξη στις 16 Φεβρουαρίου 2004 και του δόθηκε αρνητική απάντηση στις 20 Αυγούστου 2004.
Στο μεταξύ, στις 10 Αυγούστου 2004, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για άσυλο με το πραγματικό του αυτή τη φορά όνομα. Το ότι η νέα αίτηση και η προηγούμενη προέρχονταν από το ίδιο πρόσωπο διαπιστώθηκε τυχαία, όταν η αστυνομία βρήκε το διαβατήριο του κατά τη διερεύνηση τροχαίου ατύχηματος στο οποίο αυτός ενεπλάκη στις 20 Αυγούστου 2004. Ως αποτέλεσμα συνελήφθη και στις 30 Αυγούστου 2004 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε φυλάκιση ενός μηνός.
Κατόπιν τούτου, στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενεργώντας ως η αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε), θεώρησε τον αιτητή ανεπιθύμητο μετανάστη. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(δ):
«6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
........................................................................................................
(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης·
.................................................................................................»
Κατ' ακολουθίαν η Διευθύντρια αποφάσισε με βάση το άρθρο 14(1) και εξέδωσε εναντίον του αιτητή διάταγμα απέλασης και επικουρικά, μέχρι να καταστεί εφικτή η απέλαση του, διάταγμα κράτησης. Προβλέπεται ότι:
«14(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των όρων οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ο Διευθυντής δύναται να διατάξει οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια να παραμείνει σε αυτή για περιορισμένη περίοδο, παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται εντός της κατηγορίας που απαριθμείται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.»
Η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν, με επιστολή στη δική του γλώσσα. Επειδή όμως εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα ασύλου, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αλλά όχι και του διατάγματος κράτησης.
Σε σχέση με το δεύτερο αίτημα ασύλου, η Υπηρεσία Ασύλου δέχθηκε τον αιτητή σε συνέντευξη στις 24 Σεπτεμβρίου 2004. Απέρριψε το αίτημα στις 11 Νοεμβρίου 2004. Στις 29 Νοεμβρίου 2004 ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, η οποία εκκρεμεί.
Στις 12 Οκτωβρίου 2004, προτού απορριφθεί για δεύτερη φορά το αίτημα για άσυλο, ο αιτητής υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus. Η αίτηση απορρίφθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2004 λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο αιτητής εκρατείτο βάσει διοικητικών αποφάσεων ο έλεγχος των οποίων εμπίπτει στην Αναθεωρητική δικαιοδοσία. Ήταν άλλωστε προφανές ότι ο χρόνος κράτησης δεν υπερέβαινε τον λογικά αναγκαίο και έτσι δεν μπορούσε να τίθετο προς συζήτηση θέμα ανεξάρτητου δικαιοδοτικού ερείσματος για habeas corpus: βλ. τις παρατηρήσεις του Χατζηχαμπή, Δ., στην Essa Murad Khlaief (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402.
Με την παρούσα προσφυγή, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, αμφισβητείται η εξουσία της Διευθύντριας να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου. Ο αιτητής επισημαίνει ότι σύμφωνα με την επιφύλαξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου με τον τροποποιητικό Ν. 164(Ι)/01, υπερισχύουν οι διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και επικαλείται δύο από αυτές: το άρθρο 4(α) και το άρθρο 29. Το πρώτο άρθρο αφορά στις βασικές αρχές για τη μεταχείριση προσφύγων και αιτητών ασύλου. Μια από αυτές είναι ότι:
«4(α) Πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου, λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη.»
Επισημαίνουμε όμως πως δεν υπάρχει εδώ θέμα απέλασης του αιτητή ενόσω εκκρεμεί η αίτηση του για πολιτικό άσυλο. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της αναστολής του διατάγματος απέλασης. Με επακόλουθο βέβαια τη μη πραγμάτωση της απέλασης αν το αίτημα εγκριθεί, εκτός αν προκύψουν άλλοι λόγοι που θα πρέπει να είναι το αντικείμενο άλλης διαδικασίας. Το δεύτερο άρθρο ρυθμίζει τη δυνατότητα της Δημοκρατίας να αποφασίζει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης, την απέλαση «πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ή προσώπου με καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους». Αντίθετα από ό,τι ο αιτητής φαίνεται να θεωρεί, η διάταξη δεν καλύπτει αιτητές πολιτικού ασύλου, όπως αυτός.
Αναφορικά ειδικότερα με το διάταγμα κράτησης, ο αιτητής επισημαίνει κατ' αρχάς ότι το αίτημα του για άσυλο, με τα πραγματικά του στοιχεία, υποβλήθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης και εισηγείται ότι εφόσον υπερισχύει ο περί Προσφύγων Νόμος, η κράτηση επιτρέπεται μόνο με δικαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 7(4) σύμφωνα με το οποίο:
«7(4)(α) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.
(β) Η κράτηση αιτητή επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(i) Για την εξακρίβωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας του, και σε περίπτωση που δεν έχει ιθαγένεια τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, σε περίπτωση που κατέστρεψε ή απαλλάχθηκε από τα ταξιδιωτικά ή προσωπικά του έγγραφα ή χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα κατά την άφιξή του στη Δημοκρατία με στόχο να παραπλανήσει τις αρμόδιες αρχές, νοουμένου ότι δεν αποκαλύπτει τις ενέργειες του αυτές και την πραγματική του ταυτότητα κατά την υποβολή της αίτησης·
(ii) για τη διερεύνηση νέων στοιχείων που επιθυμεί να υποβάλει ο αιτητής για απόδειξη των ισχυρισμών που ως προς την αίτηση ασύλου του, σε περίπτωση που η αίτησή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης.»
Επιπλέον, για το θέμα της κράτησης, ο αιτητής παραπέμπει σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συγκεκριμμένα στις υποθέσεις Chahal v. U.K. 22 ECHR 1831 1996-V και Ammur v. France 11 ECHR 826 1996-III επί της ερμηνείας του άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όμοιου με το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει μεταξύ άλλων την κράτηση αλλοδαπού «καθ' ου εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπό απελάσεως ή εκδόσεως». Όμως αυτές οι αποφάσεις αφορούσαν περιστάσεις εντελώς διαφορετικές και δεν θεωρούμε πως χρειάζεται να τις συζητήσουμε.
Σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο αρχών του διοικητικού δικαίου, ο αιτητής αμφισβητεί γενικά τη δυνατότητα της διοίκησης να αναστέλλει αποφάσεις της χωρίς νομοθετική πρόνοια για αναστολή. Στόχος του δεν είναι βέβαια η άρση της ευμενούς για τον ίδιο αναστολής του διάταγματος απέλασης ώστε να καταστεί δυνατή η απέλασή του. Στόχος του είναι η εξουδετέρωση του διατάγματος απέλασης, με τη σκέψη ότι διάταγμα απέλασης που δεν μπορεί να αναστέλλεται δεν πρέπει και να εκδίδεται ενόσω εκκρεμεί η εξέταση αιτήματος για πολιτικό άσυλο.
Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ' ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.
Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752, όπου ανέφερε τα εξής:
«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»
Στην περίπτωση που εξετάζουμε το αίτημα για άσυλο υποβλήθηκε βεβαίως πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης αλλά αυτό δεν εκφεύγει του σκεπτικού στην απόφαση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Πρόκειται για διαφορά σε λεπτομέρεια που δεν επιδρά στο βασικό άξονα του συλλογισμού. Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσης τους και όχι τη χρονική σειρά των εξελίξεων μετά που αποκρυσταλλώθηκε η κατάσταση. Μια άλλη όψη του ιδίου στην ουσία ζητήματος εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Εφετείο, στην υπόθεση Napana Wilesinge (2004) 2 Α.Α.Δ. 560, κατά την ερμηνεία κυρίως του προεκτεθέντος άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προστατεύει αιτητές ασύλου από τιμωρία αλλά μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι του. Επισημάναμε εκεί ότι:
«...... η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα.»
Νόμιμα λοιπόν εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης. Με την κατάληξη μας αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται. Πρόκειται για ευμενή γι' αυτόν εξέλιξη. Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης: βλ. την υπόθεση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο. Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, υπέβαλε, στις 3.6.2003, αίτηση παροχής ασύλου, χρησιμοποιώντας το ψεύτικο όνομα Mohammed Ahmad Khateeb, αλλά στη συνέχεια, στις 10.8.2004, υπέβαλε νέα αίτηση, αυτή τη φορά με το πραγματικό του, Asaad Mohammed Rahal.
Στις 20.8.2004, κατά τη διάρκεια διερεύνησης τροχαίου ατυχήματος από την Τροχαία Λεμεσού, διαπιστώθηκε ότι ο Khateeb και ο Rahal ήταν το ίδιο πρόσωπο. Συνελήφθη, κατηγορήθηκε και τελικά στις 30.8.2004 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ένα μήνα φυλάκιση, ποινή την οποία εξέτισε.
Στις 20.8.2004 η Υπηρεσία Ασύλου τον πληροφόρησε ότι το αίτημά του για άσυλο με τα στοιχεία Mohammed Ahmed Khateeb είχε απορριφθεί. Αναφέρτηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος και με το πραγματικό του όνομα, αλλά η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έχει ακόμα εκδοθεί λόγω φόρτου εργασίας. Στις 22.9.2004 εκδόθηκαν εναντίον του, με το πραγματικό του όνομα, διατάγματα απέλασης και κράτησής του. Ως λόγος απέλασης αναφέρεται η καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης. Τα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης και κράτησης προσβλήθηκαν με την παρούσα προσφυγή ως παράνομα.
Το μόνο ουσιαστικά σημείο που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορός του περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι εκκρεμούσης της αίτησής του για παροχή ασύλου, η Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μεταναστεύσεως (στο εξής «η Διευθύντρια»), δεν νομιμοποιείται στην έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης.
Η έκδοση του διατάγματος απέλασης βασίστηκε στο εδάφιο (1) (δ) του άρθρου 6 του Κεφ.105, το οποίο απαριθμεί ποια πρόσωπα είναι απαγορευμένοι μετανάστες, των οποίων η είσοδος δεν επιτρέπεται στη Δημοκρατία. Το συγκεκριμένο εδάφιο αναφέρεται σε πρόσωπα που καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης και τα οποία λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρούνται ως ανεπιθύμητοι μετανάστες. Μπορεί στο σημείο αυτό να σημειωθεί, άνκαι δεν έχει εγερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, ότι στο διάταγμα απέλασης ημερ. 22.9.2004, η Διευθύντρια αναφέρεται μόνο στις πρόνοιες του άρθρου 6 (1) (δ), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις συναφείς περιστάσεις που καθιστούν τον αιτητή παράνομο μετανάστη.
Το Κεφ. 105 συμπλέκεται με τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000, Ν.6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, ιδιαίτερα αφού στο άρθρο 13 του Κεφ.105 το οποίο αναφέρεται στα διατάγματα που εκδίδονται εναντίον απαγορευμένου μετανάστη να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, προστέθηκε με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 2001, Ν.164(Ι)/2001 η φράση «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ο λειτουργός μετανάστευσης αναφορικά με οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι απαγορευμένος μετανάστης δύναται .......».
Το άρθρο 4 του περί Προσφύγων Νόμου απαγορεύει την απέλαση πρόσφυγα ή αιτητή ασύλου σε χώρα όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο. Η απαγόρευση απέλασης πρόσφυγα επιβεβαιώνεται από το άρθρο 29 που προνοεί την απέλαση πρόσφυγα μόνο για λόγους που άπτονται του συμφέροντος της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή για λόγους δημόσιας τάξης, ενώ το άρθρο 29 (5) απαγορεύει ρητά την έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Το άρθρο 14 (2) του Κεφ. 105 προνοεί τη χώρα στην οποία αλλοδαπός απελαύνεται. Είναι είτε η χώρα στην οποία αυτός ανήκει ή με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου στο μέρος από όπου ήλθε ή σε οποιοδήποτε μέρος στο οποίο ο ίδιος συγκατατίθεται να απελαθεί, νοουμένου ότι η κυβέρνηση κάθε τέτοιου τόπου δέχεται να τον δεκτεί.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής, ο οποίος φέρεται να είναι Σύριος με χώρα συνήθους διαμονής τη Συρία, υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου, λόγω φόβου καταδίωξής του στη χώρα αυτή. Και το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασής του προνοεί ρητά την απέλασή του στη Συρία.
Θεωρώ ότι η απόλυτη διατύπωση του άρθρου 4 αποκλείει την κήρυξη αιτητή ασύλου σε απαγορευμένο μετανάστη βάσει του Κεφ. 105 και συνεπώς απαγορεύει την απέλασή του. Με άλλα λόγια, είναι η θέση μου, ότι εναντίον πρόσφυγα ή αιτητή ασύλου, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί διάταγμα απέλασης, παρά μόνο, όσον αφορά πρόσφυγες, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Η θέση ότι το άρθρο 4 αναφέρεται μόνο στην πραγματοποίηση της απέλασης και δεν απαγορεύει την έκδοση σχετικού διατάγματος, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εξ άλλου η αναστολή εκτέλεσης της απέλασης συνεπάγεται κατά τον Μ. Στασινόπουλο, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Ανατύπωση 1976, σελ. 254-258 λήξη της ισχύος της διοικητικής πράξης, δηλαδή παύση της παραγωγής των εννόμων της αποτελεσμάτων στο μέλλον.
Δεν είναι χωρίς σημασία και το ότι στο άρθρο 5 που καθορίζει τους λόγους αποκλεισμού προσώπου από το καθεστώς πρόσφυγα δεν περιλαμβάνεται η διάπραξη αδικήματος στη Δημοκρατία. Ακόμα, το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου καθιστά υποχρεωτική την παροχή άδειας προσωρινής διαμονής σε αιτητή, η οποία θα ισχύει για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία εισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία μέχρι την ημερομηνία της έκδοσης της τελικής απόφασης στην αίτησή του για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. Κάθε αιτητής ασύλου, κατά τη διάρκεια ισχύος της προσωρινής διαμονής του, έχει, μεταξύ άλλων και δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης εντός του εδάφους της Δημοκρατίας (άρθρο 9).
Όλα τα πιο πάνω επιβεβαιώνουν ότι οι έννοιες του αιτητή ασύλου και του απαγορευμένου μετανάστη είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους και δεν είναι δυνατόν αιτητής ασύλου ή αναγνωρισμένος πρόσφυγας να κηρύσσεται ταυτόχρονα και απαγορευμένος μετανάστης.
Στην παρούσα υπόθεση η αίτηση για άσυλο η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, κατατέθηκε πριν την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης, φέρεται να απορρίφθηκε στις 11.11.2004. Από το διοικητικό φάκελο φαίνεται ότι, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε στις 11.11.2004 την απόρριψη του αιτήματος ασύλου. Επί της εισήγησης υπάρχει χειρόγραφη σημείωση «η αίτηση απορρίπτεται» με δυσανάγνωστη υπογραφή και ημερομηνία επίσης 11.11.2004, ενώ την ίδια ημέρα, με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής πληροφορείται την απόρριψη της αίτησής του. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας η κα Σπηλιωτοπούλου πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου, λόγω φόρτου εργασίας, δεν ετοίμασε ακόμα την απόφαση απόρριψης του αιτήματος.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, κρίνω ότι η έκδοση διατάγματος απέλασης αιτητή ασύλου συνιστά παράνομη διοικητική πράξη, αφού αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 4 των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2004.
Πριν καταλήξω θα ήθελα να επισημάνω, παρ' όλον ότι ούτε αυτό έχει εγερθεί στην παρούσα υπόθεση, πως το άρθρο 6 του Κεφ. 105, προνοεί ποια πρόσωπα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και δεν επιτρέπεται η είσοδός τους στη Δημοκρατία. Μεταξύ αυτών είναι και οποιοδήποτε πρόσωπο που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για ποινικό αδίκημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων, θεωρείται από το Λειτουργό Μετανάστευσης ως ανεπιθύμητος μετανάστης (εδάφιο (1) (δ)). Στο εδάφιο (5) (α) του άρθρου 14, το οποίο καθορίζει την εξουσία έκδοσης διατάγματος απέλασης, προβλέπεται πως η εξουσία απέλασης που χορηγείται από το άρθρο αυτό, θα επεκτείνεται στην απέλαση οποιουδήποτε προσώπου που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στις παραγράφους (στ) (ζ) και (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6. Η περίπτωση του άρθρου 6 (1) (δ) δεν περιλαμβάνεται. Εύλογα μπορεί κάποιος να διερωτηθεί κατά πόσο υπάρχει διαφορά μεταξύ των εξουσιών που παρέχονται στο Λειτουργό Μετανάστευσης από το άρθρο 6 που δεν επιτρέπει την είσοδο στη Δημοκρατία, και αυτών του άρθρου 14 που αναφέρεται στην εξουσία έκδοσης διατάγματος απέλασης. Κι' αυτό, παρ' όλον ότι στο άρθρο 6 (1) (α) περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε πρόσωπο που εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης που περιλαμβάνεται στο Νόμο ή σε οποιαδήποτε άδεια που του παραχωρήθηκε.
Εν όψει των πιο πάνω θα επέτρεπα την παρούσα προσφυγή και θα ακύρωνα την προσβαλλόμενη πράξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, κατά πλειοψηφία, χωρίς έξοδα.