ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2003) 3 ΑΑΔ 630
22 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3224)
Λατομεία ― Αίτηση για έκδοση Προνομίου Λατομείου ― Απόρριψη ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση λόγω μη λήψης της απόφασης από τον ίδιο τον Υπουργό, ως αρμόδιο όργανο ― Έκδοση νέας απόφασης απορριπτικής, βάσει εισήγησης της υπηρεσίας, από τον Υπουργό, αποτελεί άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας.
Λατομεία ― Αίτηση για έκδοση προνομίου λατομείου ― Απόρριψη αιτήματος με την επίκληση γενικής πολιτικής ως προς την μη εξόριξη ασβεστόλιθου για την παραγωγή σκύρων και άμμου, επιτρεπτή ― Ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ισότητας απορρίφθηκε, λόγω ανόμοιων περιπτώσεων.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απορριπτικής στο αίτημα του για έκδοση προνομίου Λατομείου, απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστήριου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού βασίστηκε στη διαπίστωση του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Μεταλλείων ότι η πραγματική κατάσταση των γεγονότων που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε αλλάξει. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι η τότε κατάσταση συγκρίθηκε με τα πραγματικά γεγονότα κατά την επανεξέταση και τα τελευταία δεν είχαν αλλάξει. Ο ισχυρισμός ότι η νέα Υπουργική απόφαση αποτελεί «επανάληψη» των όσων είχαν προβληθεί προηγουμένως, δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης αφού αυτή βασίζεται πάνω στα στοιχεία και στο περιεχόμενο των εκθέσεων του φακέλου, που βρίσκονταν ενώπιον του Υπουργού.
2. Η θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση και τούτο γιατί υπάρχει διαφοροποίηση στα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείων. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι το προνόμιο 7294 που δόθηκε στην Εταιρεία Βασιλικού Λτδ., αποτελεί συνέχεια και δόθηκε σε αντικατάσταση του προηγούμενου προνομίου 6740 της ίδιας εταιρείας και εχρησιμοποιείτο για την παραγωγή άσπρου τσιμέντου για την οικοδομική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, η αίτηση του εφεσείοντος επιζητούσε την έκδοση Προνομίου Λατόμευσης για την παραγωγή σκύρων και άμμου από το πέτρωμα ασβεστόλιθου που θα εξόρυσσε. Από τα στοιχεία που υπάρχουν στους σχετικούς φακέλους φαίνεται ότι οι ποσότητες ασβεστόλιθου είχαν περιοριστεί με τον καθορισμό λατομικής περιοχής και δεν ενδεικνυόταν μέσα στα πλαίσια μιας γενικής πολιτικής η παραγωγή σκύρων και άμμου από ασβεστόλιθο αλλά από άλλα πετρώματα.
Η πιο πάνω εισήγηση των εφεσιβλήτων είναι ορθή και τούτο γιατί όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, η αρχή της ισότητας δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορές στα γεγονότα, σε βαθμό που η σύγκριση να καθίσταται αδύνατη.
Αναφορικά με την εισήγηση του εφεσείοντος ότι η αόριστη αναφορά σε άγνωστη «γενική πολιτική» υποδεικνύει άνιση μεταχείριση, σημειώνεται ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο έχει την ευχέρεια να καθορίσει μέσα σε νόμιμα πλαίσια με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και τα πρόσωπα που επηρεάζονται, τις προεκτάσεις της πολιτικής που διαγράφει πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 2243.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 927/99), ημερομηνίας 23/3/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της απόρριψης, κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακυρωτικής απόφασης της αίτησής του για παραχώρηση σ' αυτόν προνομίου λατομείο για λατόμευση αβεστόλιθου σε χώρο που κάλυπτε έκταση 70 εκταρίων που βρισκόταν κοντά στο χωριό Aρμενοχώρι της επαρχίας Λεμεσού.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Ε. Λεωνίδου, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση προνομίου λατομείου για λατόμευση ασβεστόλιθου σε χώρο που κάλυπτε έκταση 70 εκταρίων που βρισκόταν κοντά στο χωριό Αρμενοχώρι της επαρχίας Λεμεσού. Η απορριπτική απόφαση του τότε αρμόδιου Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπ' αρ. 438/90 προσφυγή, γιατί ο αρμόδιος Υπουργός δεν πήρε ο ίδιος την απόφαση ούτε άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για την έκδοση της απορριπτικής απόφασης. Κατόπιν επανεξέτασης της αίτησης, ο νέος αρμόδιος κατά τον ουσιώδη χρόνο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης με την πιο κάτω αιτιολογία:
«Απόφαση Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος για την επανεξέταση αίτησης για έκδοση Προνομίου Λατομείου αρ. Π.Λ. 7287 τάξης "A":
Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψη την εισήγηση της Υπηρεσίας Μεταλλείων, του Γενικού Διευθυντή και υπό το φως της ακυρωτικής Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρ. Προσφυγής 438/90, και εν όψει του γεγονότος ότι τα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει από το Μάρτιο του 1990 όταν εξετάστηκε η αίτηση δηλ. ότι στην αιτούμενη περιοχή θα παραχωρούνται προνόμια λατομείου μόνο για χρήση ασβεστολίθου, αποκλειστικά για παραγωγή λευκού τσιμέντου από τα Τσιμεντοποιία και όχι για άλλους σκοπούς, η αίτηση απορρίπτεται.»
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτόδικα ότι ο αρμόδιος Υπουργός απέφυγε να προβεί στη δέουσα έρευνα και έδωσε «κατ' επίφαση αιτιολογία» παραβιάζοντας τον κανόνα του δεδικασμένου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι ο αρμόδιος Υπουργός άσκησε αποφασιστική εξουσία και ότι η απόφαση του ήταν αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας.
(β) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα κρίθηκε,
(i) Ότι ο αρμόδιος Υπουργός άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα μετά από τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας προτού απορρίψει την αίτηση του εφεσείοντος, και
(ii) Ότι η απόφαση του Υπουργού δεν παραβίασε τις αρχές της ισότητας και της χρηστής διοίκησης.
(i) Μη άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο Υπουργός έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και όχι απλά να υπογράψει την εισήγηση που του είχε υποβληθεί από τα αρμόδια σώματα του Υπουργείου του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η αναφορά στην απορριπτική Υπουργική απόφαση ότι «επειδή τα δεδομένα δεν άλλαξαν από το Μάρτιο 1990 που έγινε η προηγούμενη εξέταση της εν λόγω αίτησης», υποδηλεί σαφή παραβίαση της υποχρέωσης διενέργειας από την αρχή επανεξέτασης. Ο νέος Προϊστάμενος και ο νέος Υπουργός θα έπρεπε να διεξαγάγουν τη δική τους νέα έρευνα και να μην περιοριστούν μόνο σε μια αναφορά ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή στα γεγονότα.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η νέα απορριπτική απόφαση ήταν το αποτέλεσμα μελέτης από τον Υπουργό όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του προτού υπογράψει και ότι η απορριπτική του απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι δεν υπήρξε ως αποτέλεσμα της νέας απορριπτικής απόφασης οποιαδήποτε παραβίαση του κανόνα του δεδικασμένου και τούτο γιατί ο λόγος της πρώτης απορριπτικής απόφασης από τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας στην προσφυγή 438/90 περιορίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο Υπουργός είχε υπογράψει τη σχετική αρνητική εισήγηση της Υπηρεσίας Μεταλλείων και του Γενικού Διευθυντή χωρίς να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία, σε βαθμό που να θεωρηθεί ότι δεν άσκησε την εκ του νόμου αρμοδιότητα του.
Η θέση των εφεσιβλήτων είναι ορθή. Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού βασίστηκε στη διαπίστωση του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Μεταλλείων ότι η πραγματική κατάσταση των γεγονότων που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε αλλάξει. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι η τότε κατάσταση συγκρίθηκε με τα πραγματικά γεγονότα κατά την επανεξέταση και τα τελευταία δεν είχαν αλλάξει. Ο ισχυρισμός ότι η νέα Υπουργική απόφαση αποτελεί «επανάληψη» των όσων είχαν προβληθεί προηγουμένως, δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης αφού αυτή βασίζεται πάνω στα στοιχεία και στο περιεχόμενο των εκθέσεων του φακέλου, που βρίσκονταν ενώπιον του Υπουργού.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην πρωτόδικη απόφαση,
«Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν έγινε επανεξέταση μετά από την ακυρωτική απόφαση δεν ευσταθεί. Τα στοιχεία καταδείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Είναι σαφής η διαπίστωση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Μεταλλείων ότι τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση παρέμειναν αναλλοίωτα. Η εν προκειμένω διαπίστωση του προϊσταμένου, άνκαι αχρείαστη εφόσον η επανεξέταση έπρεπε να γινόταν με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση, υποδηλώνει ότι το θέμα έτυχε επανεξέτασης στη σωστή χρονική διάσταση, στα πλαίσια της οποίας, ο Υπουργός άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα.»
(ii) Παραβίαση αρχών ισότητας και χρηστής διοίκησης.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας και της χρηστής διοίκησης και τούτο γιατί η αίτηση που υπέβαλε απορρίφθηκε με την ίδια αιτιολογία που προβλήθηκε πριν πολλά χρόνια, δηλαδή «ότι λατομεία ασβεστολίθου στην περιοχή θα παραχωρούνταν μόνο για την παραγωγή λευκού τσιμέντου για τις ανάγκες τσιμεντοποιών». Είναι η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η περιοχή μονοπωλείται υπέρ κάποιων εταιρειών αποκλείοντας έτσι άλλους πολίτες να διεκδικήσουν προνόμιο λατομείου στην περιοχή.
Η θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση και τούτο γιατί υπάρχει διαφοροποίηση στα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείων. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι το προνόμιο 7294 που δόθηκε στην Εταιρεία Βασιλικού Λτδ., αποτελεί συνέχεια και δόθηκε σε αντικατάσταση του προηγούμενου προνομίου 6740 της ίδιας εταιρείας και εχρησιμοποιείτο για την παραγωγή άσπρου τσιμέντου για την οικοδομική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, η αίτηση του εφεσείοντος επιζητούσε την έκδοση Προνομίου Λατόμευσης για την παραγωγή σκύρων και άμμου από το πέτρωμα ασβεστόλιθου που θα εξόρυσσε. Από τα στοιχεία που υπάρχουν στους σχετικούς φακέλους φαίνεται ότι οι ποσότητες ασβεστόλιθου είχαν περιοριστεί με τον καθορισμό λατομικής περιοχής και δεν ενδεικνυόταν μέσα στα πλαίσια μιας γενικής πολιτικής η παραγωγή σκύρων και άμμου από ασβεστόλιθο αλλά από άλλα πετρώματα.
Η πιο πάνω εισήγηση των εφεσιβλήτων είναι ορθή και τούτο γιατί όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, η αρχή της ισότητας δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορές στα γεγονότα, σε βαθμό που η σύγκριση να καθίσταται αδύνατη. Η πιο κάτω αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, την οποία υιοθετούμε, αντικατοπτρίζει τη σωστή προσέγγιση:
«Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη αρνητική απόφαση του Υπουργού παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της χρηστής διοίκησης. Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι ποσότητες ασβεστολίθου στην περιοχή που αφορούσε η αίτηση ήταν μειωμένες λόγω της συνεχούς λατόμευσης. Η παραχώρηση προνομίων λατομείου στην τσιμεντοποιία Βασιλικού απέβλεπε στην παραγωγή άσπρου τσιμέντου προϊόντος αναγκαίου για την οικοδομική βιομηχανία του τόπου και της οικονομίας γενικότερα. Η αρμόδια αρχή φαίνεται ότι ιεράρχησε τις ανάγκες και καθόρισε προτεραιότητες. Το θέμα ανάγεται σε τελευταία ανάλυση στην εφαρμογή γενικής πολιτικής που καθορίζει το κράτος στους επιμέρους τομείς της οικονομίας. Είναι φανερό ότι τα αρμόδια τμήματα έχοντας επίγνωση των αναγκών για την παραγωγή άσπρου τσιμέντου εμφανίστηκαν διστακτικά να συστήσουν έγκριση του αιτήματος που υπέβαλε ο αιτητής. Ο αιτητής διευκρίνισε ότι θα χρησιμοποιούσε το υλικό της λατόμευσης, σε περίπτωση που θα εξασφάλιζε την άδεια λατομείου, για σκοπούς παραγωγής άμμου, σπαστών σκύρων, μεταφοράς των ογκόλιθων για κυματοθραύστες και για παραγωγή άσπρου τσιμέντου. Η πολλαπλή χρήση του υλικού διαφοροποιεί τα πράγματα έτσι ώστε να διακρίνεται η περίπτωση του αιτητή από την περίπτωση της τσιμεντοποιίας Βασιλικού. Και όπως είναι καλά θεμελιωμένο, η αρχή της ισότητας δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορές στα γεγονότα και δεν υπάρχει ταυτότητα πραγματικής κατάστασης.»
Αναφορικά με την εισήγηση του εφεσείοντος ότι η αόριστη αναφορά σε άγνωστη «γενική πολιτική» υποδεικνύει άνιση μεταχείριση, σημειώνεται ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο έχει την ευχέρεια να καθορίσει μέσα σε νόμιμα πλαίσια με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και τα πρόσωπα που επηρεάζονται, τις προεκτάσεις της πολιτικής που διαγράφει πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα. (Βλέπε Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 2243).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.