ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 87
31 Iανουαρίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
1. (α) ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΚΑΙ
(β) ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
2. (α) ΕΛΕΝΗΣ ΣΤ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
(β) ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,
(γ) ΡΙΤΑΣ Γ. ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ, ΚΑΙ
(δ) ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3121)
Διοικητική πράξη ― Χρηματική διαφορά ― Δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση ― Απόρριψη αιτήματος για καταβολή υπερωριακής αμοιβής αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση.
Αστυνομική Δύναμη ― Απόρριψη αιτήματος για υπερωριακή αμοιβή κατά την περίοδο που ο αιτητής κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου ― Με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε τέτοια νομική υποχρέωση ― Εφόσον προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα βάσει του Κανονισμού 17(2(α) και (3)(α), νόμιμη η ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Η ακύρωση απόφασης άρνησης χορήγησης υπερωριακής αμοιβής, δεν συνιστά διαταγή καταβολής συγκεκριμένου ποσού, η οποία θα βρισκόταν εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Με την έφεση, επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε άρνηση του εφεσίβλητου να αναγνωρίσει υποχρέωση καταβολής υπερωριακής αμοιβής στον αιτητή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας ομόφωνα την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη διαφορά δεν αποτελεί χρηματική διαφορά, αλλά προσβάλλει εκτελεστή διοικητική απόφαση.
2. Η απόφαση απόρριψης του αιτήματος, βασίστηκε στην παράνομη αιτιολογία ότι δεν υπήρχε νομική υποχρέωση υπερωριακής αμοιβής.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεωρείται ότι ενήργησε ως διοικητικό όργανο, εφόσον δεν διέταξε την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, αλλά ακύρωσε την άρνηση χορήγησης υπερωριακής αμοιβής, που προβλεπόταν στους Κανονισμούς
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεοδώρου v. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 150/97, ημερ. 8.5.1998,
Θεοδώρου v. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 403/97, ημερ. 8.9.2000,
Σπάταλος v. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 566/97, ημερ. 9.9.1998.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 403/97) ημερομηνίας 8/9/2000, με την οποία ακυρώθηκε η άρνησή τους να ικανοποιήσουν την αξίωση του αιτητή - διαχειριστών της περιουσίας του ως αποβιώσαντα, για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία κατά την περίοδο που κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση.
Δ. Βάκης, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας (εφεσείοντα), ημερομηνίας 21.2.1997, ο εφεσίβλητος Αστυνόμος Α Σταύρος Θεοδώρου (αποβιώσας) αξίωσε:
(α) Αποζημίωση για 134 ώρες που είχε εργαστεί υπερωριακά για την περίοδο 10.8.1996-15.11.1996.
(β) Αποζημίωση για υπερωριακή εργασία για άλλες 685 ώρες που υπηρέτησε ως Ανώτερος Αξιωματικός στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών και στην Υπηρεσία Επιθεώρησης και Ελέγχου από 4.3.1994 μέχρι της ημερομηνίας της επιστολής και,
(γ) Αποζημίωση για 1.165 ώρες υπερωριακή εργασία για την περίοδο από 1.3.1989-4.3.1994 που κατείχε βαθμούς μέχρι του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου και υπηρετούσε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) μέχρι την 28.11.1992 και μετέπειτα στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών του Αρχηγείου.
Με επιστολή του ημερομηνίας 28.2.1997 ο εφεσείων του απάντησε ως εξής:
«Υπερωρίες/Αποζημίωση
Αναφέρομαι στη νέα επί του θέματος επιστολή σας με ημερ. 21.2.97 και σας πληροφορώ ότι το αίτημά σας για αναγνώριση/αποζημίωση των υπερωριών που εργαστήκατε κατά την περίοδο από 10.8.96 μέχρι 15.11.96, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για τους λόγους που αναφέρονται στην ταυτάριθμη επιστολή μου, με ημερ. 19.12.96.
2. Σ' ό,τι αφορά το υποβαλλόμενο νέο αίτημά σας για να σας παραχωρηθεί υπερωριακή αποζημίωση για όσα χρόνια σας παραχωρείτο επίδομα Ανιχνευτή, με βάση τις πρόνοιες του Καν. 30(1) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, του 1989, από το έτος 1989 μέχρι σήμερα, λυπούμαι και πάλιν να σας πληροφορήσω ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, ούτε κατά την περίοδο που κατείχατε το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, ούτε και μετά, γιατί καμιά τέτοια νομική υποχρέωση υφίσταται.
..........................»
Λόγω θανάτου του εφεσίβλητου/αιτητή στις 10.1.1999 καταχωρήθηκε τροποποίηση του τίτλου της Προσφυγής 403/97 και αντικατάσταση του ονόματός του με τα ονόματα των διαχειριστών της περιουσίας του. Παρά ταύτα, για ευκολία, θα συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στον αποβιώσαντα ως να ήταν ο εφεσίβλητος.
Η υπό (α) αξίωση του εφεσίβλητου ήταν το αντικείμενο της Προσφυγής υπ' αριθμό 150/97 η οποία απορρίφθηκε. (Βλ. Στ. Θεοδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 150/97, 8.5.1998).
Η υπό (β) αξίωση του εφεσίβλητου, η απορριπτική απάντηση στην οποία περιέχεται στην παράγραφο 2 της επιστολής του εφεσείοντος, ήταν εν μέρει το αντικείμενο της Προσφυγής 403/97 η οποία απορρίφθηκε μερικώς χωρίς να ασκηθεί έφεση.
Η υπό (γ) αξίωση του εφεσίβλητου, η απορριπτική απάντηση στην οποία επίσης περιέχεται στην παράγραφο 2 της επιστολής του εφεσείοντος, ήταν εν μέρει το αντικείμενο της ίδιας Προσφυγής υπ' αρ. 403/97, η μερική επιτυχία της οποίας είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης. (Βλ. Στ. Θεοδώρου, όπως τροποποιήθηκε, ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 403/97, 8.9.2000).
Με άλλα λόγια, αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης είναι η πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 403/97 με την οποία ακυρώθηκε η άρνηση του εφεσείοντα/καθ' ου η αίτηση να ικανοποιήσει την αξίωση του εφεσίβλητου/αιτητή για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία κατά την περίοδο που κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα η επίδικη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά, εφόσον εκείνο το οποίο διεκδίκησε ο αιτητής ήταν χρηματική αποζημίωση για υπερωριακή εργασία.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλει συμφέροντα χρηματικά. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δημιουργείται και χρηματική διαφορά. Η αληθινή φύση της διαφοράς αφορά στο νομικό δικαίωμα ή μη του εφεσίβλητου και, αντίστοιχα, τη νομική υποχρέωση ή μη του εφεσείοντα για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία. Δεν συνιστά χρηματική αμφισβήτηση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Σπάταλος ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 566/97, 9.9.1998, υπό Νικήτα Δ., όπου και εκτενής παραπομπή στη σχετική νομολογία και βιβλιογραφία).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι διατυπωμένος ως εξής:
«2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι ο καθ' ου η αίτηση είχε υποχρέωση να αποζημιώσει τον αιτητή.
Αιτιολογία:
Η ερμηνεία που δίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο στον Κανονισμό 17 Κ.Δ.Π. 51/89 είναι ορθή. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την αιτιολογία της μη ικανοποίησης του αιτήματος του αιτητή. Η πραγματική αιτιολογία που φαίνεται τόσο από το κείμενο της ακυρωθείσας πράξης όσο και από την επιχειρηματολογία μας ήταν ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε την απαίτησή του στα πλαίσια καθορισμένης διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος επιβεβαίωσης ή διάψευσης των ισχυρισμών του.»
Στο περίγραμμα της αγόρευσής του προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντος σημειώνει ότι δε διαφωνεί με τη νομική πτυχή του θέματος, ήτοι με τη νομική υποχρέωση για αποζημίωση του αιτητή για υπερωριακή εργασία βάσει του Κανονισμού 17(2)(α) και (3)(α), κατά την περίοδο που κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, έστω και αν κατά την ίδια περίοδο του εχορηγείτο επίδομα ανιχνευτή βάσει του Κανονισμού 30(1) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89). Τονίζει ότι η διαφωνία του αφορά τα γεγονότα εφόσον «ο εφεσίβλητος δεν έδωσε την δυνατότητα στη διοίκηση να διερευνήσει τους ισχυρισμούς του».
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ρητά αναφέρεται στην επιστολή της 28.2.1997, ο εφεσείων απέρριψε το αίτημα του εφεσίβλητου για καθαρά νομικούς λόγους: «γιατί καμιά τέτοια νομική υποχρέωση υφίσταται». Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την υπερωριακή εργασία του εφεσίβλητου. Ούτε ήγειρε θέμα αποδεικτικών στοιχείων ή περαιτέρω έρευνας των γεγονότων. Ούτε, βέβαια, κάλεσε τον εφεσίβλητο να υποβάλει την απαίτησή του «στα πλαίσια καθορισμένης διαδικασίας» ώστε να υπάρχει «τρόπος επιβεβαίωσης ή διάψευσης των ισχυρισμών του».
Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι «η πρωτόδικη απόφαση συγκρούεται με το γράμμα και το πνεύμα του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος» για το λόγο ότι «ουσιαστικά το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την ακυρωθείσα πράξη διέταξε την καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον αιτητή».
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Εκείνο το οποίο ακύρωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν την άρνηση του εφεσείοντος να ικανοποιήσει το αίτημα του εφεσίβλητου για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία «γιατί καμιά τέτοια νομική υποχρέωση υφίσταται». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο «συγκεκριμένο ποσό». Δέχθηκε απλώς ότι ο εφεσίβλητος είχε νομικό δικαίωμα και, αντίστοιχα, ο εφεσείων είχε νομική υποχρέωση να τον αποζημιώσει για υπερωριακή εργασία 1.165 ωρών, νοουμένου ότι η εργασία αυτή ήθελε εξακριβωθεί κατά την καθορισμένη διαδικασία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.