ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315
Κάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 262
Ανδρέα Παναγή ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 605/97, 30 Ιουνίου 1998
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΛΟΙΖΟΥ ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 59/99, 25 Αυγούστου 2000
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Αποστόλου Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 118, ECLI:CY:AD:2016:C130
Λοϊζίδου Αικατερίνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 338
(2003) 3 ΑΑΔ 242
31 Μαρτίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3120)
Ακυρωτική Απόφαση ― Δεδικασμένο ― Ύπαρξή του, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ― Έννοια του και από τι καθορίζεται ― Κρίση περι ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, ότι υπήρξε δεδικασμένο στην προκειμένη περίπτωση.
Με την παρούσα έφεση, ένας από τους λόγους εφέσεως ήταν ότι η πρωτόδικη απόφαση, στο μέτρο που επικύρωνε την διοικητική απόφαση λόγω ύπαρξης δεδικασμένου, ήταν εσφαλμένη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε θέμα δεδικασμένου εξ ιδίας πρωτοβουλίας (ex proprio motu), ως είχε κάθε δικαίωμα εκ της νομολογίας. Απεφάνθη ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος από το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος, αποτελεί δεδικασμένο που προέκυψε από την απόφαση Ανδρέα Παναγή (πιο πάνω), και ότι το εύρημα αυτό δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα εξέτασης.
Η αρχή του δεδικασμένου έχει επεξηγηθεί και αναλυθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και η έκταση και το πεδίο εφαρμογής της. Η αρχή του δεδικασμένου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση. Για να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, πέραν των άλλων προϋποθέσεων, απαιτείται όπως ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε άλλα σχόλια και παρατηρήσεις ή γνώμη στη δικαστική απόφαση, μη αναγκαία αντικειμενικά για την επίλυση της διαφοράς (obiter dicta), δεν δημιουργεί δεδικασμένο.
Στην παρούσα υπόθεση ο λόγος της δικαστικής απόφασης στην προσφυγή 605/97 ήταν ένας και μοναδικός με σαφήνεια καθορισμένος, ο οποίος ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με το αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή, γιατί η αρμοδία αρχή δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα όσον αφορά το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν από τον αιτητή και προχώρησε στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους χωρίς να αναμένει τα αποτελέσματα έρευνας που η ίδια απεφάσισε να διεξαγάγει.
Η αναφορά του Δικαστηρίου στα μεταγενέστερα της επίδικης απόφασης στοιχεία που προέκυψαν μεταγενέστερα ως αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας της αρμοδίας αρχής, λέχθηκαν «εν παρόδω» (obiter dicta) και αναφέρονται σε γνώμη και σχόλια τα οποία δεν δημιουργούν δεδικασμένο. Εξάλλου δεν μας διαφεύγει της προσοχής, ότι η αξιολόγηση των στοιχείων και η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας πρωτογενώς ανήκει στην αρμοδία αρχή και όχι στο Δικαστήριο. Το ακυρωτικό Δικαστήριο ασκεί εκ των υστέρων έλεγχο της διοικητικής απόφασης.
Κατά συνέπεια λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε δεδικασμένο. Ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγή v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Προσφυγή Αρ. 605/97, ημερ. 30.6.1998,
Μαυρογένης v. Βουλής (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Chancery Lane Safe Deposit etc. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1 (H.L.),
Ελευθερίου-Κάγκα v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 262.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 59/99) ημερομηνίας 25/8/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Αρχιεπιστάτη στο Συμβούλιο.
Α. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Καλλιγέρου για Ν. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο-Καθ΄ου η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης για το Εφεσίβλητο-Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, οι εφεσίβλητοι στην παρούσαν έφεση, κατόπιν επανεξέτασης απεφάσισαν σε συνεδρία τους ημερ. 26.11.98 την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους-εφεσίβλητου στη θέση του Αρχιεπιστάτη.
Προηγήθηκε η απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 18.6.97 με την οποίαν είχαν κατ' αρχήν προαγάγει τον νυν εφεσείοντα. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδρέα Παναγή ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Προσφυγή αρ. 605/97, ημερ. 30.6.1998. Το Δικαστήριο εξέτασε ένα μόνο λόγο ακύρωσης τον οποίο αφού τον δέχθηκε ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Αυτός ο λόγος ήταν η παράλειψη των εφεσιβλήτων να ενεργήσουν τη δέουσα έρευνα σχετικά με την κατοχή προσόντος, απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, από τον τότε αιτητή που είναι το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση του, της 30.6. 1998, είπε τα εξής:-
«Από τους λόγους που τέθηκαν με την προσφυγή για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρίσταται ανάγκη να απασχολήσει παρά μόνο εκείνος που αναφέρεται στην έλλειψη δέουσας έρευνας παρότι έμφαση δόθηκε και στον λόγο που εμφανίζει το Συμβούλιο να παραβίασε τις αρχές χρηστής διοίκησης ένεκα της άρνησης να αναμένει τις διευκρινήσεις του Υπουργείου.
........................................................................................................................................................................................................................................................................................................................
Μου φαίνεται ότι πράγματι το Συμβούλιο προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας την οποία το ίδιο είχε κρίνει αναγκαία.»
Ενδιάμεσα των δύο πιο πάνω αποσπασμάτων το Δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:-
«Η οριστική απάντηση του Υπουργείου δόθηκε με επιστολή ημερ. 1 Αυγούστου 1997. Όταν ήταν ήδη αργά. Η αρχική αντίληψη ότι το πτυχίο του αιτητή τον καθιστούσε προσοντούχο αναδείχθηκε εν τέλει ορθή. Το Υπουργείο εξήγησε σχετικά ότι:
1. Το πτυχίο που κατέχει ο κ. Αντρέας Παναγή, είναι ισοδύναμο με το Απολυτήριο Δημόσιας Πεντατάξιας Τεχνικής Σχολής της Κύπρου.
2. Οι Δημόσιες Πεντατάξιες Τεχνικές Σχολές της Κύπρου, θεωρούνται αναγνωρισμένες Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι όμως, των πιο πάνω σχολών δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα για σκοπούς περαιτέρω σπουδών, με τους απόφοιτους των Δημόσιων Εξετάσεων Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε θέμα δεδικασμένου εξ ιδίας πρωτοβουλίας (ex proprio motu), ως είχε κάθε δικαίωμα εκ της νομολογίας. Απεφάνθη ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος από το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος αποτελεί δεδικασμένο που προέκυψε από την απόφαση Ανδρέα Παναγή (πιο πάνω), και ότι το εύρημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης.
Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για μεροληψία και προκατάληψη εκ μέρους μέλους του Συμβουλίου των εφεσιβλήτων αναφέροντας τα εξής:-
«Στην παρούσα περίπτωση σημειώνεται ότι το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Δ. Κοντίδης δεν είχε προβεί σε καμιά αναφορά στην τότε δοθείσα προφορική συνέντευξη και το θέμα δεν εξετάστηκε δικαστικά. Η μετέπειτα δήλωση εκ μέρους του μέλους ότι ενήργησε συναισθηματικά δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό για μεροληψία ή προκατάληψη. Εκτός όμως του γεγονότος ότι η δήλωση έγινε μετά την παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να ενισχύει τη θέση ότι υπήρξε προκατάληψη σε βαθμό που να δικαιολογούσε την ακύρωση της προαγωγής.»
Ο εφεσείων με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο στο θέμα της κατοχής του απαιτουμένου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος από το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος.
Η αρχή του δεδικασμένου έχει επεξηγηθεί και αναλυθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθώς και η έκταση και το πεδίο εφαρμογής της. Η αρχή του δεδικασμένου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση. Για να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, πέραν των άλλων προϋποθέσεων, απαιτείται όπως ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε άλλα σχόλια και παρατηρήσεις ή γνώμη στη δικαστική απόφαση, μη αναγκαία αντικειμενικά για την επίλυση της διαφοράς (obiter dicta) δεν δημιουργεί δεδικασμένο.
Στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (Πλήρης Ολομέλεια) έχουν λεχθεί από τον Πική, Π. τα ακόλουθα:-
«Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ. Chancery Lane Safe Deposit etc. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1 (H.L.)· Eλευθερίου-Κάγκα ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 494/87 - 13.2.1989)).
Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.»
Στην παρούσα υπόθεση ο λόγος της δικαστικής απόφασης στην προσφυγή 605/97 ήταν ένας και μοναδικός με σαφήνεια καθορισμένος, ο οποίος ήταν άρρηκτα συνυφασμένος με το αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή γιατί η αρμοδία αρχή δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα όσον αφορά το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν από τον αιτητή και προχώρησε στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους χωρίς να αναμένει τα αποτελέσματα έρευνας που η ίδια απεφάσισε να διεξαγάγει.
Η αναφορά του Δικαστηρίου στα μεταγενέστερα της επίδικης απόφασης στοιχεία που προέκυψαν μεταγενέστερα ως αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας της αρμοδίας αρχής, λέχθηκαν «εν παρόδω» (obiter dicta) και αναφέρονται σε γνώμη και σχόλια τα οποία δεν δημιουργούν δεδικασμένο. Εξάλλου δεν μας διαφεύγει της προσοχής ότι η αξιολόγηση των στοιχείων και η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας πρωτογενώς ανήκει στην αρμοδία αρχή και όχι στο Δικαστήριο. Το ακυρωτικό Δικαστήριο ασκεί εκ των υστέρων έλεγχο της διοικητικής απόφασης.
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρχε δεδικασμένο. Ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με την εξέταση της ουσίας της προσφυγής και τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται. Ο εφεσείων με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αναφέρεται σ' αυτή την παράλειψη. Καθίσταται έτσι αναγκαίο να ορισθεί ημερομηνία για να επιληφθούμε της ουσίας της προσφυγής.
Η έφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο διάταγμα για τα έξοδα ακυρώνεται και θα αντικατασταθεί με νέο διάταγμα ανάλογα με την έκβαση της υπόθεσης που αφορά την ουσία της προσφυγής.
Θα ορίσουμε ημερομηνία για να επιληφθούμε την ουσία της προσφυγής.
Διαταγή ως ανωτέρω.