ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΘΕΡΟΥΛΑ ΛΟΥΚΑ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 19/2007, 5 Σεπτεμβρίου 2008
Λουκά Θερούλα ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (2008) 4 ΑΑΔ 742
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1014/2010, 30 Μαρτίου 2012
Τσέλεπος Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 828
(2003) 3 ΑΑΔ 326
18 Απριλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3151)
Κεντρική Τράπεζα ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρμόδιο όργανο ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ― Άρθρο 15(2)(3) των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων 1963 και 1979 ― Αποφασίζει σύμφωνα με γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού ― Έννοια της «σύμφωνης γνωμοδότησης».
Κεντρική Τράπεζα ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σχέδιο υπηρεσίας ― Προσόν της «πείρας σε τομείς σχετιζόμενους με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας» ― Αγνοήθηκε η πείρα του εφεσείοντα, αυθαίρετα και χωρίς εύλογη αιτία ― Πλάνη περι τα πράγματα.
Ο εφεσείων επεδίωξε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 15(2)(3) του Νόμου, αρμόδιο όργανο για την προαγωγή υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας είναι ο Διοικητής ο οποίος ενεργεί «συμφώνως προς γνωμοδότηση Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης». Πρόκειται περί της Επιτροπής Προσωπικού, Πρόεδρος της οποίας είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.
Προκύπτει από τις πρόνοιες του Άρθρου 15(2)(3) του Νόμου, ότι επί ζητημάτων που αφορούν τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής είναι το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα η δε Επιτροπή, ενεργεί επί των ιδίων θεμάτων ως συμβουλευτικό (γνωμοδοτικό) όργανο. Η αποφασιστική αρμοδιότητα του Διοικητή στα θέματα που περιγράφονται στο Άρθρο 15(2) περιορίζεται από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Αυτό σημαίνει πως ο Διοικητής εμποδίζεται να εκδώσει θετική πράξη διαφορετική από εκείνη που υποδεικνύεται στη γνωμοδότηση. Ωστόσο μπορεί να απόσχει από κάθε ενέργεια.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι «σύμφωνη». Και εφόσον ο Διοικητής αποφάσισε να υιοθετήσει την ομόφωνη γνωμοδότηση της Επιτροπής, η αιτιολογία της οποίας αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της σύστασης, θεωρείται πως δεν παρίστατο ανάγκη να επαναληφθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτιολογία που ο Διοικητής είχε ήδη αποδεχθεί και προκρίνει. Από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας, σαφώς προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα η δε αιτιολογία της απόφασης ήταν εν προκειμένω πλήρης. Το γεγονός ότι στα έγγραφα ημερομηνίας 12.5.1999, χρησιμοποιείται το ρήμα «διορίζω» αντί το ρήμα «προάγω» δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.
2. Η πείρα ως απαιτούμενο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν περιορίζεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση. Η πείρα που απαιτείται με βάση το σχέδιο, προσδιορίζεται κατά τρόπο ευρύτερο δηλαδή σε «κατάλληλους τομείς εργασιών Κεντρικής Τράπεζας» ή σε «τομείς σχετιζόμενους με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας».
Στην προκείμενη περίπτωση χωρίς να είχαν εξειδικευθεί εκ των προτέρων οι κατάλληλοι τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τους οποίους να συναρτάται η απαιτούμενη πείρα των υποψηφίων για την πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης, η Επιτροπή αυθαίρετα αποφάσισε να αγνοήσει εντελώς την πείρα που απέκτησε ο αιτητής σε θέση που κατείχε ως μέλος του προσωπικού της εφεσίβλητης, η οποία (θέση) δεν ήταν η αμέσως κατώτερη της επίδικης. Αν δεν εξειδικεύονται οι κατάλληλοι τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τους οποίους να συναρτάται η απαιτούμενη πείρα για τις εκάστοτε ανάγκες πλήρωσης της επίδικης θέσης, τότε η πείρα των υποψηφίων θα πρέπει να εξετάζεται με αναφορά προς το σύνολο του χρόνου της υπηρεσίας τους σε τομείς σχετιζόμενους με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας, όπως ρητά προβλέπεται με τη δεύτερη διάζευξη της παραγράφου (β) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της πείρας των ενδιαφερομένων προσώπων, έλαβε υπόψη την πείρα που απέκτησαν τόσο κατά το σύνολο της υπηρεσίας τους στην Κεντρική Τράπεζα όσο και την πείρα που απέκτησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.
Μέρος της πείρας του εφεσείοντα, αγνοήθηκε αυθαίρετα από την Επιτροπή και χωρίς να αποκαλύπτεται εύλογη αιτία. Αντίθετα, η πείρα που απέκτησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατά το σύνολο της υπηρεσίας τους στην εφεσίβλητη αξιολογήθηκε και προσμέτρησε υπέρ τους ευνοϊκά. Η προσέγγιση της Επιτροπής συνιστά άνιση μεταχείριση σε βάρος του εφεσείοντα και αναπόφευκτα πλήττει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πείρα του αιτητή αγνοήθηκε αυθαίρετα και/ή πεπλανημένα από την Επιτροπή.
3. Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην απόρριψη ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή απέτυχε να συστήσει τον καταλληλότερο από τους διαθέσιμους υποψήφιους. Προδήλως, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι συναφής και αλληλένδετος με τον προηγούμενο. Και καθώς είναι αυτονόητο, η αποδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης οδηγεί στην αποδοχή και του τρίτου λόγου έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 294.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 732/99), ημερομηνίας 5/10/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Προσωπικού της εφεσίβλητης, αποφάσισε την πλήρωση τριών κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού με προαγωγές από το υφιστάμενο προσωπικό. Ο εφεσείων και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν μεταξύ των υποψηφίων για προαγωγή.
Η Επιτροπή αφού μελέτησε τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, συμπεριλαμβανομένων των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής (κανονισμός 11, Κ.Δ.Π. 189/83), σύστησε ομόφωνα για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Επιτροπής Προσωπικού υπέγραψε τα σχετικά πρακτικά και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15 των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων 1963 και 1979 (εφεξής «ο Νόμος»), διόρισε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Ανώτερου Λειτουργού από 1.5.99.
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης της εφεσίβλητης για προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων. Η προσφυγή απέτυχε και με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η ακύρωση της επίδικης απόφασης της εφεσίβλητης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην απόρριψη ισχυρισμού ότι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας παρέλειψε να ερευνήσει πρωτογενώς τα στοιχεία και δεν άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα αλλά ενήργησε δέσμια των συστάσεων και υποδείξεων της Επιτροπής Προσωπικού η οποία, έχει μόνο συμβουλευτική αρμοδιότητα ο δε ρόλος που διαδραματίζει στην προαγωγική διαδικασία είναι γνωμοδοτικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15(2)(3) του Νόμου, αρμόδιο όργανο για την προαγωγή υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας είναι ο Διοικητής ο οποίος ενεργεί «συμφώνως προς γνωμοδότηση Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης ..........». Πρόκειται περί της Επιτροπής Προσωπικού, Πρόεδρος της οποίας είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Στην προκείμενη περίπτωση, η Επιτροπή ομόφωνα συνέστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Έλενα Γρηγοριάδου, Στέλλα Κανικλίδου-Σάντη και Μαρίνο Λαμπριανίδη η δε απόφαση για την προαγωγή των εν λόγω προσώπων λήφθηκε από τον ίδιο το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ως το αρμόδιο για το σκοπό αυτό όργανο.
Προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 15(2)(3)* του Νόμου ότι επί ζητημάτων που αφορούν τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής είναι το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα η δε Επιτροπή, ενεργεί επί των ιδίων θεμάτων ως συμβουλευτικό (γνωμοδοτικό) όργανο. Η αποφασιστική αρμοδιότητα του Διοικητή στα θέματα που περιγράφονται στο άρθρο 15(2) περιορίζεται από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Αυτό σημαίνει πως ο Διοικητής εμποδίζεται να εκδώσει θετική πράξη διαφορετική από εκείνη που υποδεικνύεται στη γνωμοδότηση. Ωστόσο μπορεί να απόσχει από κάθε ενέργεια.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 193 αναφέρονται τα εξής:
«Οσάκις ο νόμος θεσπίζει σύμφωνον γνωμοδότησιν, το αποφασίζον όργανον δεν υποχρεούται, όπως ενεργήση κατά τον δια της γνωμοδοτήσεως υποδεικνυόμενον τρόπον, αλλ' απλώς κωλύεται να εκδώσει θετικήν πράξιν διάφορον της εν τη γνωμοδοτήσει υποδεικνυομένης, δυνάμενον να απόσχει από πάσης ενεργείας.»
Παρόμοια αναφορά γίνεται στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση (1991), όπου στη σελίδα 136 αναφέρεται:
«Η «γνωμοδότηση» ή γνώμη διατυπώνεται ύστερα από ερώτημα του οργάνου που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα και διακρίνεται σε ι) «Απλή», όταν το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα δεν δεσμεύεται από αυτήν, αλλά μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά (ΣΕ 1704/1981) .......................... ιι) Σε «σύμφωνη», όταν δεσμεύει το όργανο που αποφασίζει, με την έννοια ότι το όργανο αυτό μπορεί να εκδώσει την πράξη σύμφωνα με την γνωμοδότηση ή, εάν δεν αποδέχεται την γνωμοδότηση, να μην εκδώσει την πράξη. Εχει όμως δυνατότητα να μην εκδώσει την πράξη, μόνο όταν ενεργεί στο πλαίσιο μιας διακριτικής ευχέρειας, η οποία το επιτρέπει .......... Όταν στις σχετικές διατάξεις η γνώμη δεν χαρακτηρίζεται ως σύμφωνη, νοείται ως απλή.»
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι «σύμφωνη». Και εφόσον ο Διοικητής αποφάσισε να υιοθετήσει την ομόφωνη γνωμοδότηση της Επιτροπής η αιτιολογία της οποίας αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της σύστασης, θεωρούμε πως δεν παρίστατο ανάγκη να επαναληφθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτιολογία που ο Διοικητής είχε ήδη αποδεχθεί και προκρίνει. Από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας σαφώς προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα η δε αιτιολογία της απόφασης ήταν εν προκειμένω πλήρης. Το γεγονός ότι στα έγγραφα ημερομηνίας 12.5.1999 χρησιμοποιείται το ρήμα «διορίζω» αντί το ρήμα «προάγω» δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον το ρήμα που χρησιμοποιήθηκε δεν ενέχει ουσιαστική σημασία, η έννοια δεν μεταβάλλεται και δεν επηρεάστηκε δυσμενώς η θέση του εφεσείοντα. Στην Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας ν. Mobil Oil (Cyprus) Ltd και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 294, αναφέρεται:
«Τέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση του Υπουργού πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας, αφού η αιτιολογία είναι σαφής από το περιεχόμενο του φακέλου και δη στην εισήγηση του λειτουργού, ακόμα δε και στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή.»
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), στη σελίδα 185 αναφέρεται:
«Αιτιολογίαν της αποφασιστικής πράξεως συνιστά η της προπαρασκευασάσης αυτήν: 1019-1030 (46), 1812, 1993 (50) γνωμοδοτήσεως: 720 (34), 508 (50), εις ήν αύτη αναφέρεται: 91, 423, 424, 1021 (47), 26 (48), 1812 (50), ή ήτις την συνοδεύει: 1993(50).»
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε πως η μεμπτότητα στην οποία αναφέρεται ο πρώτος λόγος έφεσης δεν υφίσταται στην επίδικη απόφαση.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της απόρριψης ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή, κατ' εσφαλμένη και πεπλανημένη ερμηνεία της παραγράφου (β) του σχεδίου υπηρεσίας, αγνόησε την υπέρτερη συνολική πείρα που ο εφεσείων απέκτησε καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Τράπεζα περιορίζοντας και σταθμίζοντας ως κριτήριο επιλογής μόνο την πείρα που απέκτησαν οι υποψήφιοι στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.
Η παράγραφος (β) του σχεδίου υπηρεσίας προβλέπει:
«(β) Καλή γνώση και πείρα εις κατάλληλους τομείς εργασιών Κεντρικής Τραπέζης ή εις τομείς σχετιζόμενους με εργασίες Κεντρικής Τραπέζης. Νοείται ότι εις την περίπτωσιν υποψηφίου κατόχου της θέσης λογιστού ............ »
Στα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της Επιτροπής καταγράφονται τα εξής:
«Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας την 1.6.1975 διορίστηκε στην κατώτερη θέση Γραφέα και την περίοδο από 1.6.1988 μέχρι 28.2.1994 κατείχε τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Βοηθού. Ακολούθως η Επιτροπή έκρινε ότι παρόλο που η μισθολογική κλίμακα της θέσης Ανώτερου Διοικητικού Βοηθού είναι ελαφρά καλύτερη από τη μισθολογική κλίμακα της θέσης Λειτουργού Β΄ Τάξης, η πείρα την οποία απόκτησε ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας κατά την πιο πάνω περίοδο αγνοείται διότι ήταν πείρα που αποκτήθηκε σε κατώτερη θέση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς προαγωγής του σε ανώτερη θέση. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας δεν αποκλείστηκε από την υπόλοιπη διαδικασία και παρέμεινε για σκοπούς σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψήφιους.»
Η πείρα ως απαιτούμενο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν περιορίζεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση. Η πείρα που απαιτείται με βάση το σχέδιο, προσδιορίζεται κατά τρόπο ευρύτερο δηλαδή σε «κατάλληλους τομείς εργασιών Κεντρικής Τράπεζας» ή σε «τομείς σχετιζόμενους με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας».
Στην προκείμενη περίπτωση χωρίς να είχαν εξειδικευθεί εκ των προτέρων οι κατάλληλοι τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τους οποίους να συναρτάται η απαιτούμενη πείρα των υποψηφίων για την πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης, η Επιτροπή αυθαίρετα αποφάσισε να αγνοήσει εντελώς την πείρα που απέκτησε ο αιτητής σε θέση που κατείχε ως μέλος του προσωπικού της εφεσίβλητης η οποία (θέση) δεν ήταν η αμέσως κατώτερη της επίδικης. Έχουμε τη γνώμη πως αν δεν εξειδικεύονται οι κατάλληλοι τομείς εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τους οποίους να συναρτάται η απαιτούμενη πείρα για τις εκάστοτε ανάγκες πλήρωσης της επίδικης θέσης τότε η πείρα των υποψηφίων θα πρέπει να εξετάζεται με αναφορά προς το σύνολο του χρόνου της υπηρεσίας τους σε τομείς σχετιζόμενους με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας όπως ρητά προβλέπεται με τη δεύτερη διάζευξη της παραγράφου (β) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης (ανωτέρω).
Η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της πείρας των ενδιαφερομένων προσώπων, έλαβε υπόψη την πείρα που απέκτησαν τόσο κατά το σύνολο της υπηρεσίας τους στην Κεντρική Τράπεζα όσο και την πείρα που απέκτησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στο περίγραμμα της αγόρευσης του άνκαι αναγνωρίζει ότι ατυχώς χρησιμοποιήθηκε η φράση «η πείρα του αιτητή που αποκτήθηκε σε κατώτερη θέση αγνοείται» εντούτοις εισηγείται, πως στην πραγματικότητα ο εφεσείων δεν αποκλείστηκε από τη διαδικασία και ότι στη συνέχεια, κατά την αξιολόγηση, η πείρα του εφεσείοντα λήφθηκε υπόψη. Εχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της Επιτροπής και δεν διαπιστώσαμε αυτό που εισηγείται ο κ. Ευαγγέλου. Οι αξιολογήσεις του εφεσείοντα αποκαλύπτουν ευδόκιμη υπηρεσία 25 χρόνων στην εφεσίβλητη. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπηρεσίας του ανάλογη πρέπει να θεωρείται και η πείρα που λογικά απέκτησε σε τομείς σχετιζόμενους με τις εργασίες της Τράπεζας. Μέρος αυτής της πείρας, αγνοήθηκε αυθαίρετα από την Επιτροπή και χωρίς να αποκαλύπτεται εύλογη αιτία. Αντίθετα, η πείρα που απέκτησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατά το σύνολο της υπηρεσίας τους στην εφεσίβλητη αξιολογήθηκε και προσμέτρησε υπέρ τους ευνοϊκά. Η προσέγγιση της Επιτροπής συνιστά άνιση μεταχείριση σε βάρος του εφεσείοντα και αναπόφευκτα πλήττει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Θεωρούμε ότι η πείρα του αιτητή αγνοήθηκε αυθαίρετα και/ή πεπλανημένα από την Επιτροπή.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην απόρριψη ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή απέτυχε να συστήσει τον καταλληλότερο από τους διαθέσιμους υποψήφιους. Προδήλως, ο λόγος αυτός της έφεσης είναι συναφής και αλληλένδετος με τον προηγούμενο. Και καθώς είναι αυτονόητο, η αποδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης οδηγεί στην αποδοχή και του τρίτου λόγου έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.