ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 3 ΑΑΔ 129

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ANAΘΕΩΡHΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3079

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ,

Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Ανδρέας Μονογιός Λτδ, Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,

Εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση.

- - - - -

Ημερομηνια: 31.1.03

Για την εφεσείουσα-αιτήτρια: κ. Σπ. Ευαγγέλου

Για την εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση: κα Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

Π. Αρτέμης, Δ.: Στις 3.3.95 ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας πληροφόρησε την αιτήτρια εταιρεία που διεξάγει εργασίες πώλησης ηλεκτρικών συσκευών με έδρα τη Λεμεσό, ότι για τις 10 φορολογικές περιόδους από 1.7.92 έως 31.12.94 το ποσόν εκροών που είχε δηλωθεί αυξανόταν στις £369.871,73 από £264.452,28 που είχε δηλωθεί και τούτο δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34 του Νόμου 246/90 και απαιτούσε οφειλόμενο φόρο ανερχόμενο σε £5.676,05. Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με την υπ΄αρ. 497/95 προσφυγή, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ακυρωθεί στις 19.12.96, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης ο Έφορος προέβηκε σε νέα έρευνα και σε νέα βεβαίωση φόρου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90 και ειδοποίησε τους αιτητές με επιστολή ημερ. 30.6.97, ότι ο πληρωτέος φόρος ανερχόταν σε £4.382,37.

Η βάση πάνω στην οποία κατέληξε στην επίδικη απόφαση του ο Έφορος Φ.Π.Α. ήταν ότι:

1. Η αιτήτρια δεν τηρούσε οποιαδήποτε στοιχεία ή αρχεία σχετικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 39 του Νόμου 246/90.

2. Οι φορολογικές δηλώσεις παρουσίαζαν πιστωτικά υπόλοιπα που δεν δικαιολογούνταν και το περιθώριο κέρδους που ανερχόταν σε 0,17% δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί με τις καταχωρηθείσες πωλήσεις.

3. Η αιτήτρια παρέλειψε να προβεί σε αρνητική εγγραφή (στη μερίδα του φόρου που μπορούσε να πιστωθεί) ποσού £23 που είχε επιστραφεί από το Τελωνείο Λεμεσού.

Οι λόγοι προσβολής της απόφασης επικεντρώθηκαν σε τρία κύρια σημεία, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία είναι ότι:

1. Απλή αναφορά στο άρθρο 34 του Νόμου δεν αποτελεί αιτιολογία.

2. Η βεβαίωση ήταν εκτός των χρονικών πλαισίων που θέτει το άρθρο 34(5) του Νόμου.

3. Η ΚΔΠ 194/92 δεν υποχρεώνει τα πρόσωπα που υπόκεινται σε καταβολή φόρου να τηρούν βιβλία διακύμανσης αποθεμάτων, αλλά και αν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, θα έπρεπε να συνυπάρχει και η έλλειψη συνεργασίας και διευκολύνσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε πως η νέα βεβαίωση φορολογίας έγινε κατόπιν νέας έρευνας που διεξήχθη στα γραφεία της εταιρείας, με αποτέλεσμα να διαπιστωθεί ότι η αιτήτρια αντί να αποδώσει φόρο εκροών ύψους £22.526,02 απέδωσε £16.982,65 και ότι είχε πιστωθεί με ποσό £18.137,78 ενώ έπρεπε η πίστωση να γινόταν για £18.114,78. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει περαιτέρω τα ακόλουθα:

«Οι πιο πάνω διαπιστώσεις ήταν το αποτέλεσμα

(α) Λεπτομερούς ελέγχου των πωλήσεων από 1.7.92 - 31.12.94,

(β) Υπολογισμού της αξίας των πωληθέντων αγαθών με βάση τις αγορές και/ή εισαγωγές της αιτήτριας εταιρείας,

(γ) Υπολογισμού του μέσου σταθμικού περιθωρίου κέρδους που βρέθηκε ότι ήταν 32,85%,

(δ) Υπολογισμού της αξίας πωληθέντων αγαθών προς την Αμερικανική Πρεσβεία που δεν εφορολογούντο και ανερχόταν σε £1.200,00 σ. (Το στοιχείο αυτό δεν είχε ληφθεί υπόψη στον προηγούμενο έλεγχο που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 497/95).»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η παράλειψη τήρησης βιβλίων στα οποία να φαίνεται η διακύμανση αποθεμάτων εμπίπτει εντός της υποχρέωσης να τηρούνται αναγκαία έγγραφα δυνάμει της ΚΔΠ 114/92. Θεώρησε ότι η νέα βεβαίωση φόρου ήταν αποτέλεσμα νέας έρευνας που διεξήχθη στα γραφεία της εταιρείας και, έχοντας υπόψη ότι η νέα έρευνα και βεβαίωση έγινε κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, δεν ετίθετο θέμα εκπρόθεσμης βεβαίωσης. Όσον αφορά την αιτιολόγηση, το Δικαστήριο κατέληξε πως υπήρχε αρκετή αιτιολογία, η οποία συμπληρωνόταν από τα στοιχεία του φακέλου που βρίσκονταν στη διάθεση του Εφόρου και είχαν κατατεθεί και στο Δικαστήριο.

Έχοντας εξετάσει με λεπτομέρεια τα γεγονότα της υπόθεσης και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του φορολογούμενου όταν υπάρχει παράλειψη τήρησης αρχείων και βιβλίων, γιατί η προϋπόθεση τήρησης βιβλίων δεν πρέπει να ερμηνεύεται σωρευτικά με την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων. (Δέστε Athanasiou Motors Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2421, ημερ. 24.1.00 στις σελ. 6-7).

Συμφωνούμε επίσης και πάλι με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η τήρηση βιβλίων για τη διακύμανση αποθεμάτων εμπίπτει εντός της απαίτησης τήρησης εγγράφων, στοιχείων και αρχείων που αναφέρονται στη Κ.Δ.Π. 114/92, Καν.3. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από την απόφαση στην Καλλία ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Προσφυγή 592/95 ημερ. 23.4.95, καθώς και από την Athanasiou Motors Ltd (πιο πάνω).

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για εκπρόθεσμο της βεβαίωσης, δεν συμφωνούμε με την εφεσείουσα. Αν η θέση της εφεσείουσας ήταν ορθή, θα καταλήγαμε στο παράδοξο αποτέλεσμα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ακυρωτική απόφαση να απαλλάττετο στην ουσία ο φορολογούμενος από την υποχρέωση καταβολής φόρου, αν εθεωρείτο πως έληγε η προθεσμία που προνοεί ο Νόμος παρά την παρεμβολή της ακυρωτικής απόφασης. Είναι η γνώμη μας πως εν όψει της ακυρωτικής απόφασης δεν ισχύει αυτή η πρόνοια. Αλλά, εν πάση περιπτώσει στην υπόθεση αυτή υπάρχουν αρκετά στοιχεία στο φάκελο που δείχνουν ότι ακολούθησε νέα έρευνα με επισκέψεις στα γραφεία της εταιρείας και διερεύνηση της υπόθεσης, από την οποία προέκυψαν τα στοιχεία βάσει των οποίων έγινε η νέα βεβαίωση, που ήταν εντός της προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ημερομηνίες της νέας αυτής έρευνας. Και τούτο ασχέτως του αν η κατάληξη και τα ευρήματα μετά από τη νέα έρευνα, ήταν τα ίδια όπως και στην πρώτη περίπτωση, όπως υπέβαλε ο συνήγορος της εφεσείουσας.

Η προηγούμενη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου δεν δημιούργησε οποιοδήποτε δεδικασμένο που να εμποδίζει την επανεξέταση του θέματος. Αντίθετα, στο τέλος της απόφασης αναφέρεται πως «εναπόκειται στον Έφορο να επανέλθει στο θέμα» εξειδικεύοντας τις περιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της εξουσίας του, όπως και έπραξε στην παρούσα περίπτωση.

 

 

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

 

 

Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο