ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 689
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙ ΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3037
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/ΣΤΩΝ.
ΜΕΤΑΞΥ:
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφ εσειόντων,
και
MIKAEL TRADING CO LTD, από τη Λευκωσία,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
24 Οκτωβρίου, 2002.
Για τους εφεσείοντες: Δ. Κούσιου (κα).
Για την εφεσίβλητη: Ν. Παπαγεωργίου.
― ― ― ― ―
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από τον Νικήτα, Δ.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Το δεσπόζον ζήτημα στην έφεση αυτή είναι η εκτελεστότητα της επίδικης πράξης. Είχε συζητηθεί πρωτόδικα, αλλά η σχετική προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η πράξη, αντικείμενο της έφεσης, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα απορρίφθηκε. Στην υπόθεση είχε ανάμιξη η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών («η Υπηρεσία»). Είναι μια από τις διατεταγμένες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού («το Υπουργείο»).Η διαφορά είχε εγερθεί κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Η Υπηρεσία διαπίστωσε, μετά από έρευνα που έκαμε στις 13.5.98, ότι κυκλοφόρησαν στην εντόπια αγορά αναπτήρες που έμοιαζαν με παιγνίδια που εύκολα τα παιδιά μπορούσαν να εκλάβουν σαν τέτοια. Διαγραφόταν ωστόσο και ήταν ορατός ο κίνδυνος για την ασφάλεια και την υγεία τους, αφού ήταν δυνατή η διαρροή του υγραερίου που περιείχαν. Σε αποθήκη της εφεσίβλητης βρέθηκαν την επομένη από την Υπηρεσία 20.000 από τους αναπτήρες αυτούς, τους οποίους είχε εισάξει στην Κύπρο η πρώτη από την Κίνα.
Στις 14.5.98 επιδόθηκε στην εφεσίβλητη η λεγόμενη «ειδοποίηση αναστολής» για την οποία κάμνει πρόβλεψη το άρθρ. 9 του περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμου του 1994 (ν. 74(1)/94 όπως τροποποιήθηκε). Την ειδοποίηση επέδωσε η Υπηρεσία «ως Εντεταλμένη Υπηρεσία», όπως ο όρος ερμηνεύεται από τις διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου. Η ειδοποίηση, ακολουθώντας περίπου τη φρασεολογία του άρθρ. 9(1), απαγόρευσε στην εφεσίβλητη, χωρίς τη συγκατάθεση της Υπηρεσίας να προβεί στη «διάθεση, προσφορά για διάθεση, συμφωνία για διάθεση, και έκθεση για διάθεση» των καταναλωτικών προϊόντων που καθόρισε δηλαδή της παραπάνω ποσότητας αναπτήρων. Η περίοδος ισχύος της ειδοποίησης, όπως ρητά αναφέρεται σ΄ αυτή (και το άρθρ. 9(1)), ήταν μέχρι 6 μήνες, που είναι η μακρύτερη περίοδος για την οποία μπορεί να ισχύσει τέτοια ειδοποίηση.
Το επίμαχο έγγραφο είναι η ανακοίνωση ημερ. 29.5.98 που εξέδωσε το Υπουργείο με εντολή του Γενικού Διευθυντή του. Εξάλλου το περιεχόμενό της ήταν το αντικείμενο της προσφυγής. Η ανακοίνωση διανεμήθηκε με εντολή του Γενικού Διευθυντή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και είναι παραδεκτό ότι επιδόθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι η Υπηρεσία, ύστερα από έλεγχο, εντόπισε μεγάλο αριθμό αναπτήρων, επικίνδυνων, όπως χαρακτηρίζονται, για την ασφάλεια των καταναλωτών και ιδιαίτερα των παιδιών. Περαιτέρω επισημάνθηκε ότι η κατασκευή τους ήταν τέτοια που δυνατό να προκαλούσε διαρροή του υγραερίου που περιείχαν κατά τη ρύθμιση έντασης της φλόγας. Η ανακοίνωση καλούσε, χωρίς περιστροφές, όλους τους πωλητές «δηλαδή εισαγωγείς, χονδρέμπορους και λιανοπώλες των αναπτήρων (που είχε εισάξει η εφεσίβλητη από την Κίνα) να τους αποσύρουν αμέσως από τα καταστήματά τους. Και τους απείλησε με τη λήψη άμεσων νομικών μέτρων σε περίπτωση παράλειψής τους να συμμορφωθούν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ειδοποίηση αναστολής ήταν προσωρινής χρονικής διάρκειας και περιόριζε τη διάθεση των αναπτήρων για περίοδο έξι μόνο μηνών. Δεν μπορούσε όμως να λεχθεί το ίδιο και για την απόφαση που περιείχε η παραπάνω ανακοίνωση, η οποία ισοδυναμούσε με απόλυτη απαγόρευση. Μπορούσε επομένως μια και έπληττε τα συμφέροντα της εφεσίβλητης να προσβληθεί αυτοτελώς ως εκτελεστή διοικητική πράξη. Γι΄ αυτό και δεν έγινε δεκτή η προδικαστική ένσταση. Στη συνέχεια έκρινε ότι την αρμοδιότητα για τέτοιας φύσεως απόφαση δεν είχε η εντεταλμένη Υπηρεσία, αλλά ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 7(1). Γι΄ αυτό και ακύρωσε την πράξη ως προερχόμενη από αναρμόδιο όργανο, δηλ. την Υπηρεσία, στην οποία ουδέποτε μεταβιβάστηκε τέτοια εξουσία.
Είναι σωστό να έχουμε υπόψη τί ακριβώς προβλέπει το άρθρ. 7(1)(α) που αφορά την απαγορευτική ειδοποίηση, την έκδοση της οποίας η διάταξη ανέθεσε στον Υπουργό Εμπορίου. Ορίζει ότι:
«7
.-(1) Ο Υπουργός έχει εξουσία, με αιτιολογημένη απόφασή του-(α) Να επιδίδει σ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο ειδοποίηση (που στο εξής θα αναφέρεται ως «απαγορευτική ειδοποίηση») που να απαγορεύει στο πρόσωπο αυτό, εκτός με τη συγκατάθεση του Υπουργού, να διαθέτει ή να προσφέρει για διάθεση, να συμφωνεί να διαθέτει, να εκθέτει για διάθεση
Πρέπει να λεχθεί ακόμη ότι, σύμφωνα με την παράγρ. (β) της ίδιας διάταξης, ο Υπουργός μπορεί να επιδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο την περιγραφόμενη ως «ειδοποίηση υποχρεωτικής προειδοποίησης» και να του ζητά να δημοσιεύσει με δικά του έξοδα και με τον τρόπο που καθορίζει ο Υπουργός, προειδοποίηση «για οποιαδήποτε καταναλωτικά προϊόντα που το πρόσωπο αυτό
διαθέτει ή έχει διαθέσει, τα οποία ο Υπουργός θεωρεί ότι δεν είναι ασφαλή και τα οποία περιγράφονται στην ειδοποίηση».Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η παραπάνω θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Ο πυρήνας του επιχειρήματος της είναι ότι η Υπηρεσία ως «Εντεταλμένη Υπηρεσία» είχε την εξουσία, με βάση το άρθρ. (1) να εκδώσει την «ειδοποίηση αναστολής» και στη συνέχεια με βάση το εδ. 6 του ιδίου άρθρου, ανακοίνωση προς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η συνήγορος αναφέρθηκε στην απόφαση
Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26 για να εισηγηθεί ότι η μόνη εκτελεστή πράξη ήταν η ειδοποίηση αναστολής ημερ. 14.5.98. Το σχετικό απόσπασμα που επικαλέστηκε είναι στη σελίδα 31:«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.»
Ηταν η άποψη της Δημοκρατίας ότι η ανακοίνωση δε δημιούργησε υποχρεώσεις στην εφεσίβλητη που δεν υπήρχαν πριν από την έκδοσή της ούτε έθιξε οποιαδήποτε συμφέροντα. Εγινε κάποια προσπάθεια σύνδεσης της κρινόμενης υπόθεσης με το αποτέλεσμα της προσφυγής μεταξύ των ιδίων διαδίκων με αρ. 743/98 Miκael Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 3.4.2000. Είναι όμως άσχετη διότι, όπως υπέδειξε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, το αντικείμενο της ήταν διαφορετικό. Η απάντηση της διοίκησης σε παράκληση της εφεσίβλητης να επιτραπεί η εμπορία των αναπτήρων, αφού επικολληθεί σ΄ αυτούς προειδοποίηση των κινδύνων από τη χρήση τους, κρίθηκε από το Νικολάου, Δ., αφού αναφέρθηκε σε παρόμοια κατάσταση πραγμάτων στην ΑΕ 2363, Δημοκρατία ν. Vassiliades Pharmacies Ltd, ημερ. 14.9.99, ότι η πράξη εκείνη δεν ήταν προσβλητή όντας μη εκτελεστή.
Η διαπλοκή που επιχειρήθηκε μεταξύ της ειδοποίησης αναστολής [άρθρ. 9(1)] και της ανακοίνωσης για την οποία προνοεί το άρθρ. 9(6), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρ. 4(1) του τροποποιητικού νόμου αρ. 99(1)/97, δεν βρίσκει στην προκείμενη περίπτωση έρεισμα. Διαβάζουμε το εδ. (6):
«(6) Οταν η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι έγινε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης ασφάλειας σε σχέση με οποιαδήποτε καταναλωτικά προϊόντα, τότε αυτή μπορεί να προβαίνει στην έκδοση ανακοίνωσης προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στην οποία να αναφέρονται όλα τα απαραίτητα υπό τις περιστάσεις στοιχεία οποιουδήποτε καταναλωτικού
Στην περίπτωσή μας η ανακοίνωση υποκρύπτει απόφαση για μόνιμη και ολοκληρωτική απαγόρευση η οποία διαμορφώνει διαφορετική κατάσταση υποχρεώσεων με άμεσο επηρεασμό των συμφερόντων της εφεσίβλητης. Δεν είναι άσχετη η παρακάτω σκέψη της απόφασης 677/97 Antenna TV Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 6.4.01
:«Παρατηρώ ότι είναι εκτελεστή και επομένως προσβλητή η πράξη από την οποία απορρέουν έννομα αποτελέσματα και το έννομο αποτέλεσμα επέρχεται γιατί η πράξη μπορεί να εκτελεσθεί αμέσως. Σύμφωνα με τον ορισμό, στα Πορίσματα της Νομολογίας 1929-1959 μια τέτοια πράξη συνίσταται στην τροποποίηση, μεταβίβαση ή κατάργηση της νομικής κατάστασης του διοικουμένου: ν. Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 και Krashias Dev. v. Δήμου Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198.
»
Η επίδικη πράξη δεν περιορίζεται απλώς σε ενημέρωση των ενδιαφερομένων με τον τρόπο που προβλέπει το άρθρ. 9(6) και την ανάγκη τήρησης της κειμένης συναφούς νομοθεσίας, αλλά διαλαμβάνει ρύθμιση επιτακτικού χαρακτήρα (έχω ήδη δώσει τα κύρια σημεία της ανακοίνωσης), θίγουσα έννομα συμφέροντα. Περαιτέρω, είναι εμφανής η αμεσότητα εκτέλεσης που είναι ένα από τα γνωρίσματα της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Επεται ότι τέτοιας εμβέλειας απόφαση μπορούσε να πάρει μόνο ο αρμόδιος Υπουργός κάμνοντας χρήση των εξουσιών του κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 7.
Η έφεση, για τους παραπάνω λόγους, απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
FONT>ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.