ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 422
16 Ιουλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΙΘΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΧΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3137)
Διοικητική πράξη ― Έκδοση ― Το ζήτημα της κοινοποίησης της πράξης ως συστατικό στοιχείο της δήλωσης της βούλησης του οργάνου ― Πριν την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν στον οποίο αφορά - εν προκειμένω στον επιλεγέντα υποψήφιο για διορισμό - η απόφαση αποτελεί internum της διοίκησης και δεν προσβάλλεται με προσφυγή ― Η προσφυγή που καταχωρείται στο χρόνο αυτό κρίνεται απαράδεκτη ως πρόωρη.
Ο εφεσίβλητος επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή του απορριπτικού στην προσφυγή του αποτελέσματος της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης, με την οποία κρίθηκε πως η προσφυγή του κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου, ήταν πρόωρη, εφόσον δεν προσέβαλε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση κατά πλειοψηφία (απόφαση του Κραμβή Δ. με την οποία συμφώνησαν οι Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης και Ηλιάδης Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:
Με την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν αρχίζει ακόμα η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, εφόσον η βούληση του διοικητικού οργάνου εξακολουθεί να παραμένει internum. Για να αποκτήσει η πράξη τη δύναμη έννομων αποτελεσμάτων πρέπει απαραιτήτως να δηλωθεί ώστε να παύσει να αποτελεί internum. Ανακύπτει επομένως ζήτημα καθορισμού της αναγκαίας για την κάθε συγκεκριμένη διοικητική πράξη δήλωση βουλήσεως και των ενεργειών που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί ώστε να καταστεί externum και να αποκτήσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων.
Η ημέρα γνώσης του προσφεύγοντος, συναρτάται ευθέως με την ύπαρξη εκτελεστής πράξης. Και καθώς είναι αυτονόητο, η γνώση της πράξης από τον προσφεύγοντα διακρίνεται του θέματος της εξωτερίκευσης της πράξης ως στοιχείου τελείωσης της διά του οποίου καθίσταται εκτελεστή προς εκείνο στον οποίο αφορά. Θεωρείται πως είναι κάτω από αυτό το πρίσμα που πρέπει να ιδωθεί η νομολογία.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η απόφαση της προαγωγής ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι ο εφεσείων. Η βούληση της εφεσίβλητης έπαυσε να αποτελεί internum από της κοινοποιήσεως της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ήταν από εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η διοικητική πράξη άρχισε να παράγει έναντι πάντων έννομα αποτελέσματα. Η εφεσίβλητη, διατηρούσε μέχρι τότε τη δυνατότητα τροποποίησης ή και ματαίωσης της απόφασης. Η όποια συνεπώς ανεπίσημη διαρροή του γεγονότος της έκδοσης της διοικητικής πράξης δεν θα μπορούσε de facto να μεταβάλει την υφιστάμενη κατάσταση εκβιάζοντας «παραγωγή» έννομων αποτελεσμάτων πριν από τη δέουσα κοινοποίηση της βούλησης του διοικητικού οργάνου στο πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η πράξη.
Η επίδικη απόφαση στερείτο εκτελεστότητας κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η απόφαση της εφεσίβλητης παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την επίσημη κοινοποίησή της προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορούσε να αποτελέσει βάσιμο λόγο απόδοσης αρμοδιότητας στο Δικαστήριο για εξέταση της προσφυγής. Υπό τις περιστάσεις, η προσφυγή ορθά κρίθηκε ως απαράδεκτη.
Ο Πικής Π. εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας με διαφορετικό σκεπτικό και αντίθετο αποτέλεσμα.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129,
Δημοκρατία v. Πιπερίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 21,
Moran v. Republic 1 R.S.C.C. 10,
Micrommatis v. Republic (1961) 2 R.S.C.C. 125,
Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193,
Δημοκρατία v. Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495,
Ανθίμου v. Δήμου Κάτω Πολεμιδίων, Α.E. 2986, ημερ. 5.6.02,
Georghiou v. Electricity Authority of Cyprus a.o. (1965) 3 C.L.R. 177,
Ιωσηφίδης v. Δημοκρατία κ.ά., Α.Ε. 3190, ημερ. 12.3.02,
Παπαδόπουλος v. Ιωσηφίδη κ.ά., Α.Ε. 3033, ημερ. 2.10.2002.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 956/98), ημερομηνίας 21/9/2000, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού στην Aρχή.
Μεν. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπανού, για τους Εφεσίβλητους.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Δεν είμαθε ομόφωνοι στην απόφασή μας. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συντάσσονται όλοι οι Δικαστές εκτός από εμένα θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ. Εγώ καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εκθέτω σε ξεχωριστή απόφαση.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης, εφεσίβλητη, στις 12.10.1978 αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού. Τα πρακτικά της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκαν στις 11.1.1999. Υποψήφιος για προαγωγή στην ίδια θέση ήταν και ο εφεσείων. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος και τον εφεσείοντα με επιστολές της εφεσίβλητης ημερομηνίας 14.1.1999 και 5.2.1999 αντίστοιχα. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων άσκησε προσφυγή. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.10.1998 δηλαδή, προτού κοινοποιηθεί η απόφαση στον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος με τις επιστολές της εφεσίβλητης. Η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη ως στρεφόμενη εναντίον μη εκτελεστής διοικητικής πράξης και απορρίφθηκε.
Στη βάση μαρτυρίας που προσκομίστηκε πρωτοδίκως, διαπιστώθηκε ότι το βράδυ της ημέρας που λήφθηκε η επίδικη απόφαση (12.10.1998), ο εφεσείων επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης και ο τελευταίος, πληροφόρησε τον εφεσείοντα για την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Με δεδομένα τα πιο πάνω γεγονότα και με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129, και στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου Ηλ. «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον» 4η έκδ., τόμος Β, σελ. 396-397, ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή έκρινε πως με την προσφυγή δεν προσβαλλόταν υφιστάμενη εκτελεστή διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα και ότι η προσφυγή ήταν πρόωρη. Το σκεπτικό της κατάληξης είναι ότι η απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέστη εκτελεστή διοικητική πράξη από της κοινοποιήσεώς της στο ενδιαφερόμενο μέρος στις 14.1.1999 αφού προηγήθηκε η επικύρωση των πρακτικών στις 11.1.1999 με την οποία, εξουσιοδοτήθηκε ουσιαστικά η κοινοποίηση της απόφασης. Αναφέρεται συναφώς ότι η εξωτερίκευση της βούλησης της εφεσίβλητης επήλθε αρμοδίως με την επιστολή ημερ. 14.1.99 προς το ενδιαφερόμενο μέρος και ότι η απόφαση της εφεσίβλητης αποτελούσε μέχρι τότε internum χωρίς δυνατότητα παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων. Και σύμφωνα πάντα με την πρωτόδικη απόφαση:
«Καμιά διαφοροποίηση στη θέση αυτή δεν θα μπορούσε να επιφέρει η τηλεφωνική πληροφόρηση του Αιτητή από τον Πρόεδρο της Αρχής, την οποία ο ίδιος ο αιτητής είχε επιδιώξει, και μάλιστα ενώ ο Πρόεδρος είχε αποχωρήσει από τη συνεδρία πριν από τη λήξη της και είχε δηλώσει ότι αποχωρεί από το Συμβούλιο και θα θέσει την παραίτησή του στον Υπουργό, ούτε είχε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο να κοινοποιήσει την απόφαση στον αιτητή.»
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι έγινε λανθασμένη ερμηνεία της απόφασης στη Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (ανωτέρω) και των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα αφού σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, η διοικητική πράξη παύει να θεωρείται internum της διοίκησης όταν κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο αυτή αφορά. O εφεσείων, θεωρεί πως αυτός ήταν το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η επίδικη απόφαση η κοινοποίηση της οποίας έγινε προς τον ίδιο από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης το βράδυ της ημέρας που εκδόθηκε (12.10.98).
Ο εφεσείων, διαζευκτικά προς ό,τι υποστηρίζει περί της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, υποβάλλει και το ερώτημα, «κατά πόσο προσφυγή που καταχωρήθηκε κατά διοικητικής απόφασης πριν η διοικητική αυτή απόφαση κοινοποιηθεί επισήμως προς τα έξω μπορεί να εξετασθεί στην ουσία της όταν η διοικητική απόφαση παραμείνει αυτή και η ίδια και μετά την επίσημη κοινοποίησή της προς τα έξω.».
Προτού δοθούν απαντήσεις στα ζητήματα που εγείρονται θα επιχειρήσουμε σύντομη αναφορά στην κρατούσα νομική θεωρία και στις αρχές δικαίου που διέπουν τα επίδικα θέματα. Ενας δόκιμος ορισμός της διοικητικής πράξης είναι ότι αυτή αποτελεί δήλωση βουλήσεως οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου διά της οποίας επέρχεται μεταβολή στο νομικό κόσμο ήτοι δι' αυτής, ιδρύονται, μεταβάλλονται ή καταργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Της δήλωσης της βουλήσεως προηγείται η διαμόρφωση της. Πρόκειται για εκείνο το στάδιο προς το οποίο αντιστοιχεί η διοικητική διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης. Οταν η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί, ακολουθεί η διαδικασία έκδοσης της πράξης δηλαδή η κατά τρόπο βέβαιο διατύπωση της βουλήσεως η οποία πρόκειται να δηλωθεί διά της διοικητικής πράξης. Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου «Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 248 επ. Η εκδοθείσα διοικητική πράξη είναι απλώς βούληση διαμορφωθείσα και όχι βούληση δηλωθείσα. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο πως με την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν αρχίζει ακόμα η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων εφόσον η βούληση του διοικητικού οργάνου εξακολουθεί να παραμένει internum. Για να αποκτήσει η πράξη τη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων πρέπει απαραιτήτως να δηλωθεί ώστε να παύσει να αποτελεί internum. Ανακύπτει επομένως ζήτημα καθορισμού της αναγκαίας για την κάθε συγκεκριμένη διοικητική πράξη δήλωση βουλήσεως και των ενεργειών που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί ώστε να καταστεί externum και να αποκτήσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων. Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου Ηλ. «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», 4η έκδ. σελίδες 396-397 αναφέρονται τα εξής:
«Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου τη εν διοικητική πράξει διά της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ' η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν' αποκτήση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν' ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τίνα τύπον δέον να γίνη η ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφ' όσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον.»
Στην υπό κρίση υπόθεση ούτε ο περί Βιομηχανικής Κατάρτισης Νόμος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο ούτε οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες κανονισμοί, προβλέπουν δημοσίευση της διοικητικής πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Στη Δημοκρατία ν. Πιπερίδη κ.ά. (1995 ) 3 Α.Α.Δ. 21 εξετάστηκε κατά πόσο η προβλεπόμενη από τον περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο δημοσίευση προαγωγών μελών της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας συνιστούσε συστατικό στοιχείο της διοικητικής πράξης δηλαδή, κατά πόσο υπήρχε απόφαση παράγουσα έννομα αποτελέσματα πριν από την προβλεπόμενη από το νόμο δημοσίευση. Η κατάληξη της Ολομέλειας, ύστερα από ερμηνεία του νόμου, ήταν πως η προβλεπόμενη δημοσίευση δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της απόφασης είτε για διορισμό είτε για προαγωγή. Υποδείχθηκε πως αν η δημοσίευση αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, χωρίς αυτή δεν υπάρχει απόφαση για οποιοδήποτε. Εγινε εν προκειμένω αντιδιαστολή προς ό,τι η Ολομέλεια αποφάσισε στην Παπαευριπίδη (ανωτέρω) όπου με την προσφορά του διορισμού στον εφεσίβλητο, η απόφαση της ΕΕΥ για το διορισμό του έπαυσε να αποτελεί εσωτερικό της θέμα (internum) ενώ η προβλεπόμενη από το νόμο δημοσίευση δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο της πράξης. Η υπαλληλική σχέση θεωρήθηκε τελειωμένη διά της αποδοχής της προσφοράς του διορισμού.
Το άρθρο 146.3 του Συντάγματος αναφέρεται στην ημέρα γνώσης του προσφεύγοντος της πράξης ή παράλειψης η οποία, κατά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόκειται ως πράξη εκτελεστή σε αναθεωρητικό έλεγχο. Βλ. Πιπερίδης κ.ά. (ανωτέρω) από την οποία ιδιαιτέρως σχετικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η δημοσίευση που προνοεί ο Νόμος αποτελεί συστατικό στοιχείο της απόφασης για τις προαγωγές, και είναι γεγονός πως το ζήτημα δεν προσεγγίστηκε με αυτό το φακό στην πρωτόδικη απόφαση. Με ζητούμενο τη στιγμή της τελείωσης της απόφασης για προαγωγή, δεν μπορεί να συζητείται το ζήτημα κάτω από το πρίσμα του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος. Το Άρθρο 146.3 προϋποθέτει ύπαρξη απόφασης τελειωμένης αφού μόνο σε τέτοια περίπτωση είναι νοητό να ασκήσει το Ανώτατο Δικαστήριο την αναθεωρητική του δικαιοδοσία.»
Εν ολίγοις, η ημέρα γνώσης του προσφεύγοντος, συναρτάται ευθέως με την ύπαρξη εκτελεστής πράξης. Και καθώς είναι αυτονόητο, η γνώση της πράξης από τον προσφεύγοντα διακρίνεται του θέματος της εξωτερίκευσης της πράξης ως στοιχείου τελείωσης της διά του οποίου καθίσταται εκτελεστή προς εκείνο στον οποίο αφορά. Θεωρούμε πως είναι κάτω από αυτό το πρίσμα που πρέπει να ιδωθεί η νομολογία και ιδιαίτερα οι υποθέσεις που μας απασχόλησαν κατά τη σύσκεψη ήτοι: John Moran v. The Republic 1 R.S.C.C. 10, Micrommatis v. The Republic (1961) 2 R.S.C.C. 125, Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193, Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδης (1994) 3 Α.Α.Δ. 495, Πρόδρομος Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδίων, Α.Ε. 2986, ημερ. 5.6.02.
Στην John Moran (ανωτέρω) σημειώνουμε πως δεν εξετάστηκε άλλο θέμα εκτός από τη γνώση του προσφεύγοντος η οποία, αφορούσε πράξη εκτελεστή. Αυτό προκύπτει από το απόσπασμα που ακολουθεί.
"In the opinion of the Court "knowledge" means knowledge of the decision, act or omission giving rise to the right of recourse under Article 146 of the Constitution and not knowledge of evidential matters necessary to substantiate before this Court an allegation of unconstitutionality, illegality or an excess or abuse of power."
Στην Micrommatis (ανωτέρω), ο χρόνος της γνώσης ήταν ταυτόχρονα και ο χρόνος εξωτερίκευσης της πράξης. Επρόκειτο για φορολογική απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή που ήταν και το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η απόφαση. Η κοινοποίηση έγινε από τον ίδιο τον καθ' ου η αίτηση. Είναι προφανές ότι η εξωτερίκευση της απόφασης επήλθε διά της κοινοποίησης η οποία σηματοδότησε την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών. Στην Micrommatis η κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο προς το οποίο αυτή αφορούσε έγινε από τον ίδιο τον καθ' ου η αίτηση εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από την Micrommatis:
"In this case the applicant was informed by the respondent of such result by letter dated the 22nd March 1961. The Court is, therefore, of the opinion that this recourse, the application in respect of which was filed on the 15th April, 1961, has been made within the time described by paragraph 3 of article 146."
Στην Zachariades (ανωτέρω) αποφασίστηκε ο διορισμός και προτού αυτός κοινοποιηθεί στο διορισθέντα, ο Υπουργός Εσωτερικών απέσυρε την πρόταση για πλήρωση της θέσης. Γνωμάτευσε ο Γενικός Εισαγγελέας και η ΕΔΥ αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφαση διορισμού (which thus also frustrated) καθότι, ένεκα της μη κοινοποίησης δεν παράχθηκαν έννομα αποτελέσματα. Πρωτοδίκως, κρίθηκε ότι δεν είχε τελειωθεί ο διορισμός και ως εκ τούτου δεν ενομιμοποιείτο ο αιτητής. Κατά την έφεση, η Ολομέλεια αφού αναφέρθηκε πρώτα στην κυπριακή νομολογία και στην ελληνική βιβλιογραφία επί του θέματος της τελείωσης μιας διοικητικής πράξης σε αντιδιαστολή προς ότι το μη κοινοποιηθέν παραμένει internum, έκρινε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ήταν αναρμόδιος και συνακόλουθα διαπίστωσε ότι ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον εφόσον η παράνομη υπό τις περιστάσεις παρέμβαση του Υπουργού εμπόδισε το διορισμό. Κρίθηκε δηλαδή όπως και στην Tatianos Georghiou v. 1. The Electricity Authority of Cyprus 2. The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1965) 3 C.L.R. 177, ότι η παρέμβαση ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη με αποτέλεσμα να ακυρωθούν τόσο η παρέμβαση του Υπουργού όσο και η απόφαση ανάκλησης της Επιτροπής ως μολυνθείσα από την παρανομία αφού λήφθηκε κάτω από την εσφαλμένη αντίληψη ότι η πρόταση για πλήρωση της θέσης απεσύρθη από την αρμόδια αρχή. Εκείνο που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν ο τερματισμός της διαδικασίας και αυτό υπό το δεδομένο πως δεν είχε ακόμα τελειωθεί η διοικητική πράξη του διορισμού.
Στην Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδης (1994) 3 Α.Α.Δ. 495, το αντικείμενο ήταν η απόσυρση της πρότασης για πλήρωση της θέσης και όχι κάποια απόφαση της ΕΔΥ. Όπως εξηγήθηκε στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατία κ.ά., Α.Ε. 3190, ημερ. 12.3.02, η απόφαση της ΕΔΥ ως μη δημοσιευθείσα, παρέμεινε internum και συνεπώς μπορούσε να ανοίξει ξανά προς συζήτηση το θέμα των προσόντων. Σχετική είναι και η Γιάννος Παπαδόπουλος ν. Χρίστου Ιωσηφίδη κ.ά., ΑΕ 3033, ημερ. 2.10.2002. στην οποία η διοικητική πράξη περιγράφεται ως παραμείνασα εσωτερικό θέμα, εφόσο δεν είχε κοινοποιηθεί.
Στην Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδίων (ανωτέρω) προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η ληφθείσα διοικητική απόφαση δεν ήταν εκτελεστή πριν από την έγκριση των πρακτικών που τηρήθηκαν κατά τη λήψη της. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι εκεί δεν τέθηκε προς εξέταση θέμα internum. Θεωρήθηκε σαν δεδομένο ότι ήταν εκτελεστή η απόφαση κατά την οποία είχε συζητηθεί το θέμα της γνώσης ως αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η απόφαση της προαγωγής ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι ο εφεσείων. Η βούληση της εφεσίβλητης έπαυσε να αποτελεί internum από της κοινοποιήσεως της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ήταν από εκείνη ακριβώς της στιγμή που η διοικητική πράξη άρχισε να παράγει έναντι πάντων έννομα αποτελέσματα. Η εφεσίβλητη, διατηρούσε μέχρι τότε τη δυνατότητα τροποποίησης ή και ματαίωσης της απόφασης*. Η όποια συνεπώς ανεπίσημη διαρροή του γεγονότος της έκδοσης της διοικητικής πράξης δεν θα μπορούσε de facto να μεταβάλει την υφιστάμενη κατάσταση εκβιάζοντας «παραγωγή» έννομων αποτελεσμάτων πριν από τη δέουσα κοινοποίηση της βούλησης του διοικητικού οργάνου στο πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η πράξη.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί καταλήγουμε ότι η επίδικη απόφαση εστερείτο εκτελεστότητας κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η απόφαση της εφεσίβλητης παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την επίσημη κοινοποίησή της προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορούσε να αποτελέσει βάσιμο λόγο απόδοσης αρμοδιότητας στο Δικαστήριο για εξέταση της προσφυγής. Υπό τις περιστάσεις, η προσφυγή ορθά κρίθηκε ως απαράδεκτη.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων. Η πλήρωση της θέσης ήταν το αντικείμενο απόφασης των εφεσιβλήτων της 12ης Οκτωβρίου, 1998. Αποφασίστηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους. Την ίδια νύχτα ο εφεσείων επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ο οποίος του γνωστοποίησε τη ληφθείσα απόφαση. Με τη γνώση αυτή υπόψη ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή στις 27 Οκτωβρίου 1998, προς αναθεώρηση της ληφθείσας απόφασης, με αίτημα την ακύρωσή της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με το δικαιολογητικό ότι δεν στρεφόταν κατά εκτελεστής διοικητικής απόφασης εφόσον η περί ου ο λόγος απόφαση δεν είχε κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής εξωτερικευτεί, με γνωστοποίησή της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η γνωστοποίηση έγινε στις 14 Ιανουαρίου 1999, μετά την επικύρωση των πρακτικών σε συνεδρία του Σώματος, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου, 1999.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλούμενο την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129, έκρινε ότι πριν την εξωτερίκευση της απόφασης με τη γνωστοποίηση στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν υπήρχε εκτελεστή απόφαση που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. Μέχρι το στάδιο εκείνο η απόφαση αποτελούσε εσωτερικό μέτρο (internum) των εφεσιβλήτων, μη εκτελεστή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να καταστεί το αντικείμενο προσφυγής. Όντως στην Παπαευριπίδη αποφασίστηκε, υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, ότι διοικητική απόφαση παραμένει εσωτερικό θέμα της Διοίκησης μέχρι την εξωτερίκευσή της με τη γνωστοποίηση της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η απόφαση στην Παπαευριπίδη έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος που καθιστούν ως αντικείμενο προσφυγής αυτή τούτη την απόφαση η οποία λαμβάνεται και κριτήριο για την άσκησή της, το χρόνο κατά τον οποίο αυτή περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος, δηλαδή παντός δυσμενώς επηρεαζόμενου από την απόφαση προσώπου.
Στην John Moran and The Republic (Attorney-General and Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 10, αποφασίστηκε ότι ο χρόνος για την άσκηση προσφυγής προσμετρά αφότου η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος. Τα ακόλουθα αποσπάσματα από τη Moran παρέχουν το στίγμα της προσέγγισης του θέματος από το Δικαστήριο: (σελ. 13)
«As in the present case the acts complained of were not published, in order to find as from when the period of seventy-five days began to run, it is necessary to ascertain when such acts came to the knowledge of the Applicant.
.............................................................................
In the opinion of the Court "knowledge" means knowledge of the decision, act or omission giving rise to the right of recourse under Article 146 of the Constitution and not knowledge of evidential matters necessary to substantiate before this Court an allegation of unconstitutionality, illegality or an excess or abuse of power.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«Όπως και στην παρούσα υπόθεση οι πράξεις οι οποίες προσβάλλονται δεν δημοσιεύτηκαν ώστε να καταφαίνεται ο χρόνος αφότου άρχισε να τρέχει η περίοδος των εβδομήντα-πέντε ημερών, καθίσταται αναγκαίο να διαπιστώσουμε πότε οι αμφισβητούμενες πράξεις περιήλθαν σε γνώση του αιτητή.
..................................................................................................
Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου "γνώση" σημαίνει γνώση της απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, και όχι γνώση αποδεικτικών θεμάτων αναγκαίων για τεκμηρίωση ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμού περί αντισυνταγματικότητας, παρανομίας, υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας.»
Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Argiris Mikrommatis and The Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125. H επίδικη απόφαση αφορούσε απόφαση αναθεώρησης φορολογίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι κρίσιμη ημερομηνία για την άσκηση προσφυγής, δηλαδή η ημερομηνία αφότου ο χρόνος των 75 ημερών άρχισε να τρέχει είναι η ημέρα κατά την οποία το αποτέλεσμα της αναθεώρησης της φορολογίας περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό: (σελ. 129)
«... the relevant date in this Case from which the period prescribed by paragraph 3 of Article 146 of the Constitution must be reckoned, is the date on which the result of the review and revision under section 42 came to the knowledge of the Applicant.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«Η σχετική ημερομηνία σ' αυτή την υπόθεση αφότου η διαγραφόμενη περίοδος από την παράγραφο 3 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αρχίζει να προσμετρά, είναι η ημερομηνία κατά την οποία το αποτέλεσμα της θεώρησης και αναθεώρησης κάτω από το Άρθρο 42 περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.»
Όχι μόνο η τελική απόφαση του διορίζοντος Σώματος υπόκειται σε αναθεώρηση τη αιτήσει του επηρεαζομένου προσώπου στη γνώση του οποίου περιέρχεται, αλλά και αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται στο ενδιάμεσο που έχουν απτές συνέπειες για τα δικαιώματά του, μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Προς τούτο αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις, Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193, και Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495. Στην πρώτη, αντικείμενο αναθεώρησης αποτέλεσε η αναστολή, πριν την εξωτερίκευση της απόφασης μετά από παρέμβαση του υπουργού, υλοποίησης απόφασης της ΕΔΥ, για το διορισμό του προσφεύγοντος στη θέση Γενικού Διευθυντή με καταλυτικά αποτελέσματα για την αναστολή. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στη δεύτερη υπόθεση όπου αντικείμενο αναθεώρησης ήταν και πάλιν παρεμβάσεις τρίτων στη ματαίωση αποφάσεων του Σώματος πριν την επίσημη γνωστοποίησή τους στον επηρεαζόμενο. Αναγνωρίστηκε ότι υποψήφιος για την κατάκτηση θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία έχει συμφέρον στην ολοκλήρωση της διαδικασίας για την πλήρωση της θέσης, ο επηρεασμός του οποίου παρέχει δικαίωμα προσφυγής.
Εάν η τελείωση της πράξης με τη γνωστοποίησή της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελούσε προϋπόθεση για τη γένεση δικαιώματος προσφυγής, τότε αναμφιβόλως σε καμιά από τις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις δεν θα γινόταν δεχτό ότι χωρεί προσφυγή. Η διαδικασία θα αποτελούσε εσωτερικό θέμα, η μη επίσημη εξωτερίκευση του οποίου θα αναιρούσε κάθε έρεισμα για την προσφυγή κατά της όποιας απόφασης είχε ληφθεί.
Όπου απόφαση διοικητικού οργάνου υπόκειται στην έγκριση άλλου οργάνου, κρίθηκε σε σειρά υποθέσεων ότι η έγκριση καθιστά την πράξη εκτελεστή εκ των υστέρων. Προσδίδει το έρεισμα εκτελεστότητας στην απόφαση αφότου λήφθηκε, όχι αφότου εξωτερικεύτηκε. Είναι αυτή τούτη η απόφαση το σημείο αναφοράς για την εκτελεστότητά της. (Βλ. HjiVassiliou v. Cyprus Athletics Organ. (1987) 3 C.L.R. 2142· Χ''Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά. Υπόθεση Αρ. 648/91, 30.4.1993· Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων ν. Ρωσσίδη (1996)3 Α.Α.Δ. 39· Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690.)
Η απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών, Α.Ε. 2896 - 5.6.2002, διαφωτίζει άμεσα για το χρόνο κατά τον οποίο καθίσταται εκτελεστή διοικητική απόφαση. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η ληφθείσα διοικητική απόφαση δεν ήταν εκτελεστή πριν την επικύρωση των πρακτικών που περιστοίχιζαν τη λήψη της. Η εισήγηση απορρίφθηκε. Αποφασίστηκε ότι κρίσιμος για την πρόσδοση εκτελεστότητας σε απόφαση είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτή λαμβάνεται. Το ακόλουθο απόσπασμα κατοπτρίζει τη θεώρηση του θέματος από το δικαστήριο:
«.... Η επικύρωση των πρακτικών αποβλέπει στη βεβαίωση του λόγου το ασφαλές ότι η ληφθείσα απόφαση όντως λήφθηκε κατά την προηγούμενη συνεδρία του Σώματος. Κρίσιμη για το εκτελεστό της απόφασης είναι η ημέρα κατά την οποία αυτή λαμβάνεται. Το πρακτικό έχει ως λόγο την καταγραφή της απόφασης και η επικύρωσή του, τη βεβαίωση ότι η απόφαση αντανακλάται ορθά.»
Είναι καθιερωμένο ότι εσωτερικά θέματα της Διοίκησης, δηλαδή μέτρα που κατά κανόνα ανάγονται στην καθημερινή λειτουργία της δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Επί του προκειμένου η νομολογία βρίθει με παραδείγματα τέτοιων πράξεων. Εκ της φύσεως τους οι πράξεις αυτές δεν είναι παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων και γι' αυτό δεν είναι εκτελεστές (Βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690· Παγιάτας ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 700.)
Η εξωτερίκευση ληφθείσας απόφασης επαγόμενης νομικά αποτελέσματα είναι συνυφασμένη με την απόφαση η οποία κοινοποιείται και αποτελεί μέρος της εκτέλεσής της. Η κοινοποίηση της απόφασης στο δικό μας σύστημα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της στοιχειοθέτησης της απόφασης εκτός όπου τούτο προβλέπεται ρητά από το νόμο ως η περίπτωση του Άρθρου 37(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90), ο οποίος επιβάλλει τη δημοσίευση μόνιμων διορισμών και προαγωγών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και παράλληλα περιορίζει το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης σε σαράντα-πέντε ημέρες. Το ίδιο το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος συναρτά το χρόνο των εβδομήντα-πέντε ημερών για την άσκηση προσφυγής με την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης και σε κάθε άλλη περίπτωση με την ημερομηνία κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος.
Μια από τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η υιοθέτηση αντίθετης άποψης απ' εκείνη που προβάλλουμε θα ήταν και η αναγνώριση ευχέρειας στο διορίζον όργανο να αναιρεί, να μεταβάλλει ή να τροποποιεί ληφθείσα απόφαση κατά το βούλεσθαι. Τέτοια μετατροπή δεν θα είχε οποιεσδήποτε συνέπειες εφόσον τα διαδραματισθέντα θα αποτελούσαν εσωτερικό θέμα της Διοίκησης. Αρκεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο να μνημονευθεί για να φέρει στο προσκήνιο τη δραστικότητα ληφθείσας απόφασης με όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής απόφασης υποκείμενης σε αναθεώρηση άμα τη λήψη γνώσης από τον επηρεαζόμενο από αυτή.
Για όλους τους λόγους που έχουν εκτεθεί θα επέτρεπα την έφεση, με έξοδα κατ' έφεση και πρωτοδίκως.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα.