ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
EVANGELOU & ANOTHER ν. AMBIZAS AND ANOTHER (1982) 1 CLR 41
Αθανασίου Χρυστάλλα ν. Reana Manufacturing & Trading Co.Ltd και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1635
REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) ν. ANTONIOS MOZORAS (1970) 3 CLR 210
IOANNA ENOTIADOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1971) 3 CLR 409
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Mουρτζή Φιλοθέη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 622
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ν. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2387/2006, 10 Νοεμβρίου 2008
Ανδρονίκου Γιώργος Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 356
(2003) 3 ΑΑΔ 571
19 Δεκεμβρίου, 2003
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΑΤΡΙΤΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3149)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχική Δίκη ― Περιθώρια επέμβασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ― Υπέρβαση διακριτικής ευχέρειας και πλάνη περί τα πράγματα ― Εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από την ΕΔΥ λόγω πλάνης περί τα πράγματα, την οδήγησε στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως υφίσταντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχική Δίκη ― Εξεταστικό σύστημα ― Η ΕΔΥ οφείλει να είναι αντικειμενική ― Συνεχείς παρεμβάσεις του Προέδρου της ΕΔΥ, μη διευκρινιστικού περιεχομένου, άφησαν την εντύπωση μη δίκαιης δίκης.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη δικαστική απόφαση, με την οποία η προσφυγή του κατά της πειθαρχικής καταδίκης του, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Συστατικό στοιχείο των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν η εκμετάλλευση της εξάρτησης και/ή της σχέσης ασθενούς-ιατρού κατά παράβαση των υποχρεώσεων δημοσίου υπαλλήλου.
Η ΕΔΥ στην καταδικαστική της απόφαση, ως προς το συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, αυτό της εξάρτησης, βάσισε τα ευρήματα επί της μαρτυρίας δύο ψυχιάτρων, ως εμπειρογνωμόνων, του κ. Μάριου Ονησιφόρου και της κας Ειρήνης Γεωργίου.
Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της μαρτυρία, την οποία φαίνεται ότι δεν έλαβε υπόψη, ότι μόνο πέντε θεραπευτικές συναντήσεις είχε ο εφεσείων με την παραπονούμενη, στη δε τελευταία στις 13.4.98, οκτώ μέρες πριν από το ισχυριζόμενο αδίκημα, της είχε δηλώσει ότι διακόπτει τη θεραπευτική αγωγή και την παρέπεμψε σε άλλο ψυχολόγο. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός της παραπονουμένης, στον οποίο επέμενε μέχρι τέλους, για το βιασμό αποκλείει το συστατικό στοιχείο του αδικήματος που είναι η σεξουαλική συνεύρεση λόγω της θέσης εξάρτησης, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει συναίνεση.
Είναι γεγονός, το οποίο εξάγεται από τη νομολογία, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
Το Διοικητικό Δικαστήριο όμως μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα. Χωρεί, ως εκ τούτου, επέμβαση όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία άσκησαν στο πειθαρχικό όργανο ουσιώδη επιρροή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.
Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η ΕΔΥ, υπό πλάνη ευρισκόμενη περί τα πράγματα, εσφαλμένα εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτά οδηγούσαν με ασφάλεια ότι απεδείχθη σχέση εξάρτησης εφεσείοντα-παραπονούμενης, συστατικό στοιχείο που απαιτείται για την απόδειξη των δύο αδικημάτων.
Κατά συνέπεια ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
2. Είναι δεδομένο ότι η ακροαματική διαδικασία διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα. Τούτο όμως δεν παρέχει στα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ως πειθαρχικό σώμα, απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης στη διαδικασία. Δεν επιτρέπεται στα μέλη του Πειθαρχικού να θέτουν τον εαυτό τους στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθούν τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς. Μια τέτοια επέμβαση πλήττει την αμεροληψία του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παρέθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο πληθώρα παρεμβάσεων του Προέδρου της ΕΔΥ, 70 τον αριθμό. Σημειώνεται ότι δεν είναι ο αριθμός των παρεμβάσεων που έχει σημασία αλλά το περιεχόμενο τους. Οι πολλές αυτές παρεμβάσεις δεν ήταν όλες διευκρινιστικού περιεχομένου ούτε όλες έτειναν να επισημάνουν τα επίδικα θέματα. Αντίθετα πολλές ήταν ουσιαστικού περιεχομένου. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΕΔΥ για να δικαιολογήσει τις πολλές παρεμβάσεις του από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δήλωσε απερίφραστα τα εξής:-
«Κύριε Αγγελίδη, ο λόγος που επεμβαίνω από την αρχή που ξεκίνησε η διαδικασία είναι γιατί έχω ζήσει στην υπηρεσιακή μου ζωή, την προτέρα, και πολλές ανάλογες καταστάσεις και πολλές φορές ντράπηκα για ό,τι συνέβη και για ό,τι επακολούθησε.»
Η παρέμβαση-δήλωση αυτή του Προέδρου της ΕΔΥ σαφώς δεν είναι διευκρινιστικού τύπου. Η σαφής αυτή δήλωση του Προέδρου δεν μπορεί παρά να υπονοεί ότι δεν θα έχει την ίδια τύχη ο εφεσείων, όπως άλλοι στο παρελθόν που αντιμετώπιζαν παρόμοιες καταστάσεις και για τις οποίες αισθάνθηκε ντροπή γα την κατάληξη τους. Η δήλωση θίγει την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του Δικαστή. Με τις συνεχείς παρεμβάσεις άφηνε την εντύπωση ότι επιθυμούσε την καταδίκη του εφεσείοντα, κατερχόμενος έτσι στην αρένα της δίκης και αμφισβητώντας το τεκμήριο της αθωότητας που συνταγματικά εδικαιούτο ο εφεσείων. Το γεγονός ότι ο εφεσείων αισθάνεται πως η πειθαρχική δίκη δεν ήταν δίκαιη δεν είναι αρκετό. Εκείνο που καθορίζει το αποτέλεσμα δεν είναι οι φόβοι του εφεσείοντα αλλά ότι οι φόβοι αυτοί μπορεί αντικειμενικά να κριθούν δικαιολογημένοι.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,
Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,
Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533,
Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 508,
Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55,
Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41,
Αθανασίου v. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd κ.ά. (2001) 1 A.A.Δ. 1635,
Hauschildt v. Denmark, May 24, 1989, Series A, No. 154; 12 E.H.R.R. para. 48.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή, Kλινικού Ψυχολόγου στις Yπηρεσίες Ψυχικής Yγείας της Δημοκρατίας, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 182/2000), ημερομηνίας 6/10/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή την οποία άσκησε κατά της καταδίκης του σε δύο κατηγορίες, για ενέργεια και/ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου και ενέργεια και/ή συμπεριφορά που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή της θέσης του ειδικά ή και που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια υπηρεσία και της επιβολής σ' αυτόν της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης από τη Δημόσια Yπηρεσία από 25/1/2000 και διέταξε την επιδίκαση των εξόδων της διαδικασίας σε βάρος του.
Α. Σ. Αγγελίδης με Ε. Πουργουρίδη, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούσιου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κλινικός ψυχολόγος στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας της Δημοκρατίας, διώχθηκε πειθαρχικά ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) και καταδικάσθηκε με απόφαση της πλειοψηφίας σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε «ενέργεια και/ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου» και η δεύτερη «ενέργεια και/ή συμπεριφορά που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή της θέσης του ειδικά ή που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια υπηρεσία».
Οι λεπτομέρειες και των δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο εφεσείων είναι παρόμοιες και αναφέρουν ότι στις 21.4.1998 ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και υπηρετούσε στη θέση Κλινικού Ψυχολόγου στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, ήλθε σε σεξουαλική επαφή, στην περιοχή «Πέτρα του Ρωμιού» στην Πάφο, με την Έλενα Λαμπριανού, η οποία ήταν ασθενής του, εκμεταλλευόμενος τη σχέση εξάρτησης και/ή σχέση ασθενούς-ιατρού, κατά παράβαση των υποχρεώσεων του ως δημοσίου υπαλλήλου.
Η ΕΔΥ επέβαλε στον εφεσείοντα την πειθαρχική ποινή της απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία από την 25.1.2000 και διέταξε τη μη επιστροφή των κατακρατηθέντων από τις απολαβές του αιτητή κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.
Στη μακρά πειθαρχική δίκη η ΕΔΥ αφού άκουσε τη μαρτυρία 14 μαρτύρων που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή και 2 μαρτύρων υπεράσπισης (ο ένας εκ των οποίων ο ίδιος ο εφεσείων) προχώρησε στην αξιολόγηση της. Δέχθηκε, στην ολότητά της, τη μαρτυρία της παραπονούμενης Έλενας Λαμπριανού χωρίς καμιά επιφύλαξη παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία της δεν ενισχύετο από άλλη μαρτυρία. Είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία της ΕΔΥ προειδοποίησε τον εαυτό της για το επισφαλές της καταδίκης με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης σε σεξουαλικά, όπως στην περίπτωση αυτή, αδικήματα. Σημειώνουμε ότι ενώπιον της ΕΔΥ η ίδια η παραπονούμενη παραδέχθηκε ότι σε κάποιο προηγούμενο χρόνο είχε καταγγείλει στην αστυνομία ψευδώς ότι είχε υποστεί βιασμό από κάποιο πρόσωπο στο ξενοδοχείο στο οποίο εργαζόταν. Περαιτέρω ενώπιον της ΕΔΥ υπήρχε μαρτυρία της Λυγίας Πούλλου, που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή, Ανώτερης Κλινικής Ψυχολόγου και υπεύθυνη του Τμήματος Κλινικής Ψυχολογίας στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου, ότι είναι χαρακτηριστικό ψυχωτικά άτομα, όπως και η παραπονούμενη, να δημιουργούν μυθεύματα και φανταστικές υποθέσεις.
Σημειώνουμε ακόμα ότι η καταγγελία από την παραπονούμενη έγινε οκτώ μήνες μετά, αφού προηγήθηκε καταγγελία στην αστυνομία για βιασμό της από τον εφεσείοντα, η οποία μετά από εξέταση της δεν προχώρησε σε δίωξη του. Είναι επίσης γεγονός ότι η παραπονούμενη τόσο στην αστυνομία όσο και ενώπιον της ΕΔΥ κατά την ακροαματική διαδικασία επέμενε σταθερά ότι είχε βιασθεί, παρά τη θέλησή της, από τον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε έκταση στη σχετική νομολογία αποφάσισε ότι δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από την ΕΔΥ. Περαιτέρω απεφάνθη ότι ορθά, σύμφωνα με τη νομολογία, η ΕΔΥ θεμελίωσε την καταδίκη του εφεσείοντα επί μόνης της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Απέρριψε δε την εισήγηση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη λόγω των συνεχών και ανεπίτρεπτων παρεμβάσεων του Προέδρου της ΕΔΥ κατά την ακροαματική διαδικασία.
Ο εφεσείων με τέσσερις ουσιαστικούς λόγους έφεσης επιζητεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλει το διάταγμα της πρωτόδικης απόφασης για επιδίκαση των εξόδων σε βάρος του εφεσείοντα. Ο λόγος αυτός φυσικά θα εξεταστεί ανάλογα με την επιτυχία ή αποτυχία των άλλων λόγων.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν σωρευτικά τόσο στο περίγραμμα των δικηγόρων του εφεσείοντα όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιόν μας και θα εξετασθούν μαζί.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης έχουν ως εξής:-
«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ 1
Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. επλανήθηκε περί τα πράγματα και/ή ότι στη διαμόρφωση της κρίσης της για την αξιοπιστία της παραπονούμενης έλαβε υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν έπρεπε να λάβει. Αυτά ήσαν θέματα υποκείμενα σε δικαστικό έλεγχο αλλά παρά ταύτα παρέμειναν εκτός δικαστικού ελέγχου με το εσφαλμένο αιτιολογικό ότι αυτά ήσαν θέμα υποκειμενικής εκτίμησης των γεγονότων.»
«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ 2
Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει την ορθότητα του ευρήματος της Ε.Δ.Υ. ότι δημιουργήθηκε κατάσταση πλήρους εξάρτησης της παραπονούμενης με τον εφεσείοντα και ότι η εξάρτηση δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε και από τον τρόπο που ο ίδιος ο εφεσείων χειρίσθηκε την παραπονούμενη.»
Όπως αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας αλλά και η ίδια η ΕΔΥ αναφέρει στην επίδικη απόφαση της, συστατικό στοιχείο των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν η εκμετάλλευση της εξάρτησης και/ή της σχέσης ασθενούς-ιατρού κατά παράβαση των υποχρεώσεων δημοσίου υπαλλήλου.
Η ΕΔΥ στην καταδικαστική της απόφαση, ως προς το συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, αυτό της εξάρτησης, βάσισε τα ευρήματα επί της μαρτυρίας δύο ψυχιάτρων, ως εμπειρογνωμόνων, του κ. Μάριου Ονησιφόρου και της κας Ειρήνης Γεωργίου. Συνοψίζοντας τη μαρτυρία τους κατέληξε σε ευρήματα, αναφέροντας στην απόφαση της τα εξής:-
«Ο Μ.Κ.10, Μάριος Ονησιφόρου, Διευθυντής Ψυχιατρικών Υπηρεσιών, στην κατάθεσή του ήταν σαφής και κατηγορηματικός, λέγοντας ότι συμβαίνει να δημιουργηθεί εξάρτηση μεταξύ ασθενούς-ιατρού/ψυχολόγου, παραλληλίζοντας την εξάρτηση με εκείνη που δημιουργείται μεταξύ ενός παιδιού 10-12 χρονών προς κάποιον ενήλικα. Πρόσθεσε δε ότι αν ο ψυχοθεραπευτής έχει ο ίδιος πρόβλημα, μπορεί να καταφύγει σε άλλο, πιο έμπειρο συνάδελφό του, για να τον βοηθήσει να βγει από το αδιέξοδο. Η πλειοψηφία θεωρεί ότι ο καθ΄ου η δίωξη, αφού, όπως ο ίδιος κατέθεσε, διαπίστωσε ότι υπήρξε πρόβλημα μεταξύ του και της παραπονούμενης, όφειλε να ενεργήσει δεοντολογικά και έγκαιρα και να αποταθεί σε συνάδελφό του, πιο έμπειρο.
Η Μ.Κ. 14, Ειρήνη Γεωργίου, Ψυχίατρος κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Νοσοκομείο Πάφου, καταθέτοντας με βάση τα συμπεράσματά της από τη γνωριμία της με την παραπονούμενη, ανέφερε κατά τρόπο σαφή ότι στη ψυχοθεραπευτική σχέση μπορεί να δημιουργηθεί εξάρτηση και ότι «η Έλενα είναι ένα άτομο που εύκολα δημιουργεί εξάρτηση από άλλα άτομα τα οποία θεωρεί ισχυρότερα ή μπορεί να βασιστεί πάνω τους». Τελειώνοντας, η Μ.Κ. 14 είπε ότι η σχέση της παραπονούμενης με τον καθ' ου η δίωξη ήταν εξαρτητική, δηλαδή ήθελε συνέχεια να τον ακούει, να τον βλέπει και ότι την επηρέαζε πολύ στη συμπεριφορά της.
Με βάση τις ενώπιον της Επιτροπής μαρτυρίες, η πλειοψηφία της Επιτροπής δέχεται τις μαρτυρίες των ειδικών για τέτοια θέματα και θεωρεί ότι όντως δημιουργήθηκε κατάσταση πλήρους εξάρτησης της παραπονούμενης από τον καθ' ου η δίωξη. Η εξάρτηση δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε και από τον τρόπο που ο ίδιος ο καθ' ου η δίωξη χειρίστηκε την παραπονούμενη, η οποία έφθασε στο σημείο να τον θεωρεί, όπως είπε, σαν Θεό της.»
Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι η ΕΔΥ επλανήθη ως προς το μαρτυρικό υλικό, το οποίο ήταν ενώπιον της το οποίο δεν μπορούσε να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι είχε δημιουργηθεί σχέση εξάρτησης με τη νομική ερμηνεία που δίδεται στον όρο. Οι δύο αυτοί μάρτυρες έθεσαν τη γενική κρίση τους, ως ειδικοί επιστήμονες, ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί σε παρόμοιες περιπτώσεις σχέση εξάρτησης. Ειδικά όμως για την επίδικη περίπτωση δεν έδωσαν στοιχεία που να οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι όντως είχε δημιουργηθεί σχέση εξάρτησης μεταξύ του εφεσείοντα και της ασθενούς. Η ΕΔΥ δεν κατηύθυνε την προσοχή της στο κυρίως μαρτυρικό υλικό, αυτό της κατάθεσης της ίδιας της παραπονούμενης, η οποία επέμενε μέχρι τέλους ότι ουδέποτε έδωσε τη συγκατάθεση της για τη σεξουαλική συνάφεια με τον εφεσείοντα και ότι η ίδια ήταν θύμα βιασμού όπως κατάγγειλε τόσο στην αστυνομία όσο και στον ερευνώντα λειτουργό.
Και τίθεται έτσι το ερώτημα πώς ήταν δυνατό να υπήρχε σχέση εξάρτησης όταν η ίδια η παραπονούμενη αντιστάθηκε, όπως ισχυρίζεται, και τελικά ο εφεσείων διέπραξε το σοβαρό αδίκημα του βιασμού.
Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της μαρτυρία, την οποία φαίνεται ότι δεν έλαβε υπόψη, ότι μόνο πέντε θεραπευτικές συναντήσεις είχε ο εφεσείων με την παραπονούμενη, στη δε τελευταία στις 13.4.98, οκτώ μέρες πριν από το ισχυριζόμενο αδίκημα, της είχε δηλώσει ότι διακόπτει τη θεραπευτική αγωγή και την παρέπεμψε σε άλλο ψυχολόγο. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός της παραπονουμένης, στον οποίο επέμενε μέχρι τέλους, για το βιασμό αποκλείει το συστατικό στοιχείο του αδικήματος που είναι η σεξουαλική συνεύρεση λόγω της θέσης εξάρτησης, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει συναίνεση.
Είναι γεγονός, το οποίο εξάγεται από τη νομολογία, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο (Βλέπε: Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533 και Ανδρέας Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 508).
Το Διοικητικό Δικαστήριο όμως μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα. Χωρεί, ως εκ τούτου, επέμβαση όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία άσκησαν στο πειθαρχικό όργανο ουσιώδη επιρροή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε., 1929-1959, που αναφέρεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, στη σελίδα 414 διαγράφεται ο ρόλος του ακυρωτικού Δικαστηρίου ως εξής:-
«Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ....
Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου .... ήτοι ενέργειαν ελεγχόμενης ακυρωτικώς.»
Και στη σελίδα 415 αναφέρεται το εξής απόσπασμα:-
«Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου .... ως π.χ. εκείνοι, δι' ων προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων ... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ... ή προς την επιμέτρησιν της ποινής ... Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού....»
Έχουμε ως εκ τούτου διαπιστώσει ότι η ΕΔΥ, υπό πλάνη ευρισκόμενη περί τα πράγματα, εσφαλμένα εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτά οδηγούσαν με ασφάλεια ότι απεδείχθη σχέση εξάρτησης εφεσείοντα-παραπονούμενης, συστατικό στοιχείο που απαιτείται για την απόδειξη των δύο αδικημάτων.
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Παρά την κατάληξη μας στο δεύτερο λόγο έφεσης θα εξετάσουμε και τον τέταρτο λόγο έφεσης γιατί θεωρούμε ότι είναι ουσιώδης ως προς την απονομή της δικαιοσύνης, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αμερόληπτης και δίκαιης δίκης.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-
«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 4
Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστή ότι οι παρεμβάσεις του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα και ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής δεν ξέφυγε από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη νομολογία είναι λανθασμένο.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Ο αριθμός των παρεμβάσεων ήταν τόσο μεγάλος που επηρέασε την ομαλή διεξαγωγή της δίκης. Πολλές από τις παρεμβάσεις - ερωτήσεις ήταν ανακριτικού τύπου και/ή μεροληπτικές και/ή υποβοηθητικές προς την πλευρά της κατηγορούσας αρχής. Αρκετές από τις ερωτήσεις ήταν ερωτήσεις ουσίας και καθόλου διευκρινιστικές.
Πρόσθετα η συχνότητα, ο τρόπος και το ύφος των παρεμβάσεων - ερωτήσεων εδημιούργησαν στον εφεσείοντα την πεποίθηση ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν αντικειμενικός και πως δεν δικάσθηκε με δίκαιο τρόπο σύμφωνα με το νόμο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολούμενο με το θέμα, αφού προέβη σε μια ευρεία αναφορά στη νομολογία, και εξέτασε τις παρεμβάσεις του Προέδρου της ΕΔΥ στην ακροαματική διαδικασία κατέληξε ως εξής:-
«Διαπιστώνω ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν έχει ξεφύγει από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη Νομολογία και δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά τη δίκη μη δίκαιη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.»
Σύμφωνα με το άρθρο 3, Μέρος ΙΙΙ του Νόμου 1/90:-
«3. Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατόν, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.»
Είναι δεδομένο ότι η ακροαματική διαδικασία διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα. Τούτο όμως δεν παρέχει στα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ως πειθαρχικό σώμα, απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης στη διαδικασία. Δεν επιτρέπεται στα μέλη του Πειθαρχικού να θέτουν τον εαυτό τους στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθούν τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς. Μια τέτοια επέμβαση πλήττει την αμεροληψία του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στη νομολογία υποστηρίζοντας ότι οι επεμβάσεις του Προέδρου της ΕΔΥ ήσαν ανεπίτρεπτες. (Βλέπε: Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55, Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41). Σχετική με το θέμα είναι και η πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλας Αθανασίου ν. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd. κ.ά. (2001) 1 A.A.Δ. 1635.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παρέθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσον και ενώπιόν μας πληθώρα παρεμβάσεων του Προέδρου της ΕΔΥ, 70 τον αριθμό. Σημειώνουμε ότι δεν είναι ο αριθμός των παρεμβάσεων που έχει σημασία αλλά το περιεχόμενο τους. Οι πολλές αυτές παρεμβάσεις δεν ήταν όλες διευκρινιστικού περιεχομένου ούτε όλες έτειναν να επισημάνουν τα επίδικα θέματα. Αντίθετα πολλές ήταν ουσιαστικού περιεχομένου. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΕΔΥ για να δικαιολογήσει τις πολλές παρεμβάσεις του από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δήλωσε απερίφραστα τα εξής:-
«Κύριε Αγγελίδη, ο λόγος που επεμβαίνω από την αρχή που ξεκίνησε η διαδικασία είναι γιατί έχω ζήσει στην υπηρεσιακή μου ζωή, την προτέρα, και πολλές ανάλογες καταστάσεις και πολλές φορές ντράπηκα για ό,τι συνέβη και για ό,τι επακολούθησε.»
Η παρέμβαση-δήλωση αυτή του Προέδρου της ΕΔΥ σαφώς δεν είναι διευκρινιστικού τύπου. Η σαφής αυτή δήλωση του Προέδρου δεν μπορεί παρά να υπονοεί ότι δεν θα έχει την ίδια τύχη ο εφεσείων, όπως άλλοι στο παρελθόν που αντιμετώπιζαν παρόμοιες καταστάσεις και για τις οποίες αισθάνθηκε ντροπή γα την κατάληξη τους. Η δήλωση θίγει την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του Δικαστή. Με τις συνεχείς παρεμβάσεις άφηνε την εντύπωση ότι επιθυμούσε την καταδίκη του εφεσείοντα, κατερχόμενος έτσι στην αρένα της δίκης και αμφισβητώντας το τεκμήριο της αθωότητας που συνταγματικά εδικαιούτο ο εφεσείων. Το γεγονός ότι ο εφεσείων αισθάνεται πως η πειθαρχική δίκη δεν ήταν δίκαιη δεν είναι αρκετό. Εκείνο που καθορίζει το αποτέλεσμα δεν είναι οι φόβοι του εφεσείοντα αλλά ότι οι φόβοι αυτοί μπορεί αντικειμενικά να κριθούν δικαιολογημένοι (Βλέπε: Hauschildt v. Denmark, May 24, 1989, Series A, No. 154; 12 E.H.R.R. para. 48).
Καταλήγουμε ότι και ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί.
Ενόψει της κατάληξης μας στους δύο αυτούς λόγους δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.