ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 437
9 Iουνίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
HAGOP MESSAK MAGHDESSIAN,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3272)
Αλλοδαποί ― Άδεια εισόδου ― Συγκεκριμένες περιστάσεις καθιστούν την απόφαση απόρριψης αίτησης για άδεια εισόδου εύλογη και νόμιμη ― Ισχυρισμός πως παραβιάστηκε το Άρθρο 15 του Συντάγματος, απορρίφθηκαν.
Ο αιτητής προσέβαλε ανεπιτυχώς πρωτόδικα την απόφαση της διοίκησης να μην εγκρίνει αίτημά του για άδεια εισόδου για ολιγοήμερη παραμονή στην Κύπρο και καταχώρισε έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επέμεινε ενώπιόν μας πως παραβιάστηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα του: (α) στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής, και (β) το δικαίωμα του πρόσβασης στο Δικαστήριο. (Αντίστοιχα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 8 και 6).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Berrehab v. The Netherlands Government, 21.7.1988, συζητά σε έκταση το Άρθρο 8 της Σύμβασης, 15 του Συντάγματος μας, για σεβασμό στην οικογενειακή ζωή. Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης προσομοιάζουν με την υπόθεση αυτή μόνο σε ένα στοιχείο. Ό,τι δηλαδή και εκεί επρόκειτο περί αλλοδαπού, του οποίου απερρίφθη αίτημα για ανανέωση της παραμονής του στη χώρα, μετά που διελύθη ο γάμος του. Εκτός από αυτό το κοινό σημείο τα υπόλοιπα γεγονότα σ' εκείνη την υπόθεση διαφέρουν ριζικά. Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεδείχθη πως ο προσφεύγων είχε άριστες σχέσεις με τη θυγατέρα του και έντονη και ειλικρινή επιθυμία να είναι σε επαφή μαζί της. Προτού διαλυθεί ο γάμος του, και στη βάση διευθέτησης με τη σύζυγο του, είχε συχνή και γόνιμη επαφή με τη θυγατέρα του.
Εκτός από την απαράδεκτη συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι της συζύγου και των παιδιών του, εγκατέλειψε την οικογένεια του γιατί δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Όταν έφυγε από την Κύπρο, για 8 ολόκληρα χρόνια δεν προέβη σε κανένα δικαστικό διάβημα για να εξασφαλίσει επικοινωνία με τα παιδιά του. Ο ίδιος λέει ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί τους, κάτι που η σύζυγος του αρνείται. Όταν ο εφεσείων καταχώρισε την αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου για να καθοριστεί η επικοινωνία με τα παιδιά του, ο δικηγόρος του ζητούσε συνεχώς αναβολή της συζήτησης της αίτησης μέχρις ότου περατωθούν οι δικαστικές διαδικασίες, που άρχισε εναντίον της απόφασης της αρμόδιας αρχής να μην του επιτρέψει είσοδο στην Κύπρο. Μέχρι να τελειώσουν αυτές οι διαδικασίες, που προχώρησαν, τα παιδιά ενηλικιώθηκαν και επομένως οι διαδικασίες κατέστησαν άνευ αντικειμένου.
Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω πως η πρόθεση του εφεσείοντα δεν ήταν η διασφάλιση, με δικαστικό διάταγμα, επικοινωνίας με τα παιδιά του αλλά προσχηματικά χρησιμοποίησε τις διαδικασίες για να επιτύχει είσοδο του στην Κύπρο. Η επίκληση του δικαιώματος του, να παραστεί αυτοπροσώπως στην εκδίκαση της αίτησης του ενώπιον του Οικογενειακή Δικαστηρίου, αποδεικνύεται από τα πιο πάνω γεγονότα κακόπιστη. Έγινε για τον ίδιο σκοπό, για να επιτύχει δηλαδή την είσοδο του στην Κύπρο.
Και η υπό συζήτηση έφεση ήταν ουσιαστικά άνευ αντικειμένου. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, το παράπονο του εφεσείοντα ήταν πως δεν του δόθηκε άδεια να εισέλθει στην Κύπρο για ολιγοήμερη παραμονή, ώστε να υποστηρίξει την αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Με τους χειρισμούς που έκανε ο ίδιος ο δικηγόρος του όταν η αίτηση οδηγήθηκε στην ακροαματική διαδικασία το ένα παιδί είχε ήδη ενηλικιωθεί. Το άλλο παιδί είχε επίσης ενηλικιωθεί όταν το Οικογενειακό Εφετείο συζήτησε την έφεση που καταχωρίστηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Και η παρούσα επομένως έφεση, που στρέφεται εναντίον της απόφασης της διοίκησης να μην του χορηγήσει άδεια εισόδου για ολιγοήμερη παραμονή στην Κύπρο, είναι χωρίς αντικείμενο, εφόσον τα παιδιά έχουν ενηλικιωθεί και δικαιούνται να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους χωρίς την οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνεται πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή ως προς το αποτέλεσμα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιωργαλλάς v. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2060,
Berrehab v. The Netherlands Government, 21.7.1988 (Απόφαση Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων).
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή, Λιβανικής καταγωγής, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 9/2001), ημερομηνίας 4/7/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης από τον καθ' ου η αίτηση του αιτήματός του για άδεια εισόδου και προσωρινής διαμονής στην Kύπρο, ώστε να μπορέσει να παραστεί στην ακρόαση αίτησης την οποία καταχώρισε στο Oικογενειακό Δικαστήριο για δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του τα οποία απέκτησε με Kύπρια.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Nα αρχίσουμε με μια χρονολογική παράθεση των γεγονότων που αφορούν στην υπό συζήτηση έφεση, ώστε να γίνει ευκρινώς κατανοητή η θεραπεία που επιδιώκεται σ' αυτή. Ο εφεσείων είναι Λιβάνιος. Το καλοκαίρι του 1983 γνωρίστηκε με την κύπρια Ζαφείρω Ζαχαρία και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ερωτικός δεσμός, που οδήγησε σε γάμο, ο οποίος τελέστηκε στο Λίβανο στις 19.6.1983. Το Νιόβρη του ίδιου χρόνου ήλθαν στην Κύπρο όπου δημιούργησαν μια μικρή επιχείρηση πώλησης ενδυμάτων, ενώ παράλληλα η Ζαφείρω ασχολείτο με το ειδικό επάγγελμα της ως αισθητικός. Το 1990 μετά από κλυδωνισμούς στις συζυγικές σχέσεις και δημιουργία εξωσυζυγικού δεσμού από τον εφεσείοντα, επήλθε οριστική διάσταση και ακολούθως, το 1993, εξεδόθη διαζύγιο. Ο εφεσείων και η Ζαφείρω απόκτησαν από το γάμο τους δύο παιδιά που γεννήθηκαν στις 16.6.84 και 11.2.85 αντίστοιχα.
Η άδεια παραμονής του εφεσείοντα, ως αλλοδαπός ήταν προσωρινή. Οι αρμόδιες αρχές δεν την ανανέωσαν μετά την έκδοση του διαζυγίου, και περί τούτου ειδοποιήθηκε ανάλογα. Ο εφεσείων έφυγε από την Κύπρο το 1991, μετά που απορρίφθηκε και αίτηση του για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας. Όταν εγκατέλειψε τη σύζυγο και τα παιδιά του η φύλαξη των τελευταίων δόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο στη μητέρα.
Στις 29.6.1999, μετά δηλαδή από 8 χρόνια αφότου έφυγε από την Κύπρο, ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο στην οποία ζητούσε να καθοριστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά του, που ήταν τότε 15 και 14 ετών αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, υπέβαλε και αίτημα στο λειτουργό μετανάστευσης για άδεια εισόδου και προσωρινή διαμονή στην Κύπρο για μια εβδομάδα, για να μπορέσει να παραστεί στην ακρόαση της πιο πάνω αίτησης, που είχε οριστεί στις 29.5.2000. Η απάντηση του λειτουργού ήταν αρνητική, γιατί το όνομα του εφεσείοντα περιλαμβανόταν στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών. Ο δικηγόρος του καταχώρισε προσφυγή εναντίον αυτής της απόφασης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως κατά τη λήψη της δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως η απόφαση είναι αντίθετη με τις πρόνοιες των άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος, που ως γνωστό διασφαλίζουν το σεβασμό στην οικογενειακή ζωή και το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια. Ενόψει της προσφυγής εναντίον της απόφασης του λειτουργού μετανάστευσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλλε διαδοχικά αιτήματα αναβολής της αίτησης, που εκκρεμούσε για εκδίκαση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τον καθορισμό της επικοινωνίας με τα παιδιά του. Η προσφυγή απορρίφθηκε από συνάδελφο δικαστή στις 4.7.2001. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης αυτής.
Κρίθηκε από το συνάδελφο μας στην πιο πάνω προσφυγή, πως, σε ό,τι αφορά το άρθρο 15 του Συντάγματος, δεν ετίθετο τέτοιο θέμα για συζήτηση, εφόσον ο εφεσείων δεν απετάθη στις αρμόδιες αρχές για άδεια διαμονής, με σκοπό να είναι με την οικογένεια του. Ζήτησε μόνο άδεια εισόδου και παραμονής για λίγες μέρες για να παραστεί αυτοπροσώπως στην ακρόαση της αίτησης του ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Παρέμεινε επομένως για εξέταση, έτσι συνεχίζει η πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 30 του Συντάγματός μας, (το αντίστοιχο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Επί του ζητήματος αυτού ο συνάδελφος μας, αφού προέβη σε εκτεταμένη αναφορά της δικής μας νομολογίας και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εξέφρασε την άποψη πως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με τον Ν.39/1962, δεν υπερισχύει του δικαιώματος της πολιτείας να ρυθμίσει με νόμο τα ζητήματα που αφορούν σε αλλοδαπούς, εφόσον όμως τέτοιος νόμος συνάδει προς τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Ακολούθως, συζήτησε το θέμα της ποιότητας της έρευνας που διεξήχθη από τη διοίκηση, και διαπίστωσε πως τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους οι αρχές, για να απορρίψουν το αίτημα του εφεσείοντα, εξετάστηκαν σε βάθος και καλόπιστα ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Στα στοιχεία αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω, καθώς επίσης και στην όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα στις δικαστικές διαδικασίες, που περιγράψαμε πιο πάνω, για να δούμε αν οι εισηγήσεις του δικηγόρου του έχουν οποιοδήποτε έρεισμα. Ακολουθεί επομένως η συζήτηση μας αναφορικά με την ενώπιον μας έφεση.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επέμεινε ενώπιον μας πως παραβιάστηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα του: (α) στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής, και (β) το δικαίωμα του πρόσβασης στο Δικαστήριο. (Αντίστοιχα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 8 και 6).
Να σημειώσουμε πως όταν ο εφεσείων ισχυρίζεται πως δεν του επετράπη η πρόσβαση στα κυπριακά δικαστήρια, προφανώς δεν εννοεί το δικαίωμα του να λάβει δικονομικά μέτρα, εφόσον αυτό έχει κάνει, διορίζοντας μάλιστα δικηγόρο που τον εκπροσώπησε σε όλες τις διαδικασίες που αναφέραμε πιο πάνω. Γι' αυτή τη πτυχή, όπου δηλαδή νομοθετικά περιορίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, όπως π.χ. με πρόνοιες παραγραφής, παραπέμπουμε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γιωργαλλάς ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2060, όπου συζητείται σε έκταση το θέμα. Το παράπονο όμως του εφεσείοντα είναι πως δεν του επετράπη από τις κυπριακές αρχές να παραστεί προσωπικά για να προωθήσει την αίτηση του ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Διατείνεται δε πως, αν το αίτημα του γινόταν αποδεκτό το Οικογενειακό Δικαστήριο θα είχε την ευκαιρία να τον δει προσωπικά, και να εκτιμήσει τον χαρακτήρα και την αξιοπιστία του, έτσι που ενδεχομένως να αποδεχτεί την αίτηση του για τον καθορισμό επικοινωνίας με τα παιδιά του.
Όπως είπαμε πιο πριν, και αναφορικά με την αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο ίδιος ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζητούσε συνεχώς αναβολή της συζήτησης, μέχρις ότου θα αποφασιζόταν από το λειτουργό μετανάστευσης το αίτημα του για να του χορηγηθεί άδεια εισόδου στην Κύπρο και παραμονής του για λίγες ημέρες, για να προωθήσει την πιο πάνω αίτηση του. Το Δικαστήριο τελικά δεν έδωσε άλλη αναβολή και απέρριψε την αίτηση σε ό,τι αφορά το ένα παιδί μόνο, γιατί στο μεταξύ το άλλο είχε ενηλικιωθεί και η αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου.
Ο εφεσείων καταχώρισε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία και απορρίφθηκε στις 6.5.2004. Ο λόγος της απόρριψης ήταν γιατί είχε στο μεταξύ ενηλικιωθεί και το δεύτερο παιδί και επομένως η αίτηση του εφεσείοντα για επικοινωνία με τα παιδιά του κατέστη εξ' ολοκλήρου άνευ αντικειμένου. Το Οικογενειακό Εφετείο παρατήρησε πως από την ημέρα της ενηλικίωσης τους τα παιδιά έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να επικοινωνούν με τον πατέρα τους, χωρίς την οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της παρούσας έφεσης ο συνήγορος προσπάθησε να μας παρουσιάσει τον εφεσείοντα ως ένα καλόπιστο οικογενειάρχη που τρέφει πατρική αγάπη για τα παιδιά του και πως ειλικρινά επιθυμεί επαφή με αυτά, επιδιώκοντας να εισάξει την περίπτωση του εφεσείοντα μέσα στα πλαίσια του άρθρου 15 του συντάγματος για σεβασμό δηλαδή της οικογενειακής του ζωής. Η πιο πάνω προσπάθεια όμως προσκρούει στα στοιχεία του φακέλου, που ήταν σε γνώση βέβαια του δικηγόρου του εφεσείοντα, και τα οποία υποδεικνύαμε κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Ο εφεσείων, αφότου έφυγε από την Κύπρο, θυμήθηκε να καταχωρίσει αίτηση για καθορισμό της επικοινωνίας με τα παιδιά του, 8 χρόνια μετά. Ο ίδιος ισχυρίζεται στην ένορκη του δήλωση, προς υποστήριξη της αίτησης του, πως είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τα παιδιά του, 3, 4 φορές.
Οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείων έχει κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης αναφέρονται στις εκθέσεις των αρμοδίων οργάνων. Συγκεκριμένα, η Αστυνομία είχε πληροφορίες πως ο εφεσείων είναι άτομο αναμειγμένο σε παράνομες δραστηριότητες, όπως εμπορία και χρήση ναρκωτικών, ενώ στην πατρίδα του το Λίβανο ότι είναι μέλος παράνομων οργανώσεων.
Αναφορικά δε με τις οικογενειακές του σχέσεις έγιναν εκθέσεις από το Γραφείο Ευημερίας στις οποίες ο εφεσείων παρουσιάζεται ως άτομο που δημιουργούσε προβλήματα στην οικογένεια του και φοβίες στα παιδιά του, με σκληρή και αναχρονιστική συμπεριφορά, που δεν χρειάζεται να περιγράψουμε με λεπτομέρεια.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Berrehab v. The Netherlands Government, 21.7.1988, συζητά σε έκταση το άρθρο 8 της Σύμβασης, 15 του Συντάγματος μας, για σεβασμό στην οικογενειακή ζωή. Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης προσομοιάζουν με την υπόθεση που μας αφορά μόνο σε ένα στοιχείο. Ότι δηλαδή και εκεί επρόκειτο περί αλλοδαπού, του οποίου απερρίφθη αίτημα για ανανέωση της παραμονής του στη χώρα, μετά που διελύθη ο γάμος του. Εκτός από αυτό το κοινό σημείο τα υπόλοιπα γεγονότα σ' εκείνη την υπόθεση διαφέρουν ριζικά από τη δική μας Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεδείχθη πως ο προσφεύγων είχε άριστες σχέσεις με τη θυγατέρα του και έντονη και ειλικρινή επιθυμία να είναι σε επαφή μαζί της. Προτού διαλυθεί ο γάμος του, και στη βάση διευθέτησης με τη σύζυγο του, είχε συχνή και γόνιμη επαφή με τη θυγατέρα του. Αναφορικά με την ισχύουσα και καθιερωμένη νομική αρχή το Δικαστήριο είπε τα εξής: (σελ.15 της απόφασης).
«In this connection, it accepts that the Convention does not in principle prohibit the Contracting States from regulating the entry and length of stay of aliens. According to the Court_s established case-law (see, inter alia, the judgments previously cited), however, "necessity" implies that the interference corresponds to a pressing social need and, in particular, that it is proportionate to the legitimate aim pursued".
Σε μετάφραση:
«Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο δέχεται πως η Σύμβαση δεν απαγορεύει κατ' αρχήν στα συμβαλλόμενα κράτη να ρυθμίζουν την είσοδο και το χρόνο παραμονής των αλλοδαπών. Εντούτοις σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία του Δικαστηρίου εντούτοις «η αναγκαιότητα» υποδηλώνει πως η παρέμβαση ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική ανάγκη και ειδικότερα ότι είναι ανάλογη με το νόμιμο σκοπό που επιδιώκεται.»
To Δικαστήριο κατέληξε πως υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8, επισημαίνοντας τα ακόλουθα:
«Having regard to these particular circumstances, the Court considers that a proper balance was not achieved between the interests involved and that there was therefore a disproportion between the means employed and the legitimate aim pursued. That being so, the Court cannot consider the disputed measures as being necessary in a democratic society. It thus concludes that there was a violation of Article 8."
Σε μετάφραση:
«Έχοντας υπόψη τις ειδικές αυτές περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει πως δεν λειτούργησε το κατάλληλο ισοζύγιο μεταξύ των εμπλεκομένων δικαιωμάτων και επομένως υπήρξε δυσαναλογία μεταξύ των μέτρων που υιοθετήθηκαν και του επδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, το δικαστήριο δεν θεωρεί πως τα επίμαχα μέτρα ήσαν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συμπεραίνει επομένως, πως υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8.»
Εκτός από την απαράδεκτη συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι της συζύγου και των παιδιών του, που περιγράψαμε σε συντομία πιο πάνω, εγκατέλειψε την οικογένεια του γιατί δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Όταν έφυγε από την Κύπρο, για 8 ολόκληρα χρόνια δεν προέβη σε κανένα δικαστικό διάβημα για να εξασφαλίσει επικοινωνία με τα παιδιά του. Ο ίδιος λέει ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί τους, κάτι που η σύζυγος του αρνείται. Όταν ο εφεσείων καταχώρισε την αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου για να καθοριστεί η επικοινωνία με τα παιδιά του ο δικηγόρος του ζητούσε συνεχώς αναβολή της συζήτησης της αίτησης μέχρις ότου περατωθούν οι δικαστικές διαδικασίες, που άρχισε εναντίον της απόφασης της αρμόδιας αρχής να μην του επιτρέψει είσοδο στην Κύπρο. Μέχρι να τελειώσουν, αυτές οι διαδικασίες, που προχώρησαν πρέπει να πούμε με ταχύ ρυθμό, τα παιδιά ενηλικιώθηκαν και επομένως οι διαδικασίες κατέστησαν άνευ αντικειμένου.
Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω πως η πρόθεση του εφεσείοντα δεν ήταν η διασφάλιση, με δικαστικό διάταγμα, επικοινωνίας με τα παιδιά του αλλά προσχηματικά χρησιμοποίησε τις διαδικασίες για να επιτύχει είσοδο του στην Κύπρο. Η επίκληση του δικαιώματος του, να παραστεί αυτοπροσώπως στην εκδίκαση της αίτησης του ενώπιον του Οικογενειακή Δικαστηρίου, αποδεικνύεται από τα πιο πάνω γεγονότα κακόπιστη. Έγινε για τον ίδιο σκοπό, για να επιτύχει δηλαδή την είσοδο του στην Κύπρο.
Προτού τελειώσουμε να παρατηρήσουμε και τα εξής: Και η υπό συζήτηση έφεση ήταν ουσιαστικά άνευ αντικειμένου. Όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, το παράπονο του εφεσείοντα ήταν πως δεν του δόθηκε άδεια να εισέλθει στην Κύπρο για ολιγοήμερη παραμονή, ώστε να υποστηρίξει την αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Με τους χειρισμούς που έκανε ο ίδιος ο δικηγόρος του όταν η αίτηση οδηγήθηκε στην ακροαματική διαδικασία το ένα παιδί είχε ήδη ενηλικιωθεί. Το άλλο παιδί είχε επίσης ενηλικιωθεί όταν το Οικογενειακό Εφετείο συζήτησε την έφεση που καταχωρίστηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Και η παρούσα επομένως έφεση, που στρέφεται εναντίον της απόφασης της διοίκησης να μην του χορηγήσει άδεια εισόδου για ολιγοήμερη παραμονή στην Κύπρο, είναι χωρίς αντικείμενο, εφόσον τα παιδιά έχουν ενηλικιωθεί και δικαιούνται να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους χωρίς την οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε πως η πρωτόδικη απόφαση του συναδέλφου μας είναι ορθή ως προς το αποτέλεσμα. Η έφεση απορρίπτεται. Η διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Ο αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.