ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 37
24 Iανουαρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3096)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3097)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3096, 3097)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ― Η αναζήτηση απόψεων για ισοδυναμία προσόντων από άλλα όργανα, ανήκει και πάλιν στην ευχέρεια της ΕΔΥ ― Καμία υποχρέωση αναζήτηση γνωμάτευσης από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, σε σχέση με το επιστημονικό προσόν υποψηφίου.
Δεδικασμένο ― Εφόσον επικυρωτική απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε μόνο για ένα λόγο έφεσης, για τα λοιπά ζητήματα δημιουργήθηκε δεδικασμένο ― Απαράδεκτα προσβάλλεται η απόφαση μετά από επανεξέταση και για λόγους ακυρώσεως που είτε ενώ προβλήθηκαν, απορρίφθηκαν και δεν εφεσιβλήθηκαν, είτε δεν προβλήθηκαν καθόλου στην πρώτη προσφυγή.
Με τις εφέσεις που καταχωρήθηκαν από την καθ' ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση διορισμού/προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδεχόμενη ομόφωνα την έφεση και απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε, ότι:
1. Η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί ευθύνη του οργάνου που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους. Εν προκειμένω της ΕΔΥ και δεν προκύπτει από πουθενά υποχρέωση κατ' ανάγκην αναζήτησης της γνώμης άλλου οργάνου, ειδικά εκείνης του Επιμελητηρίου, σε σχέση με θέμα ή κρίση για το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Σε σχέση δε με την έρευνα την οποία υποχρεούται να διεξαγάγει κατά περίπτωση, είναι επίσης η πάγια νομολογία, πως δεν χωρούν προδιαγραφές. Η έκταση και η μορφή της είναι συνυφασμένες προς τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης.
Το Βρεττανικό Συμβούλιο, με την επιστολή του ημερομηνίας 1.9.97, επιβεβαίωσε ότι δίπλωμα όπως εκείνο που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ήταν ισοδύναμο προς πτυχίο, που αναγνωριζόταν από το Institution of Civil Engineers ως ικανοποιούν τις ακαδημαϊκές απαιτήσεις του ως πτυχίο στην Πολιτική Μηχανική.
Το Υπουργείο Παιδείας, με δική του επιστολή ημερομηνίας 10.9.97, παρέπεμψε σε επιστολή του Βρετανικού Σώματος Ακαδημαϊκής Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών U.K. (NARIC) με παρόμοιο περιεχόμενο. Ιδιαίτερα ζητήματα ως προς τη δυνατότητα των φορέων στους οποίους απευθύνθηκε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να αναφερθούν αξιοπίστως στο θέμα και κατά συνέπεια ως προς το εύλογο της ΕΔΥ να στηριχτεί στις πληροφορίες που αυτοί έδωσαν, δεν έχει εγερθεί. Επίσης δεν έχει εκδηλωθεί αμφισβήτηση σε σχέση με την κρίση πως αυτά τα στοιχεία εμφάνιζαν το δίπλωμα να είναι ισοδύναμο με πτυχίο. Όπως σημειώθηκε, οι ισχυρισμοί του αιτητή, ήταν συναρτημένοι στη λανθασμένη, αντίληψη του, σε σχέση με το ρόλο του ΕΤΕΚ στην περίπτωση. Δεν στοιχειοθετήθηκε αιτία που θα δικαιολογούσε κρίση ότι ο προσανατολισμός της ΕΔΥ δεν ήταν εύλογος και, ενόψει του περιεχομένου των πληροφοριών στις οποίες στηρίχτηκε, το Δικαστήριο κατέληξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
2. Η απόπειρα αναδρομής τώρα σε λόγους ακυρότητας που είτε προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν είτε θα μπορούσε να είχαν προωθηθεί στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής, προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου είτε κατ' ευθείαν είτε κατά την προέκτασή του όπως αυτή θεμελιώθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Κρίθηκε εκεί πως το δεδικασμένο εκτείνεται ακόμα και σε θέματα που δεν είχαν κριθεί, αλλά που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιορδάνου v. Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250,
Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.
Εφέσεις.
Εφέσεις από το Ενδιαφερόμενο μέρος και την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 828/97) ημερομηνίας 10/7/2000 με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 3096 και για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην Α.Ε. 3097.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3097 και Καθ' ης η αίτηση στην Α.Ε. 3096.
Π. Λυσάνδρου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση της Ολομέλειας στην Γιώργος Ιορδάνου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250, παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και ακυρώθηκε ο διορισμός/προαγωγή του Δημήτρη Λαζαρίδη (ενδιαφερομένου προσώπου) στη θέση Διευθυντή Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ). Επειδή διαπιστώθηκε ενδεχόμενο πλάνης ενόψει της αιτιολόγησης της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε, όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας, προσόν ισότιμο προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στη μηχανική ή σε επιστήμες που σχετίζονται με ένα τουλάχιστον κλάδο σπουδών του ΑΤΙ. Η ΕΔΥ είχε στηριχτεί στον οδηγό British Qualifications, 15th edition και συναφώς στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μέλος του Institution of Civil Engineers (I.C.E) Αγγλίας. Διαπιστώθηκε πως όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έγινε μέλος του Ι.C.E: (το 1970) ίσχυαν και εφαρμόζονταν διαφορετικοί κανόνες εγγραφής και πως ήταν εσφαλμένη η αντίληψη πως ο σύγχρονος οδηγός British Qualifications, σε συνδυασμό με την ιδιότητα του μέλους του ΙCE στα οποία στηρίχτηκε, έδειχναν πράγματι το επίπεδο του διπλώματος του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ απευθύνθηκε προς το Βρεττανικό Συμβούλιο και προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και με έρεισμα τα στοιχεία που οι δυο αυτοί φορείς την εφοδίασαν κατέληξε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν προσοντούχος υποψήφιος. Με περαιτέρω δε αναφορά στο σύνολο των στοιχείων, αποφάσισε την προαγωγή του.
Ασκήθηκε προσφυγή και πρωτοδίκως διαπιστώθηκαν λόγοι ακυρότητας ως ακολούθως:
1. Η ΕΔΥ "είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο διεξαγωγής δέουσας έρευνας, να ζητήσει γνωμοδότηση από το ΕΤΕΚ για το επίδικο προσόν".
2. Από την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 1815 προέκυπτε υποχρέωση της ΕΔΥ "να ερευνήσει κατά πόσο η εγγραφή του Ε.Μ. ως πολιτικού μηχανικού, έγινε βάσει του άρθρου 7(2)(β) ή 7(2)(γ) του Ν. 41/62.......".
3. Η απόφαση της ΕΔΥ δεν περιλάμβανε καμιά απολύτως μνεία για οποιαδήποτε έρευνα που έγινε για να διαπιστωθεί η κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Άσκησαν έφεση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η Δημοκρατία και στο πλαίσιο τους αμφισβητείται η ορθότητα της κάθε μιας από τις πιο πάνω κρίσεις. Με "αντεφέσεις" που άσκησε ο αιτητής, τίθενται τρία περαιτέρω θέματα. Το ένα συνδέεται με την αντιγνωμία που εκδηλώθηκε σε σχέση με το ρόλο του ΕΤΕΚ στην περίπτωση. Εκκρεμούσας της προσφυγής που κατέληξε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αιτητής απευθύνθηκε στο ΕΤΕΚ για τη γνώμη του αναφορικά με το ζήτημα της ισοδυναμίας του διπλώματος του ενδιαφερομένου προσώπου. Μετά από μακρά διαδικασία, στις λεπτομέρειες της οποίας δεν είναι ανάγκη να υπεισέλθουμε, το ΕΤΕΚ κατέληξε σε κρίση αρνητική για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και το θέμα άχθηκε ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως. Το πόρισμά της κατατέθηκε στο φάκελο και σύμφωνα με την κρίση της "η μεταχείριση που υπέστη ο παραπονούμενος από το Επιμελητήριο σε σχέση με το θέμα της διερεύνησης των ακαδημαϊκών του προσόντων ήταν αντίθετη τόσο με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης όσο και με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της επιβαλλόμενης ευθύτητας των διοικητικών οργάνων στις σχέσεις της με τους διοικουμένους". Είχε επισημανθεί μεταξύ άλλων και ό,τι χαρακτηρίστηκε ως ιδιάζουσα σχέση ενός από τα μέλη της Επιτροπής του ΕΤΕΚ που συμμετέσχε στη διαδικασία με τον αιτητή, που ήταν ο άμεσα προϊστάμενός του. Από αυτά, ο αιτητής ζήτησε πρωτοδίκως να προσαχθεί ως στοιχείο σχετικό με το κύρος του διορισμού/προαγωγής, η απόφαση του ΕΤΕΚ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, τελικά, πως το ΕΤΕΚ είχε λειτουργήσει χωρίς αρμοδιότητα και πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη την απόφαση του αφού αυτή ήταν μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου, και ο αιτητής θεωρεί πως αυτή η προσέγγιση ήταν λανθασμένη. Εισηγείται πως θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη η απόφαση του ΕΤΕΚ όχι για να καταλήξει το Δικαστήριο σε κάποιο συμπέρασμα ως προς την ουσία αλλά ως ένδειξη της αναγκαιότητας να είχε απευθυνθεί η ΕΔΥ προς το ΕΤΕΚ, στο πλαίσιο του καθήκοντος της για διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Χωρίς όμως και να εξηγεί το πώς το περιεχόμενο της όποιας εκ των υστέρων κρίσης του ΕΤΕΚ θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι διαδραματίζει ρόλο κατά τον προσδιορισμό της φύσης της έρευνας που η περίπτωση, εξ αντικειμένου, επέβαλλε.
Το δεύτερο από τα θέματα των "αντεφέσεων" σχετίζεται με το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως είδαμε, διαπίστωσε λόγο ακυρότητας με αναφορά σ' αυτό το προσόν αλλά ο εφεσίβλητος υποστηρίζει πως, πέραν των αναφερθέντων, θα έπρεπε να είχε συνυπολογιστεί, ως προς την ουσία του θέματος, η εγκύκλιος της ΕΔΥ ημερομηνίας 10.9.98 σε σχέση με τα αποδεκτά τεκμήρια γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Εγκύκλιος η οποία πρωτοδίκως κρίθηκε ως άσχετη αφού ήταν μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου.
Το τρίτο θέμα των "αντεφέσεων" αφορά στο χειρισμό της ΕΔΥ μετά την κρίση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα προσόντα της θέσης. Εισηγείται ο αιτητής πως η προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου είναι, εν πάση περιπτώσει, άκυρη επειδή, όπως θεωρεί, είχαν ληφθεί υπόψη οι εντυπώσεις της ΕΔΥ και του Προϊσταμένου από τις συνεντεύξεις που είχαν διεξαχθεί, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ άλλαξε η σύνθεση της ΕΔΥ.
Προκύπτει ως το υπόβαθρο της κρίσης του συναδέλφου μας σύμφωνα με την οποία ήταν υποχρεωτική η εξασφάλιση γνωμοδότησης από το ΕΤΕΚ, η πρόνοια του άρθρου 5(η) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (Ν. 224/90 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με την οποία το Επιμελητήριο είχε, μεταξύ άλλων, αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί έπειτα από πρόσκληση των αρμοδίων αρχών για οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητάς του. Επικαλείται και ενώπιόν μας ο αιτητής αυτή τη διάταξη και επισημαίνει επιπρόσθετα τις παραγράφους (ζ) και (θ) του ίδιου άρθρου αναφορικά με την αρμοδιότητα του Επιμελητηρίου να ενημερώνει το κοινό με διάφορους τρόπους και να μελετά και να διατυπώνει απόψεις σε σχέση με οποιαδήποτε επιστημονικά, τεχνικά, τεχνοοικονομικά ή αναπτυξιακά θέματα που σχετίζονται με οποιοδήποτε κλάδο της μηχανικής επιστήμης. Επίσης το άρθρο 4 του ίδιου Νόμου σύμφωνα με το οποίο το Επιμελητήριο έχει σκοπό την προαγωγή της επιστήμης στους διάφορους τομείς που σχετίζονται με την ειδικότητα των μελών του, της μηχανικής και της τεχνολογίας γενικά και την ανάπτυξη τους για αυτοδύναμη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της Δημοκρατίας. Κατά την αντίληψή του, αυτά δείχνουν πως ως θέμα νόμου το Επιμελητήριο αποτελεί τον αποκλειστικό φορέα διατύπωσης κρίσης σε σχέση με την ισοδυναμία ακαδημαϊκών προσόντων προς πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου σε οποιοδήποτε κλάδο της μηχανικής επιστήμης. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 7(1) του Ν. 224/90, στο πλαίσιο του οποίου το Επιμελητήριο μπορεί να γνωμοδοτήσει, αφορά στις προϋποθέσεις εγγραφής στο Επιμελητήριο, που δεν ήταν θέμα για το οποίο εν προκειμένω εκαλείτο το Επιμελητήριο να αποφασίσει δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν ήδη μέλος του Επιμελητηρίου και δεν είχε βεβαίως υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις απόψεις και δεν χρειάζεται και να επεκταθούμε στα επιχειρήματα του ενδιαφερομένου προσώπου και της Δημοκρατίας σύμφωνα με τα οποία ο Νόμος 224/90 ήταν, εν πάση περιπτώσει, ανεφάρμοστος αφού η ισχύς του άρχισε μετά τον ουσιώδη χρόνο στην παρούσα υπόθεση. Θα μπορούσε να λεχθεί πως ακόμα και η αρμοδιότητα του Επιμελητηρίου δυνάμει του άρθρου 7(1) του Ν. 224/90 ως προς την ισοδυναμία κάποιου προσόντος προς πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου δεν λειτουργεί αυτοτελώς αφού αυτό το άρθρο είναι στο Υπουργικό Συμβούλιο που, εν τέλει, εναποθέτει την εξουσία για την τελική κρίση, μετά από εισήγηση του Επιμελητηρίου. Ούτε και επ' αυτού όμως, επί της αρμοδιότητας δηλαδή του Επιμελητηρίου να γνωμοδοτεί γενικώς επί τέτοιου θέματος, χρειάζεται να επεκταθούμε. Εκείνο που είναι εδώ σημαντικό είναι η διαπίστωση πως δεν βρίσκει έρεισμα στο Ν. 246/90 η αντίληψη πως το Επιμελητήριο αναγάγεται σε γενικό γνωμοδοτικό όργανο επί των θεμάτων της ισοδυναμίας των διπλωμάτων προς περιορισμό ή επηρεασμό της εξουσίας ή της αρμοδιότητας άλλων θεσμικών οργάνων όπως την καθορίζουν ειδικά νομοθετήματα.
Είναι η πάγια νομολογία μας πως η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί ευθύνη του οργάνου που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους. Εν προκειμένω της ΕΔΥ και δεν προκύπτει από πουθενά υποχρέωση κατ' ανάγκην αναζήτησης της γνώμης άλλου οργάνου, ειδικά εκείνης του Επιμελητηρίου, σε σχέση με θέμα ή κρίση για το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Σε σχέση δε με την έρευνα την οποία υποχρεούται να διεξαγάγει κατά περίπτωση, είναι επίσης η πάγια νομολογία μας πως δεν χωρούν προδιαγραφές. Η έκταση και η μορφή της είναι συνυφασμένες προς τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης.
Σημειώσαμε τις κατευθύνσεις προς τις οποίες στράφηκε η ΕΔΥ. Πριν παραθέσουμε τα στοιχεία που προέκυψαν, θα αναφερθούμε στα περί την υποχρέωση έρευνας σε σχέση με το πώς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε εγγραφεί το 1970 ως πολιτικός μηχανικός από το τότε Συμβούλιο Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου. Και επ' αυτού αγόμαστε σε κατάληξη διαφορετική από την πρωτόδικη. Δεν είχε στηριχτεί η ΕΔΥ κατά την αρχική της απόφαση σε οποιασδήποτε μορφής συμπεράσματα συνδεδεμένα με τη βάση πάνω στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε εγγραφεί το 1970. Έχουμε σημειώσει ποιό ήταν το αιτιολογικό της στήριγμα και ποιο ήταν το αντικείμενο της αμφισβήτησης. Η δε απόφασή της ακυρώθηκε εξ αιτίας της πλάνης που είχε επισημανθεί και με κανένα τρόπο δεν είχε διαπιστωθεί λόγος ακυρότητας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Συγκεκριμένα, δεν είχε διαπιστωθεί ελλιπής έρευνα με αναφορά στη βάση πάνω στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε εγγραφεί το 1970. Το θέμα είχε προκύψει εξ αιτίας της εισήγησης στην αγόρευση της Δημοκρατίας πως, παρά την όποια πλάνη σε σχέση με το αιτιολογικό στήριγμα της απόφασης της ΕΔΥ, αυτή η απόφαση μπορούσε να διασωθεί επειδή υπήρχε, όπως υποστήριξε, εναλλακτικό νομικό έρεισμα της κρίσης πως το δίπλωμα του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν στο απαιτούμενο επίπεδο. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπηρετούσε ως Ανώτερος Λέκτορας στο ΑΤΙ και πρότεινε ότι από τη διασύνδεση του Σχεδίου Υπηρεσίας εκείνης της θέσης με τον Περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο του 1962 (Ν. 41/62), προέκυπτε πως είχε ήδη κριθεί ότι κατείχε προσόν όπως αυτό που απαιτείτο για την ανώτερη θέση. Όμως η κατοχή της προηγούμενης θέσης, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια, δεν προϋπέθετε απαραιτήτως τέτοιο προσόν. Υπήρχαν και εναλλακτικές δυνατότητες ανέλιξης σ' αυτή, οι οποίες και εξηγήθηκαν. Επομένως, δεν υπήρχε, όπως ουσιαστικά κρίθηκε, το πραγματικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε την εξέταση της περίπτωσης κάτω από το εναλλακτικό πρίσμα που πρότεινε η Δημοκρατία. Κατά δε την επανεξέταση, η ΕΔΥ δεν στηρίχτηκε σε τέτοιους συλλογισμούς, και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως προέκυπτε υποχρέωση έρευνας σε σχέση με στοιχείο ασύνδετο προς το αιτιολογικό στήριγμα της απόφασης που λήφθηκε.
Το Βρετανικό Συμβούλιο, με την επιστολή του ημερομηνίας 1.9.97, επιβεβαίωσε ότι δίπλωμα όπως εκείνο που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ισοδύναμο προς πτυχίο, που αναγνωριζόταν από το Institution of Civil Engineers ως ικανοποιούν τις ακαδημαϊκές απαιτήσεις του ως πτυχίο στην Πολιτική Mηχανική*.
Το Υπουργείο Παιδείας, με δική του επιστολή ημερομηνίας 10.9.97, παρέπεμψε σε επιστολή του Βρετανικού Σώματος Ακαδημαϊκής Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών U.K. (NARIC) με παρόμοιο περιεχόμενο. Ιδιαίτερα ζητήματα ως προς τη δυνατότητα των φορέων στους οποίους απευθύνθηκε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να αναφερθούν αξιοπίστως στο θέμα και κατά συνέπεια ως προς το εύλογο της ΕΔΥ να στηριχτεί στις πληροφορίες που αυτοί έδωσαν, δεν έχει εγερθεί. Επίσης δεν έχει εκδηλωθεί αμφισβήτηση σε σχέση με την κρίση πως αυτά τα στοιχεία εμφάνιζαν το δίπλωμα να είναι ισοδύναμο με πτυχίο. Όπως έχουμε σημειώσει, οι ισχυρισμοί του αιτητή ήταν συναρτημένοι στη λανθασμένη, όπως κρίνουμε, αντίληψη του σε σχέση με το ρόλο του ΕΤΕΚ στην περίπτωση. Δεν στοιχειοθετήθηκε αιτία που θα δικαιολογούσε κρίση ότι ο προσανατολισμός της ΕΔΥ δεν ήταν εύλογος και, ενόψει του περιεχομένου των πληροφοριών στις οποίες στηρίχτηκε, καταλήγουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Απομένουν τα υπόλοιπα από τις "αντεφέσεις", δηλαδή το ζήτημα των συνεντεύξεων και το ζήτημα της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Με την πρωτόδικη απόφαση, που αποτέλεσε το αντικείμενο στην Α.Ε. 1815, η αρχική επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου επικυρώθηκε αφού απορρίφθηκαν και όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε σχέση με τη συγκριτική υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου έναντί του. Με την απόφαση στην Α.Ε. 1915, όπως σημειώνεται στο ίδιο το κείμενο, αμφισβητήθηκε μόνο ένα από τα θέματα που είχαν συζητηθεί πρωτοδίκως. Εκείνο του ακαδημαϊκού προσόντος. Επομένως, ορθά η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, περιορίστηκε σ' αυτό. Η απόπειρα αναδρομής τώρα σε λόγους ακυρότητας που είτε προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν είτε θα μπορούσε να είχαν προωθηθεί στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής, προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου είτε κατ' ευθείαν είτε κατά την προέκτασή του όπως αυτή θεμελιώθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Κρίθηκε εκεί πως το δεδικασμένο εκτείνεται ακόμα και σε θέματα που δεν είχαν κριθεί αλλά που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται σε βάρος του αιτητή.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.