ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 3 ΑΑΔ 384

5 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΜAΡΙΟΣ ΘΕΟΦAΝΟΥΣ,

2. ΜΙΧAΛΗΣ ΚΟΣΜA,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΕΝΤΡΙΚHΣ ΤΡAΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚYΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2948)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Μόνο λόγοι που εξετάστηκαν πρωτόδικα ή προβλήθηκαν στο δικόγραφο ― Απορριπτέος ο λόγος έφεσης.

Ερμηνεία ― Ερμηνεία Νόμων και Κανονισμών ― Αρχές που εφαρμόζονται ― Ορθά εφαρμόστηκε ο Κανονισμός εν προκειμένω που προνοούσε εργασία «εκτός του συνηθισμένου ωραρίου».

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την απόφαση απόρριψης της ένστασής τους κατά του ωραρίου βάρδιας τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ορθά το δικαστήριο παρατήρησε ότι θέμα άνισης μεταχείρισης δεν εγέρθηκε στην προσφυγή, είτε στα νομικά σημεία, είτε στα γεγονότα και ότι δεν ήταν δυνατό να εγερθεί στην αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τη νομολογία.  Στην υπόθεση Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56, αποφασίσθηκε ότι "μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορούν να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους".

         Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαπιστώθηκε άνιση μεταχείριση σε σχέση με άλλους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Απάντηση στο λόγο αυτό της έφεσης έχει ήδη δοθεί προηγουμένως. Τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στην προσφυγή και δεν είναι δυνατό να εξετασθεί είτε στην πρωτόδικη διαδικασία είτε κατ' έφεση. Κατά συνέπεια απορρίπτεται.

2.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ως εσφαλμένη την ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον σχετικό κανονισμό. Η ορθή ερμηνεία του νόμου, όπου το λεκτικό του είναι σαφές, είναι η απόδοση στις λέξεις της φυσικής ή της συνήθους έννοιας τους.

     Στην υπόθεση Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. (πιο πάνω) ο Νικολάου Δ., εκφράζοντας τις θέσεις της Ολομέλειας, αφού προβαίνει σε ευρεία ανάλυση της κυπριακής και αγγλικής νομολογίας, καταλήγει ότι "η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος ή του Κανονισμού έχει πλέον εδραιωθεί."  Παραθέτει δε με επιδοκιμασία την απόφαση της Ολομέλειας στη Southfields Industries Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, όπου στη σελίδα 64 αναφέρεται:-

"Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη.  Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου."

     Στην προκειμένη περίπτωση συνάγεται από το λεκτικό του Κανονισμού 4.18 ως το μόνο λογικό συμπέρασμα, εφόσον ληφθεί υπόψη ο σκοπός του Κανονισμού, ότι εργασία "εκτός του συνηθισμένου ωραρίου" περιλαμβάνει οποιαδήποτε περίοδο πέραν των συνήθων ωρών εργασίας της Κεντρικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένης και της νυκτερινής περιόδου. Έπεται ότι και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56,

Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162,

Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348,

Κυπριανού v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Ολομέλεια) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355,

Southfields Industries Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 10/98), ημερομηνίας 27/10/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης της ένστασής τους εναντίον του συστήματος βάρδιας βάσει του οποίου εργάζονταν ως χειριστές συστήματος ασφαλείας στην εφεσίβλητη Tράπεζα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Αντωνίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι χειριστές συστήματος ασφαλείας στην Κεντρική Τράπεζα (εφεσίβλητη). Διορίστηκαν στις 23.5.1994 και 3.4.1995 αντίστοιχα. Οι εφεσείοντες πριν από το διορισμό τους αποδέχθησαν τους όρους της προσφοράς της εφεσίβλητης. Μεταξύ των όρων είναι και ο ακόλουθος:-

"Θα εργάζεστε με το σύστημα βάρδιας και εκτός του συνηθισμένου ωραρίου της Κεντρικής Τράπεζας χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Επιπρόσθετα όταν σας ζητηθεί θα είστε υποχρεωμένος να βρίσκεστε σε επιφυλακή."

Πανομοιότυπη είναι και η σχετική πρόνοια των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1983-1993 (Κανονισμός 4.18) που ρυθμίζει το σχέδιο υπηρεσίας. Έχει δε ως ακολούθως:-

"Οι κάτοχοι της θέσης υποχρεούνται να εργάζονται με το σύστημα βάρδιας και εκτός του συνηθισμένου ωραρίου της Κεντρικής Τράπεζας χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Επιπρόσθετα όταν τους ζητηθεί θα είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε επιφυλακή."

Σύμφωνα με τα γεγονότα και τα εβδομαδιαία προγράμματα υπηρεσίας των εφεσειόντων ο κάθε ένας εργάζεται 36 ώρες σε τρεις ημέρες την εβδομάδα ως ακολούθως:-

Εφεσείων 1:          Τρίτη               7.00 π.μ. - 7.00 μ.μ.

                     Τετάρτη        7.00 μ.μ. - 7.00 π.μ. Πέμπτη

                     Σάββατο       7.00 π.μ. - 7.00 μ.μ.

Εφεσείων 2:          Δευτέρα          7.00 π.μ. - 7.00 μ.μ.

                     Τρίτη             7.00 μ.μ. - 7.00 π.μ. Πέμπτη

                     Παρασκευή  7.00 π.μ. - 7.00 μ.μ.

Οι εφεσείοντες εναντίον του πιο πάνω ωραρίου βάρδιας υπέβαλαν ένσταση στις 12.11.1997. Η ένσταση τους απορρίφθηκε από την εφεσίβλητη με το αιτιολογικό ότι η υπηρεσία των εφεσειόντων είναι σύμφωνη με τους σχετικούς κανονισμούς, τους όρους και τα σχέδια υπηρεσίας που οι ίδιοι αποδέχθηκαν με τον διορισμό τους.

Οι εφεσείοντες κατεχώρησαν εναντίον της πιο πάνω απόφασης την προσφυγή αρ. 10/98 προβάλλοντας ως λόγους ακύρωσης ότι αντίκειται προς τους κανονισμούς και ότι λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Στη γραπτή του αγόρευση στην προσφυγή ο δικηγόρος των εφεσειόντων προβάλλει και άλλο λόγο ακυρότητας αυτό της άνισης μεταχείρισης των εφεσειόντων σε σχέση με άλλους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απεφάσισε ότι οι πιο πάνω λόγοι ακυρότητας δεν ευσταθούσαν απέρριψε την προσφυγή και επεκύρωσε τη διοικητική πράξη. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρότητας, αυτό της ανισότητας, ορθά παρατήρησε ότι θέμα άνισης μεταχείρισης δεν εγείρεται στην προσφυγή είτε στα νομικά σημεία είτε στα γεγονότα και ότι δεν είναι δυνατό να εγερθεί στην αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Προσυπογράφουμε την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που είναι σύμφωνη με τη νομολογία. Στην υπόθεση Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56, αποφασίσθηκε ότι "μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορούν να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους".

Με δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται η τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τρίτος λόγος έφεσης σε σχέση με την επιδίκαση των εξόδων εναντίον των εφεσειόντων αποσύρθηκε στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαπιστώθηκε άνιση μεταχείριση σε σχέση με άλλους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Απάντηση στο λόγο αυτό της έφεσης έχει ήδη δοθεί προηγουμένως. Τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στην προσφυγή και δεν είναι δυνατό να εξετασθεί είτε στην πρωτόδικη διαδικασία είτε κατ' έφεση. Κατά συνέπεια δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με τον εν λόγω λόγο έφεσης ο οποίος και απορρίπτεται.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ως εσφαλμένη την ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον σχετικό κανονισμό. Έχουμε ήδη παραθέσει στην αρχή της απόφασης μας τον σχετικό κανονισμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τις θέσεις των εφεσειόντων κατέληξε ως εξής:-

"Εξετάζοντας το πράγμα έτσι όπως το θέτει ο κ. Αγγελίδης, είναι βέβαια καθαρά θέμα ερμηνείας των όρων του σχεδίου υπηρεσίας και των πανομοιότυπων όρων διορισμού των Αιτητών. Η άποψη μου είναι ότι το νόημα των όρων αυτών είναι καθαρό. Η αναφορά είναι όχι μόνο σε σύστημα βάρδιας αλλά και σε εργασία "εκτός του συνηθισμένου ωραρίου της Κεντρικής Τράπεζας". Αποδίδοντας στις λέξεις αυτές το σύνηθες νόημα τους, προκύπτει ότι "εκτός του συνηθισμένου ωραρίου" περιλαμβάνει οποιαδήποτε περίοδο εκτός των συνήθων ωρών εργασίας της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό καλύπτει και νυκτερινή εργασία και εργασία οποτεδήποτε κατά το 24ωρο, έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά. Ποιό άλλο νόημα θα είχε η αναφορά σε εργασία "εκτός του συνηθισμένου ωραρίου"; Αποδοχή της εισήγησης του κ. Αγγελίδη θα ισοδυναμούσε όχι μόνο με μη συνήθη ερμηνεία των λέξεων αλλά και με αναίρεση του όρου αυτού αφού θα περιόριζε την εμβέλεια του ουσιαστικά στις συνήθεις ώρες εργασίας ή στις πρωινές και απογευματινές βάρδιες μόνο. Λαμβανομένης υπ' όψη της ίδιας της φύσης των καθηκόντων των Αιτητών ως Χειριστές Συστήματος Ασφαλείας, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν τόσο εντελώς εξωπραγματική όσο είναι και αδικαιολόγητη επί των ιδίων των επίδικων προνοιών."

Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που ορθά απέδωσε στον επίδικο όρο το σύνηθες νόημα των λέξεων, εφαρμόζοντας τις αρχές που έχουν διατυπωθεί από τη νομολογία. Η ορθή ερμηνεία του νόμου, όπου το λεκτικό του είναι σαφές, είναι η απόδοση στις λέξεις της φυσικής ή της συνήθους έννοιας τους. (Βλέπε: Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348, Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Ολομέλεια) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355).

Στην υπόθεση Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. (πιο πάνω) ο Νικολάου Δ., εκφράζοντας τις θέσεις της Ολομέλειας, αφού προβαίνει σε ευρεία ανάλυση της κυπριακής και αγγλικής νομολογίας, καταλήγει ότι "η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος ή του Κανονισμού έχει πλέον εδραιωθεί."  Παραθέτει δε με επιδοκιμασία την απόφαση της Ολομέλειας στη Southfields Industries Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, όπου στη σελίδα 64 αναφέρεται:-

"Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου."

Στην προκειμένη περίπτωση συνάγεται από το λεκτικό του Κανονισμού 4.18 ως το μόνο λογικό συμπέρασμα, εφόσον ληφθεί υπόψη ο σκοπός του Κανονισμού, ότι εργασία "εκτός του συνηθισμένου ωραρίου" περιλαμβάνει οποιαδήποτε περίοδο πέραν των συνήθων ωρών εργασίας της Κεντρικής Τράπεζας συμπεριλαμβανομένης και της νυκτερινής περιόδου. Έπεται ότι και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο