ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 412
10 Μαΐου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3261)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Απαράδεκτα προβλήθηκε ισχυρισμός πως παράνομα δεν προσδιορίστηκαν οι τέσσερις θέσεις στην προκήρυξη, αφού δεν προσδιορίστηκε η βλάβη που υπέστη ο υποψήφιος ο οποίος συμμετείχε αδιαμαρτύρητα στη διαδικασία.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πρέπει να εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αίτησης και όχι για πρώτη φορά στις αγορεύσεις.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Κριτήρια και καθορισμός των μονάδων προκαθορίστηκαν με το Σύστημα Πρόσληψης Επιστημονικού Προσωπικού ― Αντίθετος ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Κατανομή μονάδων ― Ισχυρισμός πως δεν κατανεμήθηκαν ορθά οι μονάδες της πείρας, παραγνώρισε πως δόθηκαν στον αιτητή όλες οι μονάδες για την πείρα.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Κατανομή μονάδων ―Διαφωνία ως προς την λάθος κατανομή μισής μονάδας, χωρίς σημασία, λόγω της υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους κατά πολύ στη συνολική βαθμολογία.
Έννομο Συμφέρον ― Προβολής λόγου ακυρώσεως, που δεν θα βελτίωνε τη θέση του αιτητή ― Προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον.
Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων αντί του ιδίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής που υπέβαλε αίτηση για διορισμό σε μια από αυτές τις θέσεις, εισηγείται πως ενόψει του Κανονισμού 13(1)(α) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86 όπως τροποποιήθηκε), έπρεπε να ακυρωθούν οι διορισμοί που έγιναν επειδή δεν αναφερόταν στην προκήρυξη ο αριθμός των θέσεων που θα πληρώνονταν. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε πως δεν ήταν ορθή η αντίληψη πως η προκήρυξη αναφερόταν σε ακαθόριστο αριθμό θέσεων, αφού αυτές ουσιαστικά προκαθορίζονταν «με αναφορά σε συγκεκριμένα δεδομένα τα οποία, με το πλήρωμα του χρόνου, θα έδιδαν εξ αντικειμένου και τον ακριβή αριθμό», αλλά ο εφεσείων υποστήριξε πως υπάρχει θεμελιώδες ελάττωμα στην αφετηρία της διαδικασίας. Θεωρώντας πως, για σκοπούς διαφάνειας, όλοι και κυρίως οι υποψήφιοι θα έπρεπε να γνωρίζουν εξ αρχής τον αριθμό «που έπρεπε να παραμείνει ο ΙΔΙΟΣ μέχρι τέλος της διαδικασίας». Χωρίς όμως και να υποστηρίζει ότι δεν ήταν τελικά τέσσερις οι θέσεις του 1998. Κυρίως, όμως, χωρίς να καταφαίνεται το έννομο συμφέρον του για ακύρωση των διορισμών που έγιναν, για τέτοιο λόγο. Αντιθέτως, μάλιστα. Ανταποκρίθηκε στην προκήρυξη και διεκδίκησε διορισμό, βεβαίως στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκείνη τροχιοδρόμησε, για να υποστηρίζει τώρα, αφού δεν επελέγη, πως ολόκληρη η διαδικασία δεν θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί. Κρίνεται πως απαραδέκτως επιδοκιμάζει και ταυτοχρόνως αποδοκιμάζει ο εφεσείων και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Το επόμενο θέμα αφορά στη διαπίστωση πως οι ενδιαφερόμενοι κατείχαν την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Υποστήριξε επ' αυτού ο εφεσείων πως, παρά την επιτυχία των ενδιαφερομένων αλλά και του ίδιου στις γραπτές εξετάσεις και στην αγγλική γλώσσα, υπήρχε πλημμέλεια επειδή σε επιστολή προς τους υποψηφίους από το Διευθυντή Προσωπικού, γίνεται αναφορά σε «επαρκή γνώση» ενώ το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση. Ορθά κρίθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή, πως δεν έχει εγερθεί τέτοιο θέμα με την προσφυγή, ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέταση του.
3. Ο εφεσείων βάλλει κατά της κατανομής των μονάδων. Θεωρεί πως αυτή πάσχει ως αυθαίρετη και αφού έγινε εκ των υστέρων, εν γνώσει των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης. Αυτά, όμως, στερούνται πραγματικού ερείσματος. Η διαδικασία διεξάχθηκε με βάση το «Σύστημα Προσλήψεων Επιστημονικού Προσωπικού της ΑΗΚ», το οποίο η Αρχή εισήγαγε από τις 20.10.98, δηλαδή πριν από τις γραπτές εξετάσεις. Περιλαμβάνεται σ' αυτό ανάλυση για το κάθε ένα από τα κριτήρια με ειδική αναφορά στις μονάδες για το «προσωπικό περίγραμμα» και την προφορική εξέταση. Ενώ ως προς τη γραπτή εξέταση οι μονάδες αναφέρονται στη βάση του 100, όπως ρητά ενημερώθηκαν πριν από τη διεξαγωγή της οι υποψήφιοι και, εν πάση περιπτώσει, είχε εκ των προτέρων γίνει αναφορά σε απόφαση για εναρμονισμό προς τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1995 (Ν.107(Ι)/95), σύγκριση με τον οποίο αποκαλύπτει πράγματι ουσιαστική αντιστοιχία της κατανομής που έγινε.
4. Θεωρεί ο εφεσείων πως, αντίθετα προς τα προκαθορισθέντα, δεν δόθηκαν μονάδες ανάλογα με τα έτη της πείρας «αλλά με βάση τα συμπεράσματα από την προφορική συνέντευξη». Παραγνωρίζοντας, όμως, πως του δόθηκαν πλήρης μονάδες (τρεις) για την πείρα και χωρίς να υποστηρίζει πως οι τρεις από τους ενδιαφερόμενους που επίσης πιστώθηκαν με τρεις μονάδες στην πραγματικότητα είχαν μικρότερη πείρα. Εν τέλει, όμως, και κατά εσφαλμένη προσέγγιση των αναφερθέντων σε σχέση με την προφορική εξέταση. Δεν αλλοιώθηκε διά μέσου της η βάση του υπολογισμού αλλά επιδιώχθηκε να διαπιστωθεί και από τη διερεύνηση στο πλαίσιό της ποιά ήταν η πείρα που θα μπορούσε να μετρήσει ως σχετική, για να δίδονται μονάδες, με βάση την καθορισθείσα κατανομή, μόνο για τη σχετική πείρα.
5. Περαιτέρω, ο Εφεσείων θέτει θέμα αναφορικά με τις μονάδες του για την προφορική εξέταση, ειδικά σε σύγκριση με τον ενδιαφερόμενο Μ. Συρίμη. Υποστηρίζει πως κακώς κρίθηκαν και οι δυο ως «καλοί» αφού οι παρατηρήσεις για τον καθένα συνθέτουν δική του καλύτερη εικόνα και, περαιτέρω, πως αυθαιρέτως δόθηκαν στον ίδιο 7 μονάδες ενώ στο Μ. Συρίμη 7.50 μονάδες, όταν και οι δύο κρίθηκαν ως «καλοί». Όπως ορθά σημειώνουν οι καθ' ων οι αίτηση, δεν ήταν με τέτοιο τρόπο μονοσήμαντες οι παρατηρήσεις για την προφορική εξέταση. Υπήρχε και η πρώτη, η εκτίμηση σε σχέση με τις πολύ ικανοποιητικές απαντήσεις του Μ. Συρίμη στις γενικές ερωτήσεις σε σύγκριση με τις ικανοποιητικές του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο των δεδομένων, το θέμα δεν μπορεί να έχει σημασία αφού ο Μ. Συρίμης είχε συγκεντρώσει βαθμολογία κατά 9.90 μονάδες ψηλότερη από εκείνη του εφεσείοντα.
6. Επίσης χωρίς σημασία απολήγει και ο τελευταίος ισχυρισμός του εφεσείοντα που αφορά στις μονάδες για το «προσωπικό περίγραμμα». Τα παράπονα του εφεσείοντα αφορούν στην καθόλα πρόνοια για πέντε μονάδες για τα «προσωπικά περιγράμματα» τα οποία θεωρεί κριτήριο το οποίο, όπως εισηγείται, όχι μόνο δεν οδηγεί στην επιλογή του πραγματικά καλύτερου αλλά είναι αόριστο και εξωνομικό. Και αυτό ενώ δόθηκαν στον ίδιο 4μονάδες και σε κανένα από τους ενδιαφερόμενους περισσότερες. Αντίθετα, στους ενδιαφερόμενους 1 και 4 δόθηκαν 3 μονάδες. Συνεπώς η παραγνώριση αυτού του κριτηρίου δεν θα βελτίωνε τη θέση του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωαννίδης v. ΑΤΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 275,
Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστήριου (Υπόθεση Αρ. 1439/99) ημερομηνίας 22/5/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Μηχανολόγου Μηχανικού στην ΑΗΚ.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού, για την Eφεσίβλητη.
Χρ. Χριστοφίδης, για τα Eνδιαφερόμενα πρόσωπα 1, 2 και 4.
Α. Σοφοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο 3.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Με απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή), ημερομηνίας 27.7.99, οι Γ. Συρίμης, Μ. Συρίμης, Α. Ιωάννου και Δ. Σωκράτους διορίστηκαν στη θέση Βοηθού Μηχανολόγου Μηχανικού. Δυο από τους υποψηφίους άσκησαν τις προσφυγές 1436/99 και 1439/99. Αυτές συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν. Άσκησε έφεση ο αιτητής στη δεύτερη.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε και τα κριτήρια επιλογής επεξηγούνται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε σ' αυτά. Θα προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, πρώτα του χαρακτηρισθέντος από τον εφεσείοντα ως του κύριου.
Με την προκήρυξη των θέσεων, στις 27.3.98, καθοριζόταν πως θα πληρωνόταν αριθμός κενών θέσεων όπως και πρόσθετων που πιθανόν να κενώνονταν για οποιοδήποτε λόγο ή που θα δημιουργούνταν εντός του έτους 1998. Ο αιτητής που υπέβαλε αίτηση για διορισμό σε μια από αυτές τις θέσεις, εισηγείται πως ενόψει του Κανονισμού 13(1)(α) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86 όπως τροποποιήθηκε), έπρεπε να ακυρωθούν οι διορισμοί που έγιναν επειδή δεν αναφερόταν στην προκήρυξη ο αριθμός των θέσεων που θα πληρώνονταν. Επαναφέρει δε το ζήτημα παρά τη μη αμφισβητηθείσα διαπίστωση του συναδέλφου μας πως, όπως προέκυπτε από τα στοιχεία, ήταν γνωστό πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων πως οι κενές θέσεις στις οποίες θα αφορούσε η διαδικασία ήταν τέσσερις. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε συναφώς πως δεν ήταν ορθή η αντίληψη πως η προκήρυξη αναφερόταν σε ακαθόριστο αριθμό θέσεων αφού αυτές ουσιαστικά προκαθορίζονταν "με αναφορά σε συγκεκριμένα δεδομένα τα οποία, με το πλήρωμα του χρόνου, θα έδιδαν εξ αντικειμένου και τον ακριβή αριθμό", αλλά ο εφεσείων επιμένει πως εδώ έχουμε θεμελιώδες ελάττωμα στην αφετηρία της διαδικασίας. Θεωρώντας πως, για σκοπούς διαφάνειας, όλοι και κυρίως οι υποψήφιοι θα έπρεπε να γνωρίζουν εξ αρχής τον αριθμό "που έπρεπε να παραμείνει ο ΙΔΙΟΣ μέχρι τέλος της διαδικασίας". Χωρίς όμως και να υποστηρίζει ότι δεν ήταν τελικά τέσσερις οι θέσεις του 1998. Κυρίως, όμως, χωρίς να καταφαίνεται το έννομο συμφέρον του για ακύρωση των διορισμών που έγιναν, για τέτοιο λόγο. Αντιθέτως, μάλιστα. Ανταποκρίθηκε στην προκήρυξη και διεκδίκησε διορισμό, βεβαίως στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκείνη τροχιοδρόμησε, για να υποστηρίζει τώρα, αφού δεν επελέγη, πως ολόκληρη η διαδικασία δεν θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί. Κρίνουμε πως απαραδέκτως επιδοκιμάζει και ταυτοχρόνως αποδοκιμάζει ο εφεσείων και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται. (Βλ μεταξύ άλλων, Ιωαννίδης ν. ΑΤΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 275, Κυπριακή Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406).
Το επόμενο θέμα αφορά στη διαπίστωση πως οι ενδιαφερόμενοι κατείχαν την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Υποστήριξε επ' αυτού ο εφεσείων πως, παρά την επιτυχία των ενδιαφερομένων αλλά και του ίδιου στις γραπτές εξετάσεις και στην αγγλική γλώσσα, υπήρχε πλημμέλεια επειδή σε επιστολή προς τους υποψηφίους από το Διευθυντή Προσωπικού, γίνεται αναφορά σε "επαρκή γνώση" ενώ το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση. Ορθά κρίθηκε από το συνάδελφό μας πως δεν έχει εγερθεί τέτοιο θέμα με την προσφυγή ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέτασή του. Ο εφεσείων μάς παραπέμπει στις παραγράφους 3(ε) και (στ) και 7 των νομικών σημείων της προσφυγής αλλά αυτές είναι εντελώς γενικές και αόριστες και, πάντως, χωρίς είτε αφ΄εαυτών είτε σε συνδυασμό με τα γεγονότα της προσφυγής, να εξειδικεύουν τέτοιο θέμα. Ως «γεγονότα» της προσφυγής αναφέρεται η αντίληψη του εφεσείοντα ότι "έχοντας εξαίρετα προσόντα διεκδίκησε τη θέση και πέτυχε στα αντικειμενικά και ίσα κριτήρια ανώτατη βαθμολογία στα γραπτά". Και, τελικά, ότι «η μη επιλογή του την οποία πληροφορήθηκε με γραπτή ειδοποίηση ημερ. 27.8.99, οφείλεται σε μη αξιοκρατική ή δίκαιη επιλογή, γι' αυτό και προσέφυγε αφού τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν υπερέχουν αυτού».
Στις γραπτές εξετάσεις τους ψηλότερους βαθμούς από όλους συγκέντρωσαν οι ενδιαφερόμενοι και η συνολική βαθμολογία εξάχθηκε από τον συνυπολογισμό των μονάδων για την απόδοση στην προφορική εξέταση και εκείνων που δόθηκαν για το "προσωπικό περίγραμμα", τα προσόντα και τη σχετική πείρα. Αυτά, στο πλαίσιο κατανομής σύμφωνα με την οποία θα δίδονταν για τη γραπτή εξέταση μέχρι 100 μονάδες, για την προφορική εξέταση μέχρι 10, για το προσωπικό περίγραμμα μέχρι 5, για τα προσόντα μέχρι 2 και για τη σχετική πείρα μέχρι 3 μονάδες. Υπό το πρίσμα των οποίων, εν τέλει, οι ενδιαφερόμενοι με 88.65 ο πρώτος, 88.45 ο δεύτερος, 82.70 ο τρίτος και 81.30 ο τέταρτος, υπερίσχυσαν του εφεσείοντα που εξασφάλισε 78.75. Σημειώνουμε πως στην πρωτόδικη απόφαση προφανώς από λάθος που δεν επισημάνθηκε από τα μέρη, αναφέρεται πως ο εφεσείων εξασφάλισε 73.75.
Ο εφεσείων βάλλει κατά της κατανομής των μονάδων. Θεωρεί πως αυτή πάσχει ως αυθαίρετη και αφού έγινε εκ των υστέρων, εν γνώσει των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης. Αυτά, όμως, στερούνται πραγματικού ερείσματος. Το σημειώνει η πρωτόδικη απόφαση, το τονίζουν οι εφεσίβλητοι και το βρίσκουμε στα στοιχεία πως η διαδικασία διεξάχθηκε με βάση το "Σύστημα Προσλήψεων Επιστημονικού Προσωπικού της ΑΗΚ", το οποίο η Αρχή εισήγαγε από τις 20.10.98, δηλαδή πριν από τις γραπτές εξετάσεις. Περιλαμβάνεται σ΄αυτό ανάλυση για το κάθε ένα από τα κριτήρια με ειδική αναφορά στις μονάδες για το "προσωπικό περίγραμμα" και την προφορική εξέταση. Ενώ ως προς τη γραπτή εξέταση οι μονάδες αναφέρονται στη βάση του 100, όπως ρητά ενημερώθηκαν πριν από τη διεξαγωγή της οι υποψήφιοι και, εν πάση περιπτώσει, είχε εκ των προτέρων γίνει αναφορά σε απόφαση για εναρμονισμό προς τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1995 (Ν. 107(Ι)/95), σύγκριση με τον οποίο αποκαλύπτει πράγματι ουσιαστική αντιστοιχία της κατανομής που έγινε.
Συνεπώς δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης και, σε συμφωνία με το συνάδελφό μας, διαπιστώνουμε πως η Αρχή κινήθηκε μέσα στα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.
Θεωρεί ο εφεσείων πως, αντίθετα προς τα προκαθορισθέντα, δεν δόθηκαν μονάδες ανάλογα με τα έτη της πείρας (μέχρι δυο έτη μια μονάδα, μέχρι τρία έτη δυο μονάδες και πέραν των τριών ετών τρεις μονάδες) "αλλά με βάση τα συμπεράσματα από την προφορική συνέντευξη". Παραγνωρίζοντας, όμως, πως του δόθηκαν πλήρης μονάδες (τρεις) για την πείρα και χωρίς να υποστηρίζει πως οι τρεις από τους ενδιαφερόμενους που επίσης πιστώθηκαν με τρεις μονάδες (ο πρώτος δεν πιστώθηκε καθόλου) στην πραγματικότητα είχαν μικρότερη πείρα. Εν τέλει, όμως, και κατά εσφαλμένη προσέγγιση των αναφερθέντων σε σχέση με την προφορική εξέταση. Δεν αλλοιώθηκε δια μέσου της η βάση του υπολογισμού αλλά επιδιώχθηκε να διαπιστωθεί και από τη διερεύνηση στο πλαίσιό της ποιά ήταν η πείρα που θα μπορούσε να μετρήσει ως σχετική, για να δίδονται μονάδες, με βάση την καθορισθείσα κατανομή, μόνο για τη σχετική πείρα.
Περαιτέρω, ο Εφεσείων θέτει θέμα αναφορικά με τις μονάδες του για την προφορική εξέταση, ειδικά σε σύγκριση με τον ενδιαφερόμενο Μ. Συρίμη. Υποστηρίζει πως κακώς κρίθηκαν και οι δυο ως "καλοί" αφού οι παρατηρήσεις για τον καθένα συνθέτουν δική του καλύτερη εικόνα και, περαιτέρω, πως αυθαιρέτως δόθηκαν στον ίδιο 7 μονάδες ενώ στο Μ. Συρίμη 7.50 μονάδες, όταν και οι δυο κρίθηκαν ως "καλοί". Όπως ορθά σημειώνουν οι καθ΄ ων η αίτηση, δεν ήταν με τέτοιο τρόπο μονοσήμαντες οι παρατηρήσεις για την προφορική εξέταση. Υπήρχε και η πρώτη, η εκτίμηση σε σχέση με τις πολύ ικανοποιητικές απαντήσεις του Μ. Συρίμη στις γενικές ερωτήσεις σε σύγκριση με τις ικανοποιητικές του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο των δεδομένων, το θέμα δεν μπορεί να έχει σημασία αφού ο Μ. Συρίμης είχε συγκεντρώσει βαθμολογία κατά 9.90 μονάδες ψηλότερη από εκείνη του εφεσείοντα.
Επίσης χωρίς σημασία απολήγει και ο τελευταίος ισχυρισμός του εφεσείοντα που αφορά στις μονάδες για το "προσωπικό περίγραμμα". Έχουμε όλα τα σχετικά που αποκαλύπτουν με λεπτομέρεια όσα άπτονται της αποτίμησης των "προσωπικών περιγραμμάτων" και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το συγκεκριμένο στους λόγους έφεσης ή στο περίγραμμα του εφεσείοντα που να δικαιολογεί παρέμβασή μας σε σχέση με την κρίση του συναδέλφου μας πως δεν υπάρχει "έρεισμα για επέμβαση στην κρίση της αρμόδιας αρχής". Ούτως ή άλλως, όμως, τα παράπονα του εφεσείοντα αφορούν στην καθόλου πρόνοια για πέντε μονάδες για τα "προσωπικά περιγράμματα" τα οποία θεωρεί κριτήριο το οποίο, όπως εισηγείται, όχι μόνο δεν οδηγεί στην επιλογή του πραγματικά καλύτερου αλλά είναι αόριστο και εξωνομικό. Και αυτό ενώ δόθηκαν στον ίδιο 4 μονάδες και σε κανένα από τους ενδιαφερόμενους περισσότερες. Αντίθετα, στους ενδιαφερόμενους 1 και 4 δόθηκαν 3 μονάδες. Συνεπώς η παραγνώριση αυτού του κριτηρίου δεν θα βελτίωνε τη θέση του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.