ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 695
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2852.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ
:Ιωάννη Μοδίτη,
Εφεσείοντος-Αιτητή,
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ημερομηνία:
25 Οκτωβρίου 2002.Για τον εφεσείοντα: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους εφεσίβλητους: Αλέκος Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας, με Π. Κληρίδη, Βοηθό Γενικό
Εισαγγελέα, με Ρ. Παπαέτη (κα), δικηγόρο της Δημοκρατίας.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Ιωνάς Νικολάου.
- - -
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Με την απόφασή μου, που ακολουθεί, που συνιστά την απόφαση της μειοψηφίας, ταυτίζονται οι Δικαστές Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης.- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π To εξέχον ζήτημα το οποίο εγείρεται προς επίλυση είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να διαμορφωθεί η σύσταση του Προϊσταμένου για προαγωγές στο Τμήμα του και, όλως ιδιαίτερα, η προσωπική του άποψη επί του θέματος. Ενόψει αμφιβολιών που διατυπώθηκαν ως προς τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία επί του θέματος, θεωρήθηκε πρέπον όπως του θέματος επιληφθεί το Ανώτατο Δικαστήριο εν πλήρη ολομελεία. Αντικείμενο της προαγωγής ήταν η πλήρωση δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας, στο Κέντρο Παραγωγικότητας. Υποψήφιοι για προαγωγή ήταν τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα οι Αντώνιος Καφάς και Ανδρέας Κωμοδρόμος και ο αιτητής - εφεσείων. Στη σύσταση του Προϊσταμένου έγινε αναφορά στην αξία, στα προσόντα και στην αρχαιότητα των τριών υποψηφίων, όπως και στις δικές του διαπιστώσεις για τις ιδιότητες των υποψηφίων και τελικά τις συγκριτικές δυνατότητές τους να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων.
Η σύσταση του Προϊσταμένου εκτίθεται στην ολότητά της στην απόφαση της πλειοψηφίας και τοιουτοτρόπως παρέλκει να την αναπαράγω στη δική μου απόφαση. Προκύπτει από την αιτιολόγηση της σύστασής του ότι η αξία των υποψηφίων, όπως διαφαίνεται από τις εμπιστευτικές ή τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, ήταν σε γενικές γραμμές η ίδια, με μόνη εξαίρεση το έτος 1992 που ο εφεσείων υπερείχε ελαφρώς, ενώ οι συστηθέντες είχαν αισθητή υπεροχή σε αρχαιότητα.
Ο Προϊστάμενος βάσισε τη σύστασή του, όπως ρητά αναφέρει, στη γνώση που είχε για τις ικανότητες και τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης, λέγει ρητά:
«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στο Τμήμα.»
Η κατάληξή του περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Πιστεύω ότι οι υποψήφιοι τους οποίους συστήνω θα βοηθήσουν πάρα πολύ το έργο του Κέντρου Παραγωγικότητας, λόγω των γνώσεων, εμπειριών και δυνατοτήτων που έχουν.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και ότι η εκτίμηση του Προϊσταμένου για την αξία των υποψηφίων ως διαγράφεται στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις ήταν ορθή. Ό,τι εγείρεται στην παρούσα έφεση και πρέπει να αποφασιστεί είναι η βαρύτητα της κρίσης του ίδιου του Προϊσταμένου για τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν στις θέσεις. Η θέση του εφεσείοντος είναι ότι το πλαίσιο της διαμόρφωσης της σύστασης του προϊσταμένου είναι περιορισμένο. Αναμφισβήτητο είναι ότι η σύσταση δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τα υπηρεσιακά στοιχεία. (βλ.
Republic v. Koufettas (1985)3 C.L.R. 1950. Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996)3 Α.Α.Δ. 249. Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2037 - 20.11.1998), ή να βασίζεται σε ανάπλαση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Διότι σ΄ εκείνες τις περιπτώσεις κλονίζεται το βάθρο της σύστασης και εξουδετερώνεται η δραστικότητα της. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είμαστε αντιμέτωποι με τέτοιο φαινόμενο. Ό,τι εξετάζεται είναι η ευχέρεια του Προϊσταμένου να συναρτήσει τη σύστασή του στις δικές του εκτιμήσεις για τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών τους στοιχείων. Για να απαντηθεί το ερώτημα και να διαπιστωθούν στο σωστό πλαίσιο οι αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία επί του θέματος, πρέπει να γίνει ιστορική αναδρομή στις υποθέσεις που συνθέτουν το δικαστικό λόγο επί του προκειμένου.Πολύ πριν τη θέσπιση του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν.33/67), αναγνωρίστηκε κατ΄ αρχή από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και μεταγενέστερα από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδη παράγοντα κρίσεως για την προαγωγή μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας από το ανεξάρτητο Σώμα που καθίδρυσε το Σύνταγμα για τη διενέργεια διορισμών και προαγωγών στο δημόσιο, την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. (Βλ. Μέρος VII του Συντάγματος
.)Στη
Michael Theodossiou and The Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 44, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε τη βαρύνουσα σημασία της κρίσης του Προϊσταμένου τμήματος αναφέροντας: (σ.48)«In the opinion of the Court the recommendation of a Head of Department or other senior responsible officer, and especially so in cases where specialized knowledge and ability are required for the performance of certain duties, is a most vital consideration which should weigh with the Public Service Commission in coming to a decision in a particular case and such recommendation should not be lightly disregarded.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):
«Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου η σύσταση του Προϊσταμένου τμήματος ή άλλου υπεύθυνου λειτουργού και όλως ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα για την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων, είναι ο πιο ζωτικός παράγοντας ο οποίος πρέπει να βαρύνει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αγόμενη στην απόφασή της και τέτοια σύσταση δεν πρέπει εύκολα να παραγνωρίζεται.»
Περαιτέρω, επεξηγείται ότι όπου η Ε.Δ.Υ. παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου πρέπει να εξειδικεύει τους λόγους που να τη δικαιολογούν, θεωρώντας τέτοια απόκλιση ως εξαιρετικό μέτρο. Η προσέγγιση αυτή, καθώς υποδεικνύεται, επιβάλλεται από την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των επηρεαζομένων υπαλλήλων, που διασφαλίζουν τα Άρθρα 146 και
151 του Συντάγματος. αναφέρεται: (σ.48)«If, nevertheless, the Public Service Commission comes to the conclusion not to follow the aforesaid recommendation it is to be expected for the effective protecion of the legitimate interests, under Article 151 in conjuction with Article 146 of the Constitution, of the candidates concerned, that the reasons for taking such an exceptional course would be clearly recorded in the relevant minutes of the Public Service Commission.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):
«Εάν παρά ταύτα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει στο συμπέρασμα να μήν ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου αναμένεται από αυτή, χάριν της αποτελεσματικής προστασίας των εννόμων συμφερόντων των επηρεαζομένων κάτω από το Άρθρο 151 σε συνδυασμό με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ότι οι λόγοι για την κατάληξη σε τέτοιο εξαιρετικό μέτρο θα σημειωθούν ευκρινώς στα πρακτικά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Το καθήκον της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει ειδικά απόκλισή της από τη σύσταση του Προϊσταμένου συναρτάται άμεσα με την, εξ αντικειμένου, σημασία της σύστασής του για την καλή λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας και των εξ αυτής αναφυομένων δικαιωμάτων των συστηνομένων, τα οποία διασφαλίζονται στο πλαίσιο της δικαστικής αναθεώρησης διοικητικών πράξεων και αποφάσεων, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 151 και θεσμοποιεί το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.
Η θέση η οποία υιοθετήθηκε στη
Theodossiou αναφορικά με τη σημασία των συστάσεων του Προϊσταμένου του τμήματος, τη βαρύτητα που ενέχουν για τις επιλογές της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης πιθανής απόκλισης από αυτές, έγινε καθολικά δεχτή και αντανακλάται κατά συρροή στη νομολογία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Georghios M. Evangelou and The Republic of Cyprus, Through the Public Service Commission (1965)3 C.L.R. 292. Nicos Arkatitis And Others (No.1) v. Republic (Public Service Commission) (1967)3 C.L.R. 29.) O περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967 (Ν.33/67) άρθρο 44(3) καθιέρωσε τη σύσταση του Προϊσταμένου του τμήματος ως συστατικό στοιχείο για τη διενέργεια προαγωγών.Στη Georghios Gavriel v. Republic (Public Service Commission and/or The Director of The Department of Lands and Surveys) (1971)3 C.L.R. 185, ο Α. Λοϊζου Δ., ως ήταν τότε, επεξηγεί την έννοια του όρου «σύσταση», σε συνάρτηση με τα αποφασισθέντα στην Arkatitis, (ανωτέρω). Υποδηλώνει τη διαδικασία σύγκρισης των υποψηφίων, υπό το πρίσμα των νενομισμένων κριτηρίων, αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, με γνώμονα την κρίση του Προϊσταμένου ως προς το ποίος από αυτούς προιωνίζεται καλύτερα να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης.
Στη Makrides v. Republic (1983)3 C.L.R. 622, είχαμε την ευκαιρία να προβούμε σε θεώρηση της νομολογίας επί του θέματος των συστάσεων του Προϊσταμένου τμήματος και να διαπιστώσουμε τους λόγους για τους οποίους προσδίδεται βαρύτητα στη σύσταση του Προϊσταμένου. Αυτοί αποτυπώνονται στην ακόλουθη πρόταση: (σελ. 632)
« A departmental head is in a unique position to appreciate the demands of a particular post and the qualifications necessary for the discharge of the duties carried by the post.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):
«Ο Προϊστάμενος τμήματος είναι σε μοναδική θέση να προβεί σε εκτίμηση των αναγκών της συγκεκριμένης θέσης και των αναγκαίων προσόντων για την εκπλήρωση των καθηκόντων που συνεπάγεται.»
Η ίδια θέση, με όμοια κατ' ουσίαν ρηματική διατύπωση, υιοθετήθηκε από την ολομέλεια στην απόφαση
Republic v. Haris (1985)3 C.L.R. 106, και ακολούθως στη Ηaris v. Republic (1989)3 C.L.R. 147. (Βλ. επίσης πρωτόδικες αποφάσεις Kalaitzis and Another v. Republic (1984)3 C.L.R. 839. Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989)3 Α.Α.Δ. 2802.)Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι:
(α) Η σύσταση του Προϊσταμένου του τμήματος συνιστά ιδιαίτερο στοιχείο για την κρίση των υποψηφίων, μεγάλης σημασίας σε βαθμό που να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση παρέκκλισης από αυτή.
(β) Η σύσταση επενεργεί στο πεδίο της συνολικής αξίας των υποψηφίων και επαυξάνει, ανάλογα, τις διεκδικήσεις του συστηνομένου για προαγωγή. Το εξέχον στοιχείο της σύστασης είναι αυτή τούτη η γνώμη του Προϊσταμένου για το ποίος από τους υποψηφίους είναι σε θέση καλύτερα να εκπληρώσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Εδώ εντοπίζεται η σημασία της σύστασης και προς αυτό το στοιχείο συναρτάται η βαρύτητά της. Και τούτο, γιατί όπως έχει αναγνωρισθεί, ο Προϊστάμενος είναι σε ιδιάζουσα θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της υπηρεσίας σε σχέση με την υπό πλήρωση θέση και να προβεί σε διαπιστώσεις για το ποίος από τους υποψηφίους καλύτερα μπορεί να τις εκπληρώσει.
(γ) Το πλαίσιο διαμόρφωσης των συστάσεων του Προϊσταμένου είναι αναμφιβόλως, (i) οι υπηρεσιακές εκθέσεις, και (ii) η γνώμη του για τους υποψηφίους σε συνάρτηση με τις δικές του εκτιμήσεις για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Δεν παρέχεται στον Προϊστάμενο δικαίωμα είτε να αγνοήσει είτε να αναμορφώσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων. Καθήκον του είναι να τις λάβει υπόψη ως δεδομένο και να προσδώσει τη βαρύτητα που αρμόζει σε αυτές. Δεν περιορίζεται όμως το έργο του στην αποτίμηση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, η σύστασή του θα αποτελούσε πλεονασμό. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι στην ίδια θέση όπως και ο Προϊστάμενος να προβεί στην εξ αντικειμένου αποτίμηση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Η σύσταση έχει ως αντικείμενο αυτή τούτη τη γνώμη του Προϊσταμένου για το ποιός καλύτερα μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Είναι η γνώση του για τις λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας, σε συσχετισμό με την κρίση του για το ποίος από τους υποψήφιους είναι καλύτερα εφοδιασμένος να ανταποκριθεί σ' αυτές, που στοιχειοθετεί την ανάγκη για τη λήψη της γνώμης του Προϊσταμένου και δικαιολογεί τη βαρύτητα την οποία ενέχει.
Και ο νέος περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/90) άρθρο 35(4), έκαμε πρόνοια ανάλογη με εκείνη του άρθρου 44(3) του Ν.33/67 με την προσθήκη ότι η σύσταση του Προϊσταμένου πρέπει να αιτιολογείται, καθιστώντας την αιτιολογία απαραίτητο στοιχείο της σύστασης.
Η νομολογία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά το 1990 δεν διαφοροποιεί, κατά την κρίση μας, τις αρχές που διατυπώνονται πιο πάνω. Στη Βάσου Ν. Μέζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2752 - 11.4.2001
, επαναλαμβάνεται ότι η σύσταση του Προϊσταμένου επαυξάνει τη συνολική αξία του συστηνόμενου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεκδικήσεις του για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.Προκύπτει από την Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Λοΐζου Λοϊζίδη
, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2678 - 30.4.2001, ότι η σύσταση πρέπει να συσχετίζεται με τις απαιτήσεις της θέσης που αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο στη διαμόρφωση της σύστασης του Προϊσταμένου.Οι γνώσεις του Προϊσταμένου για τις ανάγκες της θέσης δικαιολογούν, όπως έχει επίσης αποφασιστεί, και τη συμμετοχή του στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.:
«ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης»
(Βλ. Χριστόδουλος Χ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2271 - 29.1.1999
.)Είναι η εισήγηση του εφεσείοντος ότι οι αποφάσεις στη Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2374 - 15.9.1999, και Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Ανδρέα Πογιατζή, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2767 - 20.9.2001, έχουν περιορίσει τις παραμέτρους διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου σε βαθμό που αυτή να περιορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, σε αποτίμηση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Διαφωνώ. Η πεμπτουσία του λόγου της Χριστοδουλίδου εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:«Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.»
Με αυτό είμαστε καθ΄ όλα σύμφωνοι. Τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων είναι δεδομένα. δεν είναι παραδεχτή η ανάπλασή τους και ακόμα περισσότερο η θεμελίωση της σύστασης σε τέτοια αναμόρφωση. Στην ίδια απόφαση τονίζεται και αυτό απηχεί, όπως διαπιστώνει το ίδιο το δικαστήριο την καθιερωθείσα από τη νομολογία αρχή, ότι η σύσταση του Προϊσταμένου ερχόταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία του φακέλου, γεγονός που εξουδετερώνει την ισχύ της. (Βλ. Republic v. Koufettas (1985)3 C.L.R. 1950, Tάκης Κ. Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Α.Ε. 1589 - 18.6.1996, Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 2037 - 20.11.1998.) Στην ίδια απόφαση γίνεται επιδοκιμαστικά αναφορά στη Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994)3 Α.Α.Δ. 387, όπου τονίστηκε η σημασία της κρίσης του Προϊσταμένου για το ποίος από τους υποψηφίους καλύτερα αναμένεται να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: (σ. 399 της απόφασης)
«Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασής του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Είναι ενδεικτική συναφώς και η ίδια η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση.»
Η γνώμη του Προϊσταμένου εξειδικεύεται ως το κυρίαρχο στοιχείο.
Στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Ανδρέα Πογιατζή, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2767 - 20.9.2001, διατυπώνεται η θέση ότι η Χριστοδουλίδου (ανωτέρω), υιοθέτησε νέα θέση περιοριστική του πλαισίου διαμόρφωσης των απόψεων και της σύστασης του Προϊσταμένου σε βαθμό που να μη διακρίνεται, «...έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου.» Έχουμε ήδη αναφερθεί στο λόγο της Χριστοδουλίδου. ΄Ο,τι πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι το δικαστήριο δεν επιχείρησε στην υπόθεση εκείνη να μεταβάλει την προγενεστέρα διαγραφείσα από τη νομολογία θέση αναφορικά με το πλαίσιο διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου και πολύ ολιγότερο δεν διαπίστωσε κανένα λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια απόκλιση. Στην Πογιατζή γίνεται επίσης ιδιαίτερη αναφορά στη Αναστάσιου Κουάλη κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. 2402 - 11.11.1999, ως στοιχειοθετούσα παρέκκλιση από τα προκαθορισθέντα από τη νομολογία πλαίσια διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου. Όχι μόνο το δικαστήριο δεν απέστη στην υπόθεση εκείνη από την προηγούμενη νομολογία αλλά ευθέως επανέλαβε, υπό το φως των αρχών της, ότι η προσωπική γνώση του Προϊσταμένου για τους υποψηφίους προσμετρά άμεσα στη διαμόρφωση των συστάσεων του. Το σχετικό απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
«Μέσα από μία σειρά αποφάσεων φαίνεται ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή, καθώς και η συλλογή πληροφοριών από τους προϊσταμένους των υποψηφίων είναι αποδεκτά στη διαμόρφωση της σύστασης του (δέστε μεταξύ άλλων Αργυρίδης ν. Δημοκρατία (1992)3 Α.Α.Δ. 376, Θεοκλήτου ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 647/93, ημερομηνίας 15.10.96, Χ΄΄Παναγή ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 275/95 και 371/95, ημερομηνίας 8.11.96 και Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 212/95, 259/95, ημερομηνίας 28.2.97).»
Στη συνέχεια εξηγείται ότι εκείνο που αποκλείεται είναι η δόμηση της σύστασης κατ΄ αντίθεση προς τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων. Στην προκείμενη υπόθεση η σύσταση του Προϊσταμένου, όχι μόνο δεν αγνόησε τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, αλλά αντίθετα τα παραθέτει και τα αξιολογεί. Η σύσταση αποκαλύπτει την κρίση του Προϊσταμένου για τις ιδιότητες των υποψηφίων, για τις οποίες είχε άμεση γνώση, και συσχετίζεται με την πρόγνωσή του για το ποίοι από αυτούς είναι καλύτερα σε θέση να εκπληρώσουν να καθήκοντα των κενών θέσεων. Με αυτά τα στοιχεία συναρτάται η σύσταση. Όπως επισημάναμε στη Θεμιστοκλή Χρίστου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Α.Ε. 2733 - 7.5.2001, η κρίση του Προϊσταμένου για τις ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων όχι μόνο δεν είναι εξωγενής παράγοντας στη διαμόρφωση της σύστασης του αλλά είναι άμεσα σχετική προς αυτή. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση εκείνη κατοπτρίζει τη θέση επί του θέματος: (σ.3)
«Όχι μόνο οι ιδιότητες, στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής, δε συνιστούν εξωγενείς παράγοντες, αλλά αντίθετα είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την εκπλήρωση του έργου του δημοσίου υπαλλήλου, παρέχοντας τη δυνατότητα πρόγνωσης των δυνατοτήτων του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης, την οποία διεκδικεί. Κατ΄ ουσίαν, πρόκειται περί ιδιοτήτων, οι οποίες άπτονται της αξίας του υποψηφίου και, όντως, προσμετρούν στην διαμόρφωση της σύστασης του διευθυντή. Η σύσταση του διευθυντή δεν αποτελεί τυποποιημένο στοιχείο, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται σε άκαμπτες παραμέτρους. Πρόκειται για στοιχείο, το οποίο μεταφέρει την κρίση του προϊσταμένου για τους υποψηφίους και τους λόγους για τους οποίους συστήνεται ο συγκεκριμένος υποψήφιος. Οι λόγοι, οι οποίοι δίνονται στην προκείμενη περίπτωση, είναι άκρως σχετικοί με το αντικείμενο της σύστασης.»
Κατά τη δική μας θέση, η έφεση είναι απορριπτέα.
Γ.Μ. Πικής, Π.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΠ-ΑυΦ.