ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 735
20 Δεκεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3417)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Κριτήρια και στοιχεία κρίσεως κατά τη διεξαγωγή τους ― Περιστάσεις της νομιμότητας των κριτηρίων και στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξιολογήσεις του εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ως προς την επίδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Ε.Υ. προσωπική συνέντευξη ― Δεν απαιτείται αιτιολόγησή τους ― Ήσαν εν πάση περιπτώσει νόμιμες στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Απαγόρευση της έγερσης θεμάτων στο στάδιο της αναθεωρητικής έφεσης όταν αυτά δεν είχαν εγερθεί πρωτοδίκως.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Βαρύτητα κατά το νόμο ― Περιστάσεις της νομιμότητας του ρόλου που διαδραμάτισε η συνέντευξη στην κριθείσα περίπτωση.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Από τα συζητηθέντα και κριθέντα πρωτοδίκως ο εφεσείοντας, με τον πρώτο λόγο έφεσης, επαναφέρει το ζήτημα των κριτηρίων στη βάση των οποίων αξιολογήθηκε η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Διαφοροποιημένο, όμως κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και, πάντως, αβασίμως.
Πρωτοδίκως υποστηρίχθηκε πως η ΕΕΥ, "κατά τρόπο εξωνομικό και χωρίς να έχει τέτοια εξουσία από το νόμο, καθόρισε κριτήρια ή στοιχεία κρίσης για την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων". Αυτά, ιδιαίτερα σε σχέση με την "προσωπικότητα", τη "γλωσσική επάρκεια" και την "αποτελεσματικότητα επικοινωνίας". Όμως ανεξάρτητα από το ότι και κατά τη νομολογία μας τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν θα ήταν εξωγενή, με την επελθούσα στο μεταξύ τροποποίηση του Άρθρου 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 10/67 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 44(Ι)/99) προβλέπονται και ρητά. Και ενώ δεν αμφισβητείται η, πρόδηλη άλλωστε, ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί του σημείου, επιχειρείται εισαγωγή ως θέματος του κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η χρήση του τρίτου κριτηρίου στην περίπτωση. Με τη σκέψη πως η θέση δεν ήταν μόνο διοικητική αφού ο Διευθυντής εντάσσεται και στο διδακτικό προσωπικό. Δεν θα μπορούσε να εισαχθεί και να εξεταστεί τώρα, απευθείας από την Ολομέλεια στο πλαίσιο της έφεσης, τέτοιο θέμα. Όμως η αναγνώριση ότι η θέση είναι και διοικητική ούτως ή άλλως θα επέβαλλε τη χρήση και του τρίτου κριτηρίου.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στις κρίσεις της εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης για την απόδοση στις συνεντεύξεις.
Το εγερθέν θέμα αφορούσε στην κατ' ισχυρισμόν ανάγκη αιτιολόγησης της κρίσης της εκπροσώπου. Το Άρθρο 35Β(9) του Νόμου όμως που αναφέρεται ακριβώς στη δυνατότητα διατύπωσης τέτοιων κρίσεων, δεν απαιτεί αιτιολόγησή τους. Σε αντίθεση προς την περίπτωση των εντυπώσεων της ίδιας της ΕΕΥ η οποία, κατά το Άρθρο 35Β(10), απαιτείται να είναι αιτιολογημένη.
3. Ο ισχυρισμός που περιλήφθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσης του εφεσείοντα πως "η υποκειμενική κρίση από τις συνεντεύξεις, που είναι ένα ανασφαλές κριτήριο, διαδραμάτισε τον πιο αποφασιστικό ρόλο ..." συνιστά παραγνώριση της εμβέλειας του ίδιου του λόγου έφεσης αλλά και του ίδιου του συστήματος που ο νόμος καθορίζει, σύμφωνα με το οποίο η τελική επιλογή προκύπτει από τη συνολική αριθμητική αποτίμηση, περιλαμβανομένης και εκείνης για τις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή - Εκπαιδευτικό εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 881/2000), ημερομηνίας 11/3/2002, με την οποία προήχθηκαν 29 εκαιδευτικοί στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, αντί του ιδίου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), ημερομηνίας 6.3.00, 29 εκπαιδευτικοί προάχθηκαν στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Από τους 109 υποψήφιους οι δυο άσκησαν προσφυγές που συνεκδικάστηκαν. Πρωτοδίκως αυτές απορρίφθηκαν και η παρούσα έφεση ασκήθηκε από τον ένα εκ των αιτητών.
Από τα συζητηθέντα και κριθέντα ο εφεσείοντας, με τον πρώτο λόγο έφεσης, επαναφέρει το ζήτημα των κριτηρίων στη βάση των οποίων αξιολογήθηκε η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Διαφοροποιημένο, όμως κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και, πάντως, αβασίμως.
Πρωτοδίκως, όπως συνοψίζεται ο ισχυρισμός στην πρωτόδικη απόφαση, υποστηρίχθηκε πως η ΕΕΥ, "κατά τρόπο εξωνομικό και χωρίς να έχει τέτοια εξουσία από το νόμο, καθόρισε κριτήρια ή στοιχεία κρίσης για την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων". Αυτά, ιδιαίτερα σε σχέση με την "προσωπικότητα", τη "γλωσσική επάρκεια" και την "αποτελεσματικότητα επικοινωνίας". Όμως, όπως επισήμανε ο συνάδελφός μας, ανεξάρτητα από το ότι και κατά τη νομολογία μας τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν θα ήταν εξωγενή, με την επελθούσα στο μεταξύ τροποποίηση του άρθρου 35Β(10)(β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 10/67 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 44(Ι)/99) προβλέπονται και ρητά. Και ενώ, όπως και κατά την ακρόαση διευκρινίστηκε, δεν αμφισβητείται ενώπιόν μας η, πρόδηλη άλλωστε, ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί του σημείου, επιχειρείται εισαγωγή ως θέματος του κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η χρήση του τρίτου κριτηρίου* στην περίπτωση. Με τη σκέψη πως η θέση δεν ήταν μόνο διοικητική αφού ο Διευθυντής εντάσσεται και στο διδακτικό προσωπικό. Δεν θα μπορούσε να εισαχθεί και να εξεταστεί τώρα, απευθείας από την Ολομέλεια στο πλαίσιο της έφεσης, τέτοιο θέμα. Παρατηρούμε όμως πως η αναγνώριση ότι η θέση είναι και διοικητική ούτως ή άλλως θα επέβαλλε τη χρήση και του τρίτου κριτηρίου. Σημειώνουμε συναφώς πως η ΕΕΥ ακριβώς εξήγησε, μάλιστα κατά την αιτιολόγηση της βαρύτητάς του, πως, "η υπό πλήρωση θέση είναι η πρώτη κατά σειρά στην ιεραρχία της σχολικής μονάδας και πέραν από το διδακτικό περιλαμβάνει και διοικητικό και καθοδηγητικό έργο". Επίσης πως τα κριτήρια τίθενται από την επιφύλαξη στο άρθρο 35Β(10)(β) που αφορά στο διδακτικό προσωπικό.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στις κρίσεις της εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης για την απόδοση στις συνεντεύξεις. Διατυπώθηκε ως ακολούθως:
"Εσφαλμένα έκρινε η Πρωτόδικη απόφαση ως νόμιμη και ή μη χρήζουσα αιτιολογία την αξιολόγηση της προφορικής ενώπιον της ΕΕΥ συνέντευξης από την "εκπρόσωπο" του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Εσφαλμένα δε η απόφαση θεώρησε ότι δεν επηρέασε επιβλαβώς την τελική πράξη η εν λόγω κρίση της Λειτουργού του Υπουργείου."
Εν τούτοις, στο περίγραμμα της αγόρευσης, επιχειρείται στροφή με τη διατύπωση της γνώμης πως κακώς η εκπρόσωπος χρησιμοποίησε τη μέθοδο της βαθμολογίας σε σχέση με τα κριτήρια αφού αυτά αφορούν μόνο στη νομοθετική υποχρέωση για αιτιολογία από την ίδια την ΕΕΥ. Το εγερθέν θέμα αφορούσε στην κατ' ισχυρισμόν ανάγκη αιτιολόγησης της κρίσης της εκπροσώπου. Ορθά υποδεικνύει ο συνάδελφός μας πως το άρθρο 35Β(9) του Νόμου που αναφέρεται ακριβώς στη δυνατότητα διατύπωσης τέτοιων κρίσεων, δεν απαιτεί αιτιολόγησή τους. Σε αντίθεση προς την περίπτωση των εντυπώσεων της ίδιας της ΕΕΥ η οποία, κατά το άρθρο 35Β(10), απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Αυτά θα ήταν αρκετά για την απόρριψη και του δεύτερου λόγου έφεσης αλλά σημειώνουμε πως δεν θα διαπιστώναμε σφάλμα και κάθε άλλο παρά παράβαση του Νόμου σε σχέση με τη διατύπωση των κρίσεων, όπως αυτή έγινε, με γνώμονα τα εκ του νόμου προσδιοριζόμενα.
Ένα ακόμα θέμα σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης. Η αιτιολογία του αρχίζει με τη φράση "από πουθενά δεν φαίνεται να είναι εκπρόσωπος του Διευθυντή" και στο περίγραμμα αγόρευσης, ενώ δεν αναπτύσσεται περαιτέρω το θέμα, η λέξη εκπρόσωπος τοποθετείται σε εισαγωγικά. Και να ήταν επιτρεπτή η τέτοια διεύρυνση του λόγου έφεσης, θέμα που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει, δεν είναι επιτρεπτή η έγερση τέτοιου θέματος τώρα αφού αυτό δεν είχε εγερθεί στην προσφυγή ώστε να παρασχεθεί και η δυνατότητα διερεύνησης και απόφανσης επ' αυτού πρωτοδίκως.
Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο υποστηρίζεται ότι:
"Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η κρίση της Εφεσίβλητης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ήταν αιτιολογημένη και νόμιμη όπως διατυπώθηκε και/ή ότι άρα η τελική απόφαση ήταν νόμιμη".
Για να ακολουθήσουν και ως προς αυτόν επιχειρήματα εντελώς εκτός πλαισίου. Αναφερόμαστε στον ισχυρισμό που περιλήφθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσης του εφεσείοντα πως "η υποκειμενική κρίση από τις συνεντεύξεις, που είναι ένα ανασφαλές κριτήριο, διαδραμάτισε τον πιο αποφασιστικό ρόλο ...". Κατά παραγνώριση, αν μη τι άλλο, της εμβέλειας του ίδιου του λόγου έφεσης αλλά και του ίδιου του συστήματος που ο νόμος καθορίζει, σύμφωνα με το οποίο η τελική επιλογή προκύπτει από τη συνολική αριθμητική αποτίμηση, περιλαμβανομένης και εκείνης για τις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις.
Επί της ουσίας, τελικά, του ισχυρισμού ως προς την αιτιολόγηση: Έχουμε ελέγξει όλα τα δεδομένα και δεν διαπιστώνουμε λάθος στην προσέγγιση του συναδέλφου μας. Επομένως θα καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση:
"Όπως προκύπτει αβίαστα από το Παράρτημα ΙΑ στην ένσταση, η Επιτροπή έδωσε λεπτομερέστατη αιτιολογία αναφορικά με τα στοιχεία κρίσης που έλαβε υπόψη και ποια ήταν η απόδοση του κάθε υποψηφίου σε κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά. Ο πίνακας με την αριθμητική αποτίμηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις (σελίδες 45 έως 49 του Παραρτήματος ΙΑ στην ένσταση) απεικονίζει απλώς συνοπτικά το αποτέλεσμα των όσων λεπτομερώς αναφέρονται στις προηγούμενες σελίδες του πρακτικού - Παράρτημα ΙΑ - αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Η απόφαση Καρκώτης ν. ΕΕΥ, Προσφυγή Αρ. 874/1998, ημερομηνίας 19.11.1999, την οποία παραθέτει ο δικηγόρος των αιτητών προς υποστήριξη της θέσης του ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, και συνεπακόλουθα, επαρκούς αιτιολογίας, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση για το λόγο ότι στην υπόθεση Καρκώτη εφαρμοζόταν το άρθρο 35Β(10)(β) προτού τροποποιηθεί από το Νόμο 44(Ι)/99. Ενώ στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται το ίδιο άρθρο μετά την τροποποίηση, το οποίο και δεν απαιτεί όπως η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για την αύξηση των πέντε (5) μονάδων στηρίζεται στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, αλλά μπορεί να στηρίζεται μόνο στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Διαφοροποιείται, επίσης, και η απόφαση Χρύσω Βορκά ν. ΕΕΥ, Προσφυγή 628/2000, ημερομηνίας 31.1.2002, την οποία, επίσης, παρέθεσε ο δικηγόρος των αιτητών, διότι στην παρούσα υπόθεση προηγήθηκαν συνεντεύξεις και χορηγήθηκαν μονάδες όπως επιτρέπει το άρθρο 35Β(10)(β). Ενώ στην υπόθεση Χρύσω Βορκά το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να παραχωρήσει και τις πέντε μονάδες στο σύνολό τους στηριζόμενη στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων."
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.