ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 513
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3123)
3 Οκτωβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
(ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α. Κωνσταντίνου,
για τον Εφεσείοντα.Μ. Σπανού, για την Εφεσίβλητη.
Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Στις 20.9.1996 το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης αποφάσισε το διορισμό του Γ. Όξινου (ενδιαφερομένου μέρους) στη θέση Διευθυντή Ανθρωπίνου Δυναμικού (Διεύθυνση Έρευνας και Προγραμματισμού) (η θέση) από 1.10.1996. Ο διορισμός του προσβλήθηκε επιτυχώς με τις προσφυγές 866/96 και 1024/96 που καταχώρησε ο εφεσείων και κάποιος Ι. Μοδίτης, αντίστοιχα. (Βλ. Α. Σαμουήλ κ.ά. ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 866/96 και 1024/96, 10.3.1999). Κατόπιν τούτου, και αφού έλαβε υπόψη επιστολή του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο πελάτης του δεν θα καταχωρούσε έφεση, στις 19.4.1999, το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης προχώρησε στην επαναπλήρωση της θέσης με τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση, από 1.10.1996, αντί του εφεσείοντος. Κρίθηκε ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντος ήταν παρόμοια με εκείνα του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεδομένου δε ότι και οι δύο ήταν υπάλληλοι της εφεσίβλητης κρίθηκε, επίσης, ότι κατά τα τελευταία έξι χρόνια η αξία και των δύο, σύμφωνα με τις εκθέσεις, ήταν ταυτόσημη, ενώ τα χρόνια 1985-1989 υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, το δε 1984 ο εφεσείων. Η έκθεση του 1990 αγνοήθηκε για λόγους που δεν έχουν σημασία. Όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, τα αποφασιστικά στοιχεία που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η αξία και, κυρίως, η πείρα. Η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους εκτιμήθηκε ως πιο συναφής προς τα καθήκοντα της θέσης παρά η πείρα του εφεσείοντος, παρόλο που η πείρα του τελευταίου ήταν πιο μακρόχρονη και σε ψηλότερη θέση.Ο επαναδιορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση προσβλήθηκε, για σειρά λόγων, με την προσφυγή, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης, κατά την αξιολόγηση των ενώπιόν του στοιχείων, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν πιο συναφής προς τα καθήκοντα της θέσης παρά η πείρα του εφεσείοντος, και τούτο διότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης δεν διακρίνει μεταξύ πείρας σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού (που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος) και πείρας σε θέματα διοίκησης (που διέθετε ο εφεσείων), αλλά θεωρεί την πείρα και στους δύο τομείς ως ισότιμη.
Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Δεδομένου ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας καθόριζε ως απαραίτητο προσόν για τη διεκδίκηση της θέσης "(2) δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού ή/και οικονομικής ή/και βιομηχανικής ανάπτυξης ή/και διοίκησης από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα", δεν ήταν νομικά επιτρεπτό στο Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης να θεωρήσει ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού του προσέδιδε πλεονέκτημα έναντι της πείρας του εφεσείοντος σε θέματα διοίκησης ως "πιο συναφής με τα καθήκοντα της θέσης", διότι μια τέτοια προσέγγιση αντιστρατευόταν ευθέως το Σχέδιο Υπηρεσίας το οποίο καθόριζε την πείρα σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού ως ισότιμη με την πείρα σε θέματα διοίκησης.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Παπαδόπουλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, ΑΕ2947, 29.5.2002
:"Από το περιεχόμενο των πιο πάνω πρακτικών είναι πρόδηλο ότι, ενώ σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας τα βασικά προσόντα τόσο του εφεσείοντα όσο και του ενδιαφερόμενου προσώπου ετίθεντο στο ίδιο επίπεδο και εθεωρούντο εξ ίσου κατάλληλα για την υπό πλήρωση θέση, χωρίς, δηλαδή, οποιαδήποτε διάκριση ή προτίμηση, το Συμβούλιο, ξεφεύγοντας από το νομικό πλαίσιο του Σχεδίου Υπηρεσίας, προσέδωσε, για τους λόγους που, εν πάση περιπτώσει, εξήγησε, μεγαλύτερη βαρύτητα στο βασικό προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου έναντι των βασικών προσόντων των άλλων υποψηφίων. Το έθεσε, δηλαδή, σε διαφορετικό επίπεδο από εκείνα και το θεώρησε πιο κατάλληλο για την υπό πλήρωση θέση. Με τον τρόπο αυτό, και χωρίς να έχει νομικά τέτοιο δικαίωμα, το Συμβούλιο τροποποίησε ουσιαστικά το Σχέδιο Υπηρεσίας, μετατρέποντας το προσόν του Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών από βασικό, σε πλεονέκτημα. Πλεονέκτημα που έθετε αυτόματα σε μειονεκτική θέση τους υποψηφίους που δεν το κατείχαν, όπως ήταν πχ. ο εφεσείων
.Η απόφαση της Ολομέλειας στη Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λάρνακας, ΑΕ 2146, 4.9.98, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου προσώπου, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση. Στην περίπτωση εκείνη, το εφεσίβλητο Συμβούλιο, παρά την υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα, προτίμησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο γιατί ήταν απόφοιτος Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, προσόν που, ενώ δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εν τούτοις θα καθιστούσε ευχερέστερη την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Δεν προσέδωσε, όπως στην παρούσα περίπτωση, μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα από τα προσόντα που απαιτούνταν διαζευκτικά από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης έναντι άλλου ή άλλων.
Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια και στην Πολυβίου ν. Κεντρικού Τομέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, Α.Ε.2801, 20.9.01.
"Το γεγονός ότι, στην παρούσα περίπτωση, το υπό συζήτηση προσόν είναι η πείρα και όχι κάποιο ακαδημαϊκό/επαγγελματικό προσόν, όπως στην Παπαδόπουλος και Πολυβίου, δε διαφοροποιεί τα πράγματα. Η αρχή είναι ότι, εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας θέτει δύο ή περισσότερα προσόντα, ακαδημαϊκά/επαγγελματικά ή μη, επί ίσης βάσεως, δεν είναι νομικά επιτρεπτό στο διορίζον όργανο να θεωρήσει ότι το ένα ή το άλλο προσδίδει στον κάτοχό του οποιοδήποτε πλεονέκτημα, όπως π.χ. συνάφεια με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης, κατά την αξιολόγηση των ενώπιόν του στοιχείων, έλαβε υπόψη την αρχαιότητα του εφεσείοντος, ότι η αρχαιότητα αυτή, δεδομένου ότι η θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία, ήταν στοιχείο "σχεδόν χωρίς σημασία" και ότι, εν πάση περιπτώσει, ούτε ο εφεσείων ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιοι για προαγωγή (αλλά για πρώτο διορισμό)
, εφόσον ούτε ο ένας ούτε ο άλλος κατείχε την αμέσως κατώτερη της επίδικης θέση.Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι στα πρακτικά της διαδικασίας δε γίνεται καμιά αναφορά σε αρχαιότητα και ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν επιχειρήματα αναφορικά με τη σημασία της ως κριτηρίου ανάλογα με το κατά πόσο η θέση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρώτου διορισμού όχι μόνο για το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως είναι παραδεκτό, αλλά και για τον εφεσείοντα. Δεν χρειάζεται να εμπλακούμε σ΄αυτή τη συζήτηση. Θεωρούμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το θέμα ως άνευ σημασίας αφού, τουλάχιστον για το ενδιαφερόμενο μέρος, η θέση ήταν πρώτου διορισμού. Η διάρκεια της υπηρεσίας και των δυο, όπως και η θέση στην οποία υπηρετούσαν, ήταν γνωστή, η δε αναγνώριση της πιο μακράς πείρας του εφεσείοντος, σε ψηλότερη θέση, είναι καταγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ορθή την εκτίμηση του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος "έχουν παρόμοια ακαδημαϊκά προσόντα".
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε τα ακόλουθα πανεπιστημιακά/ακαδημαϊκά προσόντα:
"(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό τούτων. Οικονομικές Επιστήμες, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημόσια Διοίκηση, Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, επιχειρησιακή Έρευνα (Operational Research), Μηχανική (οποιοδήποτε κλάδο), Θετικές Επιστήμες, Κοινωνικές Επιστήμες ή σε άλλο θέμα σχετικό με τις πιο πάνω επιστήμες και έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής.
(2) ..................................
(3) ..................................
(4) ..................................
(5) ..................................
(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πιο πάνω αποτελεί πλεονέκτημα."
Ο εφεσείων ήταν κάτοχος πτυχίου Νομικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, και τίτλων MBA, Kensington University, California, USA και MSc in Training, University of Leicester, UK. Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος πτυχίου B.Sc. (Hons) in Electrical Engineering, University of Salford, UK, και τίτλου PhD in Electrical Engineering, University of Salford, UK.
Θεωρούμε ότι στοιχειοθετείται και εδώ λόγος έφεσης. Το γεγονός ότι και οι δυο κατείχαν τα προσόντα που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν τους εξομοίωνε απαραίτητα σε σχέση με το αντίστοιχο κριτήριο. Διαφορετικά δε θα είχε νόημα η αναγνώριση των προσόντων ως κριτηρίου για προσδιορισμό του καταλληλότερου υποψήφιου. Το Σχέδιο Υπηρεσίας θέτει τα ελάχιστα προαπαιτούμενα. Προσόντα πέραν τούτων αποκτούν σημασία η οποία βεβαίως δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί. Είναι, σε κάθε περίπτωση, συναρτημένη προς τη φύση και τους συσχετισμούς προς κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, στο πλαίσιο του συνόλου των κριτηρίων. Είναι προφανές ότι οι καθ΄ων η αίτηση κατά πλάνη δεν έστρεψαν την προσοχή τους προς αυτή την κατεύθυνση. Στο πλαίσιο τέτοιας έρευνας θα απασχολούσε ασφαλώς και η άποψη που αναπτύσσει το ενδιαφερόμενο μέρος αναφορικά με το δεύτερο ακαδημαϊκό προσόν του εφεσείοντος. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή, ΑΕ2767, 20.9.2001
).Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης προέβη στη δέουσα έρευνα των απαιτήσεων των παραγράφων Β(3) και Β(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Οι παράγραφοι Β(3) και Β(4) έχουν ως εξής:
"Β. Απαιτούμενα προσόντα:
(2) ..................................
Το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης, αφού αναφέρθηκε στις απαιτήσεις των πιο πάνω παραγράφων Β(3) και Β(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να ελεγχθεί κατά πόσο οι εξωτερικοί υποψήφιοι πληρούσαν τις εν λόγω απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, αποφάσισε, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, να τις αγνοήσει για όλους τους υποψηφίους.* Τούτο δεν ήταν επιτρεπτό. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης όφειλε να προβεί σε πλήρη και ολοκληρωμένη έρευνα της συνδρομής ή μη των απαιτουμένων των παραγράφων Β(3) και Β(4) στο πρόσωπο του εφεσείοντος και του ενδιαφερόμενου μέρους. (Βλ., μεταξύ άλλων, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 973/93, 2.10.1996
, Επαμεινώνδα ν. ΡΙΚ, ΑΕ1846, 29.5.1998 και Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2310, 31.3.1999). Το ότι, εν τω μεταξύ, είχε μεταβληθεί η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν έχει σημασία. Η σύνθεση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου δεν αποτελεί στοιχείο του "νομικού και/ή πραγματικού καθεστώτος το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσης πράξεως" στη βάση του οποίου, καθεστώτος, γίνεται, κατά νομολογιακή αρχή, η επανεξέταση διορισμών/προαγωγών.Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι:
"Ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν δέχθηκε την εισήγηση και το νομικό λόγο που ήγειρε ο Εφεσείων/Αιτητής, δια του δικηγόρου του, ότι οι Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση υποχρεούντο να εξετάσουν θέμα προκατάληψης που προέκυπτε από τις Εμπιστευτικές του Εκθέσεις για τα έτη 1985-1989 και ότι οι Εκθέσεις αυτές από μόνες τους τεκμηρίωναν προκατάληψη σε βάρος του Εφεσείοντα/Αιτητή.
Ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση, εφόσον ο Εφεσείων/Αιτητής δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκθέσεων του πριν την επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης, δεν υποχρεούντο να εξετάσουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας θέμα προκατάληψης αλλά είχαν καθήκον να τις λάβουν υπόψη κατά την επανεξέταση και ότι οι εκθέσεις από μόνες τους δεν τεκμηριώνουν προκατάληψη."
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε:
"Από την ένσταση της Αρχής στην προσφυγή 866/96, όπου γίνεται αναφορά στα πρακτικά, προκύπτει ότι οι εκθέσεις των εσωτερικών υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη για τους σκοπούς της ακυρωθείσας διαδικασίας με εξαίρεση τις εκθέσεις για το 1990, και αυτό, ύστερα από σχετική γνωμάτευση του νομικού συμβούλου της Αρχής. Από τη στιγμή λοιπόν που η Αρχή αναγνώρισε ότι έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εκθέσεις και ότι αυτές συνέτειναν στη διαμόρφωση κρίσης, ο αιτητής είχε καθήκον, σε εκείνο το στάδιο, να διατυπώσει τις αμφισβητήσεις του και να προβάλει τους ισχυρισμούς του περί ακυρότητας των εκθέσεων λόγω προκατάληψης κλπ. Και εφόσον ο αιτητής δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκθέσεων, η Αρχή είχε, όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον να λάβει υπόψη τις εν λόγω εκθέσεις κατά την επανεξέταση. "
(Βλ. σχετικά και τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Παπαδοπούλου (πιο πάνω) και Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ3096 κ.ά., ημερομηνίας 24.1.2003
).Για τους λόγους που κρίναμε ότι ευσταθούν, η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.
Η επίδικη απόφαση της εφεσίβλητης ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ