ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 762
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3038
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.
Αλεξάνδρα Νικολάκη, από την
Επισκοπή Λεμεσού
Εφεσείουσα
- και -
Συμβούλιο Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού
Εφεσίβλητοι
_______
20 Νοεμβρίου, 2002
Για την εφεσείουσα : κα Σ. Νικολάου για κ.κ. Παπαχαραλάμπους και
Αγγελίδη.
Για τους εφεσίβλητους : κ. Αρ. Γεωργίου.
_______
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει οΦρ. Νικολαΐδης, Δ.
_______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να μην την επιλέξουν για τη θέση Γραφέα/Εισπράκτορα του Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής (στο εξής «το Συμβούλιο»). Η προσφυγή απορρίφθηκε πρωτόδικα, γιατί θεωρήθηκε ότι το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να επιλέξει για διορισμό την αιτήτρια η οποία ως υποψήφια για τη θέση είχε μόνο προσδοκία διορισμού της. Είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά όχι την απόφαση του Συμβουλίου να μην την επιλέξει.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι λανθασμένα η προσφυγή της κηρύχθηκε απαράδεκτη, γιατί η διοικητική πράξη που προσέβαλλε ήταν ουσιαστικά η απόφαση του εφεσίβλητου Συμβουλίου, ημερ. 2.3.1998, να επιλέξει και διορίσει στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.
Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να προβεί αυτεπάγγελτα σε ερμηνεία του δικόγραφου της προσφυγής και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά περιόρισε την εξέταση στο αιτητικό της προσφυγής, παραλείποντας να την ερμηνεύσει.
Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία η τυχόν εσφαλμένη αναγραφή του ονοματεπώνυμου του αιτούντος ή στοιχείων του ή της προσβαλλόμενης πράξης δεν επιφέρει ακυρότητα του δικόγραφου, εφ΄ όσον τα ελλείποντα ή εσφαλμένως αναφερόμενα στοιχεία συμπληρώνονται από το φάκελο ή κατά κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 271). Σύμφωνα με την υπόθεση ΣτΕ 3755/83 αν δεν προσδιορίζονται ειδικότερα οι διοικητικές πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, συνάγονται από το περιεχόμενο γενικά της αίτησης και ιδίως από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.
Το έννομο συμφέρον προϋποθέτει προσωπικό σύνδεσμο του προσφεύγοντος με το αντικείμενο της δίκης και συνεπώς το δικόγραφο θεωρείται απαράδεκτο μόνο αν δεν προκύπτει από αυτό το αντικείμενο της δίκης ή είναι εντελώς αόριστο ή ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης. Σκοπός της ακυρωτικής διαδικασίας είναι η ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής απόφασης και έννομο συμφέρον έχει εκείνος που η πράξη αφορά.
Και από τη δική μας νομολογία μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση. Στην υπόθεση Koufettas v. Republic (1978) 3 C.L.R. 225 αποφασίστηκε ότι το βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι με ποιο τρόπο θα ερμηνεύεται η αίτηση, ούτως ώστε να επιβεβαιούται εναντίον ποιας πράξης πράγματι στρέφεται. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι η αίτηση στρέφεται εναντίον απόφασης άλλης από εκείνη που φαίνεται ότι προσβάλλει. Στην προσπάθεια να βεβαιωθούμε ποιο είναι ακριβώς το επίδικο αντικείμενο της αίτησης θα πρέπει να την εξετάσουμε στο σύνολό της (βλέπε ακόμη Ανδρέου ν. Σχολικής Εφορείας Πολεμίου, Υποθ. Αρ. 719/97, ημερ. 29.5.1998 και A. J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 57/99, ημερ. 10.12.1999).
Στην παρούσα υπόθεση είναι φανερό ότι η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να επιλέξουν για διορισμό στη συγκεκριμένη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος αντί της ίδιας. Αναμφίβολα η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην αίτηση είναι, για να πούμε το λιγότερο, ατυχής. Αν η αίτηση προσέβαλλε την απόφαση μη διορισμού της, ασφαλώς και θα ήταν απαράδεκτη. ΄Ομως, παρά τις λεκτικές αδυναμίες, στην αίτηση γίνεται σαφής αναφορά
στο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, με τρόπο που καθίσταται κατανοητό ότι στην ουσία προσβάλλεται η απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι τόσο η αίτηση, όσο και η ειδοποίηση έφεσης, επιδόθηκε σ΄ αυτό.Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Βραχίμη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.2435, ημερ. 25.9.2000, γιατί εκεί ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι ο αναδρομικός διορισμός για περίοδο που είχε ήδη λήξει, ήταν παράνομος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προσβάλλεται ταυτόχρονα και το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να διοριστεί ο ίδιος αντί του ενδιαφερόμενου μέρους. Γι΄ αυτό άλλωστε ούτε στην αίτηση, αλλά ούτε και στις γραπτές αγορεύσεις που είχαν καταχωρηθεί γινόταν οποιαδήποτε σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους και του
εφεσείοντα.Παρά την απόρριψη της αίτησης το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και σχολίασε τη διαδικασία επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους. Η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν προφανώς μεροληπτική, ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης, ενώ τέλος, οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να επιλέξουν τον καλύτερο. Τα ίδια υποστηρίζει και κατ΄ έφεση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, αποφάσισαν να υποβάλουν στις 16.3.1998, τους ύστερα από γραπτή εξέταση τέσσερις επικρατέστερους υποψήφιους και σε προφορική εξέταση. Μεταξύ αυτών ήταν η εφεσείουσα που είχε πρωτεύσει με 79 μονάδες και το ενδιαφερόμενο μέρος που είχε εξασφαλίσει 73 μονάδες. Πριν την έναρξη της εξέτασης ο πρόεδρος κάλεσε δύο από τα μέλη του Συμβουλίου, τον Αντρέα Θεοδώρου και Αντρέα Λουκά να αποχωρήσουν, γιατί δύο από τους υποψήφιους ήταν στενοί συγγενείς τους. Συγκεκριμένα υποψήφιοι ήταν η αδελφή του πρώτου και ο γιος του δευτέρου.
Κατά την εξέταση υποβλήθηκαν οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψήφιους. Το ενδιαφερόμενο μέρος Αντώνης Λουκά βαθμολογήθηκε από τον πρόεδρο και τα τρία εναπομείναντα μέλη του Συμβουλίου με 8, 9, 5 και 10, ενώ η αιτήτρια με 10, 10, 3 και 0. ΄Ετσι, το ενδιαφερόμενο μέρος εξασφάλισε στην προφορική εξέταση συνολικά 32 βαθμούς και η αιτήτρια 23. Η μέση βαθμολογία τους στην προφορική εξέταση που ήταν 8 για το ενδιαφερόμενο μέρος και 5.75 για την αιτήτρια, προστέθηκε στα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να εξασφαλίσει συνολικά 84.75 μονάδες και το ενδιαφερόμενο μέρος 81. Στις 23.3.1998, ύστερα από μυστική ψηφοφορία, το ενδιαφερόμενο μέρος εξασφάλισε τρεις ψήφους και η αιτήτρια ένα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σχολίασε ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία στο μυαλό οποιουδήποτε πως το Συμβούλιο ήταν προαποφασισμένο να ευνοήσει τον υποψήφιο που τελικά διόρισε. Η αιτήτρια είχε πρωτεύσει στη γραπτή εξέταση και παρά την προφανή προσπάθεια επηρασμού της γενικής βαθμολογίας με απροκάλυπτη μείωση της βαθμολογίας της από κάποια μέλη, συγκέντρωσε και μεγαλύτερη γενική βαθμολογία από το ενδιαφερόμενο μέρος.
΄Οπως επισημαίνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο, διαφορά στην εκτίμηση από εξεταστές της απόδοσης των υποψήφιων σε προφορική εξέταση αναμένεται να υπάρχει. Διερωτώμαστε όμως και εμείς, πώς είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η βαθμολόγηση της αιτήτριας με μηδέν από ένα των συμβούλων, στις απαντήσεις στις τρεις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν που ήταν: «Γιατί θέλεις να προσληφθείς στο Συμβούλιο», «από ποιούς κατοίκους κυρίως αποτελείται η κοινότητα της Επισκοπής» και «ποιές είναι οι τοπικές αρχές της κοινότητας και η σύνθεσή τους». Αν το συγκεκριμένο μέλος του Συμβουλίου που βαθμολόγησε την αιτήτρια με μηδέν το έκανε γιατί αυτή δεν απάντησε καθόλου ή απάντησε με τρόπο που έδειχνε πλήρη άγνοια του αντικειμένου των ερωτήσεων, τότε δεν δικαιολογείται η βαθμολόγηση για τις ίδιες απαντήσεις με δέκα των δύο άλλων συμβούλων.
Η αυθαιρεσία συνεχίστηκε και με την αναιτιολόγητη, πράγματι ύποπτη απόφαση του Συμβουλίου, να προχωρήσει σε μυστική ψηφοφορία για επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου. Παρά τη χαμηλότερη γενική βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία γιατί προτιμήθηκε. Η έλλειψη αξιοπιστίας γίνεται περισσότερο εμφανής αφού ο υποψήφιος που τελικά επιλέγηκε είναι γιος του μέλους του Συμβουλίου Αντρέα Λουκά, ο οποίος κλήθηκε από τον πρόεδρο να αποχωρήσει πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Και διερωτάται κανένας, αν δεν εκαλείτο να αποχωρήσει, θα παρέμενε και θα ελάμβανε μέρος στη διαδικασία;
Αξίζει να σημειωθεί ακόμα ότι παρ΄ όλον ότι στη συνεδρία ημερ. 23.6.1997 αποφασίστηκε όπως οι γραπτές και προφορικές εξετάσεις στις οποίες θα παρακάθονταν οι υποψήφιοι θα διενεργούνταν από τον ΄Επαρχο Λεμεσού, πρόνοια που περιλήφθηκε και στην προκήρυξη της θέσης, τελικά η προφορική εξέταση έγινε από τα μέλη του Συμβουλίου.
Κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει σκανδαλωδώς τις αρχές φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης, συνιστά δε παράδειγμα προς αποφυγή. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν παντελώς διαβλητή.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να σημειώσουμε τον επιγραμματικό τρόπο με τον οποίο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας ανέλυσαν το δεύτερο λόγο έφεσης στο περίγραμμά τους. Στην πραγματικότητα περιορίστηκαν σε επανάληψη της διατύπωσης που χρησιμοποίησαν στην ειδοποίηση έφεσης, χωρίς άλλο σχόλιο. Η πιο πάνω πρακτική είναι το λιγότερο ανεπιθύμητη κι΄ αν η πλημμέλεια της προσβαλλόμενης πράξης δεν ήταν τόσο φανερή, σίγουρα το τηλεγραφικό περίγραμμα δεν θα βοηθούσε καθόλου την υπόθεση της εφεσείουσας.
Η έφεση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με
έξοδα, τόσον πρωτόδικα, όσον και κατ΄ έφεση, εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. Πικής, Π.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/ΜΔ