ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 695
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2852
(Υπόθεση Αρ. 566/98)
ΕΝΩΠΙΟΝ:- ΠΙΚΗ Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
Μεταξύ:
Ιωάννη Μοδίτη
Εφεσείοντα/Αιτητή P>
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση
25 Οκτωβρίου 2002
Για τον εφεσείοντα: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την εφεσίβλητη-Δημοκρατία: Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας, Π. Κληρίδης Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα: Ι. Νικολάου.
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία σηματοδοτεί και την έκβαση της έφεσης, με την οποία ταυτίζονται και οι δικαστές Νικήτας, Αρτέμης, Νικολάου, Καλλής, Κραμβής και Χατζηχαμπής θα δοθεί από το δικαστή Κωνσταντινίδη.Η απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι δικαστές Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δοθεί από εμένα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 24.2.98, οι Αντώνιος Καφάς και Ανδρέας Κωμοδρόμος προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας (Προϋπολογισμός Αναπτύξεως), Κέντρο Παραγωγικότητας. Ο Εφεσείων ήταν ένας από τους έξι υποψήφιους και με την προσφυγή του αμφισβήτησε το κύρος της προαγωγής. Τα επιχειρήματά του αφορούσαν στην εν γένει συγκριτική καταλληλότητα και συζητήθηκαν πρωτοδίκως θέματα σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα και την πείρα. Υπό τον κεντρικό όμως ισχυρισμό πως η σύσταση του Διευθυντή Παραγωγικότητας (ο Διευθυντής) υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων, που μέτρησε κατά την τελική επιλογή, έπασχε.
Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση έκρινε πως η σύσταση του Διευθυντή είναι αιτιολογημένη και πως συνάδει απόλυτα με τα στοιχεία των φακέλων. ΄Εκρινε αβάσιμες στο σύνολό τους τις εισηγήσεις του εφεσείοντα και απέρριψε την προσφυγή. Με την παρούσα έφεση επαναφέρονται τα ίδια, με κυρίαρχο εκείνο της σύστασης και οι διάδικοι, στα περιγράμματα και με τις προφορικές αγορεύσεις τους, αναφέρθηκαν εκτεταμένα στη νομολογία. Αυτή δεν ήταν μονοσήμαντη και το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την πενταμελή του σύνθεση, έκρινε πως επιβαλλόταν διεύρυνση ώστε τα σημεία τριβής να τεθούν υπό το λόγο της πλήρους Ολομέλειας. Ενώπιόν μας έχουμε και τις πρόσθετες προφορικές αγορεύσεις των μερών.
Υπάρχει, πράγματι, διάσταση σε σχέση με την ίδια τη φύση της σύστασης του προϊσταμένου στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής δυνάμει των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε). Αφορά στη δυνατότητα του προϊσταμένου, δια της σύστασης, να προσθέτει στην ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Θα καταγράψουμε εξ αρχής τις δυο θέσεις.
Κατά την πρώτη, η σύσταση μπορεί να είναι πρωτογενής πηγή για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων. Αναγνωρίζεται στο πλαίσιό της, δυνατότητα προσδιορισμού αυτής της αξίας με αναφορά στην προσωπική γνώση του προϊσταμένου και στις πληροφορίες που αυτός παίρνει ή που τεκμαίρεται ότι παίρνει από τους άμεσα προϊσταμένους ή εν γένει τους ιεραρχικά ανώτερους των υποψηφίων. Κατά τη δεύτερη, η σύσταση μπορεί να εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή τη γνώμη του προϊσταμένου ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή ενόψει των αναγκών της ανώτερης θέσης, όπως εκείνος τις γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο. Αυτό, στη βάση της δεδομένης υπηρεσιακής τους εικόνας, όπως την αποκαλύπτουν οι φάκελοι. Που περιλαμβάνουν όσα συναρτώνται προς τα τρία κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) με βάση τα οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 35 του Νόμου, αποφασίζονται οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή. Ως προς την αξία, με κατ΄εξοχήν διαχρονικό δείκτη, τις ετήσιες
υπηρεσιακές εκθέσεις.Αυτή η διάσταση, όπως προσπαθήσαμε να την αποτυπώσουμε, δεν ήταν κατ΄αρχάς το αποτέλεσμα μιας περιεκτικής αναφοράς στο θεσμό, με την έννοια της στοχευμένης αντιπαραβολής των δυο ενδεχομένων. Αναδείχθηκε δια μέσου των λύσεων, σε σχέση κυρίως με τη βαρύτητα των συστάσεων, από υπόθεση σε υπόθεση. Οπότε, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας, επιχειρήθηκε ευθυγράμμιση, σαφώς προς την κατεύθυνση της δεύτερης θέσης. Είναι αλήθεια, όμως, χωρίς ρητή αναφορά σε παλαιότερες θέσεις, επιμέρους μεν, αλλά σε τελική ανάλυση με ενδιάθετη δυναμική υπέρ της πρώτης. Και εκδόθηκαν στη συνέχεια άλλες αποφάσεις, πάλιν από την Ολομέλεια, με καθαρή την αναγνώριση δυνατοτήτων που νοούνται μόνο στο πλαίσιο της πρώτης θέσης. Χωρίς αναφορά στις αμέσως προηγούμενες. ΄Εχουμε λοιπόν τελικά αποφάσεις της Ολομέλειας ασυμβίβαστες μεταξύ τους και είναι έργο μας η αναζήτηση του ορθού. ΄Οσο και αν, ενόψει της ανάλυσης που οδήγησε στη νομολογία υπέρ της δεύτερης θέσης, θα ήταν ίσως δυνατό να θεωρηθεί ότι το θέμα είχε από τότε λυθεί. Οπότε, η όποια παλινδρόμηση θα έπρεπε να είχε διέλθει δια μέσου των καθιερωμένων αρχών που διέπουν την απόκλιση από προηγούμενη νομολογία.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας τα αφορώντα στην ανέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων ανατέθηκαν στην ανεξάρτητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Με αναγνωρισμένο όμως ρόλο στην ίδια τη διοίκηση, και η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Μichael
Τheodossiou v. Republic 2 RSCC 44, αποτέλεσε σταθερό σημείο αναφοράς. Ακόμα και μετά τη θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 33/67). Κυρίως, ως προς την αλληλοσύνδεση των ρόλων της διοίκησης και της ΕΔΥ. Ο προϊστάμενος του Τμήματος σύστησε τον αιτητή, η ΕΔΥ επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η απόφασή της ακυρώθηκε. Είναι σημαντικό το σκεπτικό και θα το παραθέσουμε αυτούσιο:"In the opinion of the Court the recommendation of a Head of Department or other senior responsible officer, and especially so in cases where specialized knowledge and ability are required for the performance of certain duties, is a most vital consideration which should weigh with the Public Service Commission in coming to a decision in a particular case and such recommendation should not be lightly disregarded. If the Public Service Commission is of the opinion that for certain reasons such recommendation cannot be adopted then as a rule such Head of Department or other officer concerned should be invited by the Public Service Commission to explain his views in order that the Public Service Commission may have full benefit thereof, a course which has not been followed in this case.
If, nevertheless, the Public Service Commission comes to the conclusion not to follow the aforesaid recommendation it is to be expected for the effective protection of the legitimate interests, under Article 151 in conjunction with Article 146 of the Constitution, of the candidates concerned, that the reasons for taking such an exceptional course would be clearly recorded in the relevant minutes of the Public Service Commission. Failure to do so would not only render the work of this Court more difficult in examining the validity of the relevant decision of the Public Service Commission but it might deprive such Commission of a factor militating against the inference that it has acted in excess or abuse of power."
Σε μετάφραση:
"Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου η σύσταση Προϊσταμένου ή άλλου υπεύθυνου λειτουργού, ιδίως σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, αποτελεί ένα πολύ ζωτικό παράγοντα που θα πρέπει να βαρύνει όταν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει σε απόφαση σε συγκεκριμένη θέση και αυτή η σύσταση δεν πρέπει να παραγνωρίζεται εύκολα. Αν η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι για συγκεκριμένο λόγο αυτή η σύσταση δεν μπορεί να υιοθετηθεί τότε, κατά κανόνα, ο προϊστάμενος ή άλλος εμπλεκόμενος
Καθιερώθηκε, λοιπόν, έκτοτε και ισχύει σταθερά ως τώρα πως η προαγωγή άλλου από εκείνον που συστήνει ο προϊστάμενος χρειάζεται ειδική αιτιολογία. Αιτιολογία ως προς τί όμως αν η σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο προσδιοριστικό αξίας; Νοείται ειδική αιτιολογία για απόκλιση από ενδεχόμενη διαπίστωση του προϊσταμένου ως προς το ποιός, δια της ως τότε απόδοσής του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως μπορεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τη διαπιστώσει αυτοτελώς ο ίδιος, είναι πιό άξιος; Και γιατί να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα σύσταση με τέτοιο περιεχόμενο στην περίπτωση θέσεων που απαιτούν ειδικές γνώσεις και ικανότητες για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων; Συνάγεται, νομίζουμε, πως αυτή ακριβώς η παραπομπή, στις γνώσεις και στις ικανότητες δηλαδή που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, προσδιόρισε έκτοτε τη φύση της σύστασης, ως γνώμης αναφορικά με το ποιός είναι ο πιό κατάλληλος για τη συγκεκριμένη θέση. Και, πάντως, θεωρούμε πως για να συζητούμε για σύσταση από τη μια και για δυνατότητα αυτή να μήν ακολουθηθεί από την άλλη θα πρέπει οι δυο φορείς, ο προϊστάμενος και η ΕΔΥ, να λειτουργούν ομοειδώς. Από τη μια η γνώμη του Προϊσταμένου και από την άλλη η υπερκείμενη, τηρουμένων των όρων που τίθενται, γνώμη της ΕΔΥ ως προς τον καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη κενή θέση.
Από τις αποφάσεις που ακολούθησαν θα ξεχωρίζαμε εκείνη του Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην
Georghios Gavriel v. Republic (1971) 3 CLR 185. Τέθηκε τότε ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο ο Διευθυντής μπορούσε να αναφερθεί μόνο στα αντίστοιχα υπέρ και κατά του καθενός υποψηφίου (merits and demerits) χωρίς να προβαίνει και σε σύγκριση μεταξύ τους ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος. Με αναφορά στο άρθρο 44(3) του Ν. 33/67 και στην έννοια της "σύστασης" αποφασίστηκε:"Ι have no doubt in my mind that a head of department inevitably
Σε μετάφραση:
"Δεν διατηρώ στο μυαλό μου καμιά αμφιβολία ότι ο προϊστάμενος αναποφεύκτως οφείλει να συγκρίνει τα στοιχεία των υποψηφίων ως προς το ποιός είναι πλέον κατάλληλος για τη θέση σε σχέση με την οποία υπάρχουν υποψήφιοι για προαγωγή περισσότεροι του ενός· ιδίως όταν η θέση απαιτεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα και όπου όλοι υπηρετούν στο ίδιο τμήμα".
Προς την ίδια κατεύθυνση, αναλυτικά πλέον, κινήθηκε η απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στη
Makrides v. Republic (1983) 3 CLR 622. Θεωρούμε ιδιαιτέρως σημαντική αυτή την υπόθεση. Τέμνει το θέμα. Ο προϊστάμενος δεν γνώριζε τους υποψηφίους. Αυτοί υπηρετούσαν σε άλλα κυβερνητικά τμήματα και υπέβαλε σύσταση στηριγμένος μόνο στις εντυπώσεις που αποκόμισε από την προφορική συνέντευξη στην οποία τους υπέβαλε η ΕΔΥ. Αποδοκιμάστηκε αυτή η πορεία. Η αξία (merits) των υποψηφίων όπως την αποτύπωναν οι ετήσιες εκθέσεις τους ήταν πρωταρχικής σημασίας και, στη βάση του περιεχομένου των φακέλων που περιλάμβαναν και την εικόνα τους ως προς τα άλλα κριτήρια (προσόντα, αρχαιότητα), όφειλε να είχε συγκρίνει για να διατυπώσει άποψη αναφορικά με τον καταλληλότερο με γνώμονα τις απαιτήσεις του τμήματος ή της συγκεκριμένης θέσης του και των προσόντων (qualifications) που χρειάζονταν. Όπως ήταν ο ρόλος του. Που συνίσταται στην πλήρωση ενδεχόμενου κενού γνώσης, ως προς τα πιο πάνω, από την ΕΔΥ. Ενώ ο ίδιος είναι σε μοναδική θέση να τα γνωρίζει. Οπότε, προσθέτουμε, αποκτά και το νόημά της η νομολογία σύμφωνα με την οποία είναι ζωτικής σημασίας η σύσταση κυρίως όπου η κενή θέση απαιτεί εξειδικευμένη γνώση ή ικανότητα. Παραθέτουμε όλο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:"Under the system of public administration applicable in Cyprus, the manning of the public service and matters incidental thereto, are entrusted to the Public Service Commission, an independent body. Unlike other countries, appointments in the public service are not made by the departments concerned. That does not of course mean that government functionaries should be excluded from the process of appointing public officers. The Public Service Law, especially s.44(2), provides for their participation and makes their recommendations a factor of distinct importance. In this way, any gaps there may exist, in the knowledge of the Commission, about the requirements of a department and particular posts, are filled by the participation of the departmental head in the process of appointment.
A departmental head is in a unique position to appreciate the demands of a particular post and the qualifications necessary for the discharge of the duties carried by the post. A series of decisions established that the Public Service Commission must attach proper weight to his recommendations and heed them, unless they have reasons to the contrary, to be detailed in the decision of the Commission (see, inter alia, Lardis v. The Republic (1967) 3 CLR 64; Hadjiconstantinou v. The Republic (1973) 3 CLR 65; Petrides v. Public Service Commission (1975) 3 CLR 284).
Now, what are the duties of a departmental head? He must weigh all factors, set forth by law, bearing on the suitability of the competing candidates for appointment, that is, merits, qualifications and seniority (s.44(2)) - Law 33/67. When the applicants are members of the public service and seek promotion, their service record is of primary importance in discerning their merits, that is, establishing their ability, their performance at work and devotion to duty. The importance of confidential reports is such that one may be precluded from promotion if there is an affirmation in the last two confidential reports that he is unsuitable for promotion (s.44(1)(c)).
What is connoted by "recommendations", was the subject of discussion in Georghios Gavriel v. The Republic (1971) 3 CLR 186, 199. It signifies the duty to make an assessment of the suitability of a candidate on a consideration of all factors relevant to his merits, qualifications and seniority and, then, make a comparison of the candidates by reference thereto."
Σε μετάφραση:
"Στο πλαίσιο του συστήματος δημόσιας διοίκησης που εφαρμόζεται στην Κύπρο, η στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας και θέματα παρακολουθηματικά της, ανατίθενται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ένα ανεξάρτητο σώμα. Κατά διαφοροποίηση από άλλες χώρες, οι διορισμοί στη δημόσια υπηρεσία δε διενεργούνται από τα εμπλεκόμενα τμήματα. Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι κυβερνητικοί λειτουργοί πρέπει να αποκλείονται από τη διαδικασία του διορισμού δημόσιων υπαλλήλων. Ο Νόμος περί Δημόσιας Υπηρεσίας, ειδικά το άρθρο 44(2), προνοεί για τη συμμετοχή τους και καθιστά τις συστάσεις τους παράγοντα ξεχωριστής σημασίας. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, οποιαδήποτε κενά μπορεί να υπάρχουν στη γνώση της Επιτροπής, σχετικά με τις ανάγκες τμήματος και συγκεκριμένων θέσεων, πληρούνται με τη συμμετοχή του προϊστάμενου του τμήματος κατά τη διαδικασία του διορισμού.
Ο προϊστάμενος τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες συγκεκριμένης θέσης και τα αναγκαία προσόντα για την εκπλήρωση των καθηκόντων που επάγεται η θέση. Σειρά αποφάσεων θεμελιώνει ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας πρέπει να αποδίδει δέουσα βαρύτητα στις συστάσεις και να τις ακολουθεί, εκτός εάν έχει λόγο για το αντίθετο, που πρέπει να εξειδικεύονται στην απόφαση της Επιτροπής. [Βλ., μεταξύ άλλων.............
Tώρα, ποιά είναι τα καθήκοντα του προϊστάμενου τμήματος; Πρέπει να ζυγίσει όλους τους παράγοντες που τίθενται από το Νόμο που άπτονται της καταλληλότητας των συναγωνι-ζομένων υποψηφίων για διορισμό, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα (άρθρο 44(2) - Νόμος 33/67). ΄Οταν οι αιτητές είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και επιδιώκουν προαγωγή, το υπηρεσιακό τους μητρώο είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας κατά τη διαπίστωση της αξίας τους, δηλαδή, κατά τη διαπίστωση της ικανότητάς τους, της απόδοσής τους στην εργασία και της αφοσίωσής τους στο καθήκον. Η σημασία των εμπιστευτικών εκθέσεων είναι τέτοια ώστε κάποιος μπορεί να αποστερηθεί προαγωγής αν στις δυο τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις υπάρχει βεβαίωση ότι είναι ακατάλληλος για προαγωγή. [άρθρο 44(1)(c)]. Tί υποδηλώνεται με τις "συστάσεις" ήταν το αντικείμενο συζήτησης στη
Georghios Gavriel v. Republic (1971) 3 CLR 186, 199. Σημαίνει το καθήκον αποτίμησης της καταλληλότητας υποψηφίων αφού λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και, μετά, η σύγκριση των υποψηφίων με αναφορά σ΄αυτά.".
Στη βάση της ίδιας γραμμής, αν και χωρίς αναφορά σ΄αυτή κινήθηκε ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, στη Μytides and Another v. Republic (1983) 3 CLR
1096 που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην R. v. Haris (1985) 3 CLR 106 αλλά και ο Πικής, Δ., ακόμα πιο μετά, στην Spanos v. Republic (1985) 3 CLR 1826.Eν τούτοις, προηγήθηκαν, παρενεβλήθηκαν ή και ακολούθησαν άλλες αποφάσεις, περιλαμβανομένων και αποφάσεων της Ολομέλειας, με υποβόσκουσα άλλη αντίληψη η οποία απέληγε ουσιαστικά στην αναγνώριση της δυνατότητας να είναι η σύσταση και αυθύπαρκτο στοιχείο ως προς την αξία των υποψηφίων. ΄Οχι την εν γένει καταλληλότητά τους με αναφορά στις ιδιαίτερες ανάγκες της κενής θέσης. Οπότε, στη βάση τους, έχουμε ως δείκτη αυτής της αξίας και τις ετήσιες εκθέσεις αλλά, και την ανεξάρτητη πρόσθετη κρίση του προϊσταμένου, στηριγμένη σε όσα ο ίδιος λέγει ότι γνωρίζει ή του μετέφεραν αλλά, και στις δυο περιπτώσεις, μη αναγραμμένης οπουδήποτε. [βλ. μεταξύ άλλων,
Thalassinos v. Republic (1974) 3 CLR 290, Constantinou v. Republic (1984) 3 CLR 498, Mettas v. Republic (1985) 3 CLR 250, Savva and Others v. Republic (1988) 3 CLR 160, Stylianou and another v. Republic (1988) 3 CLR 1007, Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 CLR 2802, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 AAΔ 71, Ιωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατία (1993) 3 ΑΑΔ, 390]. Αυτές οι αποφάσεις δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης ανάλυσης και, πάντως, διαφοροποίησης της αντίληψης που ήταν διάχυτη στην άλλη νομολογία. Οι αναφορές σε σχέση με τη φύση των συστάσεων συχνά γίνονταν με παραπομπή στις προηγούμενες υποθέσεις αδιακρίτως, ως συμπλέουσες από κάθε άποψη.Διακρίνουμε ως το ρήγμα στον καθόλου μηχανισμό, όπως τον βρίσκουμε στη
Theodossiou και Μakrides, τον τρόπο με τον οποίο, στην πορεία, αντιμετωπίστηκε το κατά πόσο ο προϊστάμενος γνώριζε ή όχι προσωπικά τους υποψήφιους και στις λύσεις που δόθηκαν αναλόγως, που απέληξε στη θεώρηση πως η προσωπική γνώση που μεταφέρει ο προϊστάμενος, είτε είναι δική του είτε είναι το αποτέλεσμα των πληροφοριών που έπαιρνε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, συνιστά αυτοτελές στοιχείο που προσθέτει στην αξία. ΄Εχουμε υπόψη δυο υποθέσεις που ενδεχομένως επέδρασαν αλλά, όπως τις κατανοούμε, στόχευαν στην επίλυση άλλου θέματος. Στην Alexandros Christou and Others v. Republic 4 RSCC 1 κρίθηκε πως αφού ο προϊστάμενος μπορούσε να συστήσει και σύστησε μόνο όσους γνώριζε, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με την καταλληλότητα του μεγάλου αριθμού των άλλων υποψηφίων, τους οποίους δεν γνώριζε, η σύστασή του δεν μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση. Αυτό δεν το κατανοούμε ως απόφανση πως προϋποτίθεται προσωπική γνώση του προϊσταμένου αναφορικά με τους υποψήφιους ως όρος για τη διαμόρφωση βαρύνουσας σύστασης. Συνιστούσε αποδοκιμασία του μονομερούς χειρισμού που έγινε, χωρίς επέκταση όμως σε σχέση με τη λύση όπως την είδαμε στην υπόθεση Μakrides (ανωτέρω). ΄Oπως και στην περίπτωση της Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74. Εκεί ο προϊστάμενος δήλωσε πως δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει σύσταση επειδή οι υποψήφιοι ήταν διασκορπισμένοι σε όλη την Κύπρο και όχι όλοι υπό την εποπτεία του. Εν τούτοις, η ΕΔΥ συζήτησε το θέμα των προαγωγών μαζί του και σημείωσε πως συμφωνούσε και εκείνος ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο καταλληλότερος. Η Ολομέλεια αποδοκίμασε την πρόσδοση βάρους στην τελική του θέση και από την υπόθεση αυτή είναι αξιοσημείωτο και το εξής. Απορρίφθηκε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας για να καταδειχθεί διαφορά στον τρόπο αξιολόγησης από τους διαφορετικούς αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς αφού τονίστηκαν τα ακόλουθα: Οι δημόσιοι λειτουργοί στους οποίους ανατίθενται αυτά τα καθήκοντα πρέπει να θεωρείται ότι κρίθηκαν υπεύθυνοι, έμπειροι και αξιόπιστοι. Περαιτέρω, το άρθρο 44(3) του Νόμου προσδιόριζε και τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις ως στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη. Οπότε, η αποδοχή μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με εισαγωγή κατά την εφαρμογή του άρθρου 44(3) υποκειμενικού στοιχείου, πράγμα που θα μπορούσε να εκτρέψει σε πράγματι πολύ ολισθηρές ατραπούς.Από τις άλλες υποθέσεις αναφέρουμε τις ακόλουθες: Στην
Andreou v. Republic (1979) 3 CLR 379, ο Tριανταφυλλίδης, Π., έκρινε πως η ΕΔΥ μπορούσε με ασφάλεια να στηριχτεί στη σύσταση αφού ο προϊστάμενος γνώριζε την αξία (merits) και των δυο. Στη Savvas v. Republic (1980) 3 CLR 675 ο Χατζηαναστασίου, Δ., διαπίστωσε αιτία ακυρότητας επειδή μόνο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι και ο αιτητής υπηρετούσε στο τμήμα του προϊσταμένου. Στην Omeros Nissiotis v. Republic (1977) 3 CLR 388 o A. Λοΐζου, Δ., σε σχέση με τον ισχυρισμό πως ο προϊστάμενος δεν γνώριζε τους υποψηφίους προσωπικά, έκρινε πως θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε ενημερωθεί για την αξία τους. Προηγουμένως, στην Demetrios Hadji Vassiliou and Others v. Republic (1974) 3 CLR 130, στην ίδια γραμμή, έκρινε πως σύσταση στηριγμένη σε πληροφορίες δε σημαίνει απεμπόληση της αρμοδιότητας που ο νόμος παρέχει στον προϊστάμενο. Και η Ολομέλεια, στην Αndreas HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 CLR 477, ασφαλώς θεωρώντας ως απαραίτητο να είχε ο προϊστάμενος επαρκή γνώση της αξίας (merits) των υποψηφίων, εννοείται παράλληλης προς εκείνη που προκύπτει από τους φακέλους, έκρινε ως χωρίς σημασία το γεγονός ότι εκεί ο προϊστάμενος δεν ήταν ο προσυπογράφων στις εμπιστευτικές εκθέσεις λειτουργός. ΄Οπως εξηγήθηκε, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας, ο προϊστάμενος είχε συμβουλευθεί τον προσυπο-γράφοντα λειτουργό. Ενώ στην Thalassinos v. Republic (ανωτέρω) κρίθηκε από την Ολομέλεια όχι ως υποχρεωτικό αλλά ως επιθυμητό να παίρνει ο προϊστάμενος πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων. Αργότερα, στη Nicolaou and Another v. Republic (1981) 3 CLR 73 ο Χατζηαναστασίου, Δ., ακύρωσε την προαγωγή επειδή οι συστάσεις του αναπληρωτή που εκτελούσε χρέη προϊσταμένου στηρίχτηκαν σε πληροφορίες από τον αφυπηρετήσαντα προϊστάμενο. Ενώ θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί και ληφθεί από τον αντικαταστάτη του πριν αφυπηρετήσει και εκείνος. Αυτά, εννοείται, υπό τη βασική αντίληψη πως ο αναπληρωτής προϊστάμενος, ενώ ήταν ο αρμόδιος δυνάμει του νόμου, δεν ήταν σε θέση να προβεί σε σύσταση αφού δε γνώριζε ο ίδιος τους υποψηφίους.Kαι στη
Leonidou v. Republic (1986) 3 CLR 1918, o Πικής, Δ., με αναφορά στο συχνό φαινόμενο να μην έχουν οι προϊστάμενοι προσωπική γνώση για τους υφισταμένους τους, έκρινε πως μπορούν να αναφερθούν σ΄αυτούς νοουμένου ότι θα προβoύν στην απαραίτητη έρευνα στο τμήμα τους ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν γνώμη για την αξία της υπηρεσίας τους. [Βλ. επίσης Κazamias and Others v. Public Service Commission (1984) 3 CLR 1498, Kotsonis and Another v. Republic (1985) 3 CLR 710, Polycarpou and Others v. Republic (1985) 3 CLR 2395, Argyrides v. Republic (1992) 3 AAΔ 376]. Από την άλλη, η λύση που δόθηκε στη Soteriades and Others v. Republic (1987) 3 CLR 1604, παραπέμπει σε άλλη θεώρηση. Ο προϊστάμενος δεν είχε προσωπική γνώση για τους υποψηφίους. Μόλις είχε διοριστεί και δεν ήταν επειδή πήρε ή τεκμαιρόταν ότι πήρε πληροφορίες που επικυρώθηκε η απόφαση για προαγωγή του συστηθέντος. Ο προϊστάμενος είχε στηριχθεί στους φακέλους (service records) των υποψηφίων και αυτό κρίθηκε από τον Πική, Δ., ως αποδεκτή έρευνα.Ενόσω ίσχυε ο Ν. 33/67 δεν απαιτείτο από το Νομοθέτη η αιτιολόγηση των συστάσεων. Παγίως όμως εθεωρείτο πως εφόσον ο προϊστάμενος αιτιολογούσε, το Ανώτατο Δικαστήριο έλεγχε την αιτιολογία του. Σε κάθε περίπτωση όμως, η βαρύτητα της σύστασης ήταν συναρτημένη προς το περιεχόμενο των φακέλων. Ως αποκαλυπτικό της συνολικής εικόνας των υποψηφίων αλλά και ως προσδιοριστικό των ιδιαίτερων σημείων στη βάση των οποίων αιτιολογήθηκε η σύσταση. Και, σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση μεταξύ των δυο απέληγε υπέρ της διαχρονικής εικόνας ή αποτίμησης. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της
Republic v. Koufettas (1985) 3 CLR 1950 και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Στυλιανίδης, Δ.:"This Court in the exercise of its judicial control and considering the validity of a promotion scrutinizes the reasons given for the recommendations of the Head of the Department in order to ascertain whether they are consistent with the overall picture presented by the confidential reports of the applicant and the interested parties."
Σε μετάφραση:
Αυτό το Δικαστήριο κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου και κατά την εξέταση του κύρους προαγωγής εξονυχίζει τους λόγους που δίδονται για τις συστάσεις του προϊσταμένου ώστε να βεβαιωθεί κατά πόσο συνάδουν με την καθόλου εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών".
Διεξήλθε, λοιπόν, η Ολομέλεια τις εμπιστευτικές εκθέσεις και αντιπαρέβαλε το περιεχόμενό τους προς όσα συνέθεταν την αιτιολογία της σύστασης. Διαπιστώθηκε σύγκρουση μεταξύ τους και κρίθηκε πως η σύσταση θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί. Αυτά, με τη ρητή πρέπει να σημειώσουμε σύνδεση της σύστασης προς την αξία ως του ενός από τα τρία καθιερωμένα κριτήρια. Στην πραγματικότητα, όπως επισήμανε η Ολομέλεια, ήταν η σύσταση που έκλινε την πλάστιγγα ως προς αυτό το κριτήριο υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Επομένως, εγείρονται θεμελιακά ερωτήματα. Αν η σύσταση μπορεί να είναι και ξεχωριστό, αυθύπαρκτο στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας με την πιο πάνω έννοια, προς τί η δοκιμασία του βάρους της με αναφορά στις ετήσιες εκθέσεις; Και πώς αυτά συμβιβάζονται με την αγνόησή της στο βαθμό που συγκρούεται προς αυτές; Από την άλλη, γιατί να θεωρείται ότι προσθέτουν στην αξία οι συστάσεις όταν μεταφέρουν εκείνο που ήδη προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις, αφού θεωρείται όρος για την πρόσδοση βάρους στις συστάσεις η εναρμόνισή τους προς τις ετήσιες εκθέσεις; Και πώς αυτά εντάσσονται στην άλλη γραμμή της νομολογίας μας πως δεν μπορεί να έχει βάρος μια σύσταση που απλώς αναπαράγει τα στοιχεία των φακέλων; [Βλ. Ιoannidou
and Others v. Republic (1984) 3 CLR 1283 που υιοθετήθηκε και σε σχέση με τη δημόσια υπηρεσία].Το πρόβλημα οξύνθηκε όταν πλέον ο Ν. 1/90, με το άρθρο 35(4), στην περίπτωση θέσης προαγωγής, επέβαλε να είναι αιτιολογημένες οι συστάσεις. Για μια περίοδο οι προϊστάμενοι αιτιολογούσαν με γενική αναφορά, χωρίς άλλες εξειδικεύσεις, στα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αυτό δεν έγινε δεκτό. Δε συνιστούσε αιτιολογία όπως την απαιτούσε ο Νόμος, η οποία θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί δικαστικώς. Ακολούθησαν συστάσεις οι οποίες, πλέον, περιλάμβαναν εξειδικευμένους λόγους. Οπότε, σε κάθε περίπτωση, προέκυπτε το ζήτημα της εναρμόνισής τους προς το περιεχόμενο των
φακέλων.Στη Στυλιανού και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387 η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά ο προϊστάμενος σύστησε με εξειδίκευση ιδιοτήτων, όπως τις διαπίστωσε μετά από έρευνα που έκαμε. Η αντιπαραβολή τους προς τις ετήσιες εκθέσεις έδειχνε πως δεν ήταν επιτρεπτό να εξειδικευθούν τέτοιες ιδιότητες ως στοιχεία υπέρ του συστηθέντος. Οπότε κρίθηκε εύλογη η αγνόησή τους από την ΕΔΥ. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας. Θεωρούμε ότι αγγίζει ορισμένα από τα προβλήματα που ανέκυπταν από την αντίληψη πως η σύσταση είναι στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας, ως κριτηρίου:
"Από την άλλη, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί παράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Η σύσταση, κατά το Νόμο [βλ. άρθρο 34(9) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90)], προέρχεται από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος δηλαδή του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση, ο οποίος μπορεί να είναι άλλος από τον προϊστάμενο που είχαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας μπορούσε να έχει άμεση γνώση για τον αιτητή όχι όμως και για το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο υπηρετούσε σε διαφορετικό τμήμα. ΄Επεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους. Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει
Στη Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 75 η Ολομέλεια επανήλθε στο θέμα. Ο προϊστάμενος προέβη σε σύσταση με αιτιολογία συναρτημένη προς συγκεκριμένη ιδιότητα. Η ΕΔΥ έκρινε πως αυτή δεν συνήδε προς τις βαθμολογίες και τις κρίσεις του ίδιου του προϊσταμένου στις εμπιστευτικές εκθέσεις, σε ανύποπτο χρόνο. Αποφάσισε να την αγνοήσει και επικυρώθηκε αυτή η απόφασή της. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας:
"Είναι πράγματι έργο του Διευθυντή, η επισήμανση των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων, που κατά την κρίση του, αναδεικνύουν τον ένα υποψήφιο καταλληλλότερο από τους άλλους, ενόψει των απαιτήσεων της κενής θέσης. ΄Ομως είναι τα στοιχεία του φακέλλου και ιδίως οι εκθέσεις που αποτελούν τον κατ΄εξοχήν δείκτη των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που στην πράξη, δια μέσου της απόδοσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν. Εξ ου και η σταθερή νομολογία μας σύμφωνα με την οποία, η βαρύτητα στις συστάσεις εξαρτάται και από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου. Και πράγματι συγκρούεται προς αυτά τα στοιχεία η αναφορά του Διευθυντή σε προστριβές και άλλα, ως συμπτώματα των αδυναμιών του Παντελή Γεωργίου όταν στις εμπιστευτικές εκθέσεις, για να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα παραδείγματα που κατέγραψε η ΕΔΥ στις παραγράφους "Συνεργασία/Σχέσεις" και "Χαρακτήρ" βαθμολογήθηκε ως "διακρινόμενος εις τον ανώτατον δυνατόν βαθμόν τον εγγίζοντα την τελειότητα". Ως προς δε το Ν. Σιούερ ήταν ανεπίτρεπτη, ως επίσης μη συνάδουσα προς τα στοιχεία, η διάσπαση της αξιολόγησής του στις εμπιστευτικές εκθέσεις, όπως την επιχείρησε ο Διευθυντής."
Εν τούτοις, στη Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 ΑΑΔ 422 η Ολομέλεια αναγνώρισε ως προσδιοριστική της αξίας και τα όσα ο προϊστάμενος μεταφέρει ως την εικόνα των υποψηφίων, στη βάση της προσωπικής γνώσης και των πληροφοριών που παίρνει από αρμόδιους συνεργάτες του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Καλλής, Δ.:
"Έχουμε την άποψη πως αυτή η μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται ο προϊστάμενος ενός Τμήματος του παρέχει την ευχέρεια να προβεί σε συστάσεις με βάση την εικόνα των υποψηφίων όπως ο ίδιος την έχει σχηματίσει μέσα από την προσωπική του γνώση ή μέσα από πληροφορίες που πήρε από αρμόδιους συνεργάτες του."
Σ΄αυτό το πλαίσιο έκρινε ως μή επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση της ΕΔΥ να μην ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου.
Τα περιστατικά της υπόθεσης Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2374 ημερομηνίας 15.9.99 ανέδειξαν τη φύση των προβλημάτων που δημιουργούσε η αναγνώριση δυνατότητας χρήσης της προσωπικής γνώσης του προϊσταμένου και των πληροφοριών που παίρνει. Σε τελική ανάλυση, η αναγνώριση να είναι η σύσταση ξεχωριστή πηγή, ανεξάρτητη από τους φακέλους, ως προς τις ιδιότητες και τις ικανότητες που οι υποψήφιοι, δια της ασκήσεως των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν. Εκεί η σύσταση δεν εμφανίστηκε ως συνάδουσα με τους φακέλους. Ευθέως ο προϊστάμενος αναγνώρισε πως οι φάκελοι δεν έδειχναν ότι η συστηθείσα ήταν ανώτερη από την αιτήτρια ως προς τις ιδιότητες και ικανότητες που επισήμανε ως λόγους για την προαγωγή της. Οι αξιολογήσεις των δυο ήταν οι ίδιες και επειδή προέρχονταν από διαφορετικούς λειτουργούς, προέβη σε δική του έρευνα. Συζήτησε το θέμα με τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και, ενόψει των πληροφοριών που πήρε και της δικής του προσωπικής γνώσης, κατέληξε πως ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων, η συστηθείσα υπερείχε στις ιδιότητες-ικανότητες που προσδιορίστηκαν. Δεν έγινε δεκτός αυτός ο χειρισμός και θα παραθέσουμε, και σ΄αυτή την περίπτωση, αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας:
«Στις υποθέσεις
Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται κατά περίπτωση, ενόψει των πιο πάνω, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφορών που αναδεικνύουν οι εκθέσεις, να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.
Στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω), (1994) 3 ΑΑΔ 3
87 αναφέρθηκαν συναφώς και τα ακόλουθα:"Έπεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους".
Σημειώνουμε πως στην πιο πάνω υπόθεση η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή και υπό συζήτηση ήταν η επάρκεια των λόγων που έδωσε γι΄αυτή την επιλογή της. Η Ολομέλεια επικύρωσε την απόφασή της και επισήμανε τη διάσταση μεταξύ της γνώμης που ο διευθυντής διατύπωσε για ορισμένη ιδιότητα μετά από 'έρευνα', προς την εξαίρετη αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου γι΄αυτή, στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Σε τελική ανάλυση η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία του φακέλου. (Βλ. συναφώς
Republic v. Koufettas (1985) 3 CLR 1950, Τάκης Κ. Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ΑΕ 1589 ημερομηνίας 18.6.96 και Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2037 ημερομηνίας 20.11.98).Η εφεσείουσα θέτει και άλλα επί μέρους ερωτήματα, ιδίως σε σχέση με τη δυνατότητα διαμόρφωσης συγκριτικής κρίσης από ατομικές, για τον κάθε υποψήφιο, απόψεις προϊσταμένων και αξιολογούντων λειτουργών. Επίσης, σε σχέση με το αξιόπιστο της προσωπικής γνώσης που επικαλείται ο διευθυντής, όταν αναφερόμαστε σε τόσο μεγάλο αριθμό λειτουργών που υπηρετούσαν σε διαφορετικούς χώρους. Για τους λόγους που εξηγήσαμε πάσχει στη ρίζα της η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλα.»
Ακολούθησε η Αναστάσιος Π. Κουάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας ΑΕ 2402 ημερομηνίας 11.11.99. Ο προϊστάμενος είδε ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερομένων προσώπων που δεν προέκυπταν από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Εκεί όλοι οι υποψήφιοι ήταν ίσοι. Αυτό, κατ΄επίκληση της προσωπικής του γνώσης και των πληροφοριών που πήρε. Aναγνωρίστηκε πως υπήρχε νομολογία που επέτρεπε τη χρήση αυτών των πηγών. Εξήγησε, όμως, η Ολομέλεια, με την απόφαση που εξέδωσε ο Αρτέμης, Δ., πως:
"Δεν είναι όμως επιτρεπτό, όπως προκύπτει από άλλη νομολογία, να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψήφιου ιδιότητες για θέματα τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα με κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων."
Ακριβώς με παραπομπή στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και αφού ως προς τις ιδιότητες που επισημάνθηκαν οι ενδιαφερόμενοι ήταν ίσοι, σε τελική ανάλυση η σύσταση συγκρουόταν προς το περιεχόμενο των φακέλων. Και κατέληξε ως εξής η απόφαση:
"Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο."
΄Ηταν προς την ίδια κατεύθυνση και οι αποφάσεις της Ολομέλειας που αμέσως ακολούθησαν. [Βλ. και Παναγιώτης Σταυρινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2434 ημερομηνίας 20.3.00,
Πέτρος Μεστάνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2582 ημερομηνίας 15.3.01, και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ιακωβίδη κ.α. ημερομηνίας 15.3.01]. Προσθέτουμε πως στην υπόθεση Μεστάνας (ανωτέρω) υιοθετήθηκε και η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Κωνσταντίνου και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1047/97 κ.α. ημερομηνίας 21.3.00. ΄Οπου, στη βάση της νομολογίας όπως διαμορφώθηκε, προσδιορίστηκε ως ακολούθως το έργο του προϊσταμένου:"Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης."
Εκδόθηκαν όμως στη συνέχεια άλλες αποφάσεις, πάλιν από την Ολομέλεια, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στη Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2692 ημερομηνίας 27.2.01, με παραπομπή στην προηγούμενη νομολογία, κρίθηκε παραδεκτή η αναζήτηση από τους προϊσταμένους, όπως εξηγείται στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Π.,
"πληροφοριών για την υπηρεσιακή απόδοση υφιστάμενου προσωπικού, προς μορφοποίηση της προσωπικής του άποψης για την αξία των υποψηφίων".
Στη Βάσος Ν. Μέζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2752 ημερομηνίας 11.4.01, η σύσταση, διαμορφωμένη όπως ήταν και από διαβουλεύσεις με τους άμεσα προϊσταμένους, κρίθηκε πως ενίσχυε την υπεροχή των ενδιαφερόμενων προσώπων σε αξία, οπότε εύλογα μπορούσε να κριθεί ότι αντισταθμιζόταν το πλεονέκτημα που παρείχε στον εφεσείοντα το πρόσθετο προσόν. Στη Θεμιστοκλής Χρίστου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2733 ημερομηνίας 7.5.01, όμως με αναφορά και στη Μakrides (ανωτέρω), κρίθηκε πως η σύσταση είναι "σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως που άπτεται της αξίας των υποψηφίων".
Αυτή η διαφοροποιημένη προσέγγιση επισημάνθηκε από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή ΑΕ 2767 ημερομηνίας 20.9.01. Σημειώθηκε το γεγονός ότι οι μόλις προαναφερθείσες τρεις αποφάσεις εκδόθηκαν χωρίς αναφορά στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου και τις άλλες που την ακολούθησαν, "για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους". Με την προσθήκη πως δεν διέκρινε έδαφος "για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου". (Βλ. συναφώς και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού ΑΕ 3209 ημερομηνίας 15.2.02, Χριστάκης Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2829 κ.α. ημερομηνίας 26.9.01 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέας Χατζηβασιλείου κ.α. ΑΕ. 3007 ημερομηνίας 8.4.02].
Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην ΕΔΥ υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτές αντικατοπτρίζουν την αποτίμηση της ποιότητας, όπως την αναδεικνύει η εκτέλεση των καθηκόντων τους, και τους γνωστοποιούνται. Εν πάση περιπτώσει, όπως προβλέπει το άρθρο 50(2), δε συντάσσεται δυσμενής υπηρεσιακή έκθεση πριν δοθεί στον
υπάλληλο η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.Οι υπηρεσιακές εκθέσεις, όπου είναι δυνατό, συντάσσονται από τριμελή ομάδα αξιολόγησης. Με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990 (ΚΔΠ 386/90) καθορίζεται ο σκοπός της αξιολόγησης, η σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης και ο τύπος των υπηρεσιακών εκθέσεων. Είναι και τα τρία σχετικά προς το συζητούμενο θέμα. Όπως καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση αποβλέπει
"στη διαπίστωση, εκτίμηση και προσδιορισμό του βαθμού της καταλληλότητας των υπαλλήλων για προαγωγή".
Στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης συμμετέχουν ο διοικητικά προϊστάμενος και ο άμεσα προϊστάμενος του κάθε υποψηφίου. Ως τρίτο μέλος μπορεί να είναι είτε ο προϊστάμενος του τμήματος στον οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο συγκεκριμένος υπάλληλος όταν είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον διοικητικά προϊστάμενο, ή άλλος ιεραρχικά ανώτερός του όπως καθορίζεται, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με την εργασία του. ΄Αλλες πρόνοιες ρυθμίζουν την περίπτωση αδυναμίας σύστασης
τέτοιας τριμελούς ομάδας. "Άμεσα προϊστάμενος", σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις των Κανονισμών«σημαίνει το λειτουργό ο οποίος εποπτεύει τον αξιολογούμενο υπάλληλο και κατέχει θέση ψηλότερη από αυτόν και ο οποίος λόγω των καθηκόντων του έχει άμεση γνώση της εργασίας του αξιολογούμενου υπάλληλου και μπορεί να εκφέρει υπεύθυνη και έγκυρη γνώμη για την υπηρεσιακή του απόδοση και τις ικανότητές του, ο δε όρος περιλαμβάνει και το διοικητικά προϊστάμενο».
Και
«"διοικητικά προϊστάμενος" σημαίνει τον προϊστάμενο του οικείου κλάδου ή υποδιαίρεσης της υπηρεσίας ή τον Προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο αξιολογούμενος υπάλληλος».
Στον τύπο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων (Μέρος ΙΙ στους Κανονισμούς) υπό τον τίτλο "Εκτίμηση της Επαγγελματικής Αξίας του Υπαλλήλου" καθορίζονται τα στοιχεία αξιολόγησης, με συγκεκριμένη ανάλυση για το καθένα. Αυτά είναι:
Επαγγελματική κατάρτιση, απόδοση, υπηρεσιακό ενδιαφέρον, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, συνεργασία/σχέσεις, συμπεριφορά προς τους πολίτες, διευθυντική/διοικητική ικανότητα. Συναφώς το έντυπο περιλαμβάνει και κρίση αναφορικά με την καταλληλότητα του αξιολογούμενου υπαλλήλου για προαγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Νόμου, κατά την προαγωγή, η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπόψη και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων αλλά και αιτιολογημένες συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση. Προϊστάμενος τμήματος, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις, σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτερη θέση στο Τμήμα, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις προσδιορίζεται και ειδικά. Αυτός ο προϊστάμενος, φυσιολογικά θα λέγαμε, δε θα γνωρίζει ή ενδεχομένως δεν θα γνωρίζει τα υπέρ και τα κατά των υπαλλήλων από προσωπική γνώση. Γιατί, λοιπόν, ο νομοθέτης να αναθέτει τη σύσταση στον προϊστάμενο του τμήματος αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι αυτή προσθέτει στην αξία με την έννοια που εξηγήσαμε; Και με ποιά λογική θα αποδώσουμε στο Νόμο περιεχόμενο σύμφωνα με το οποίο, ενώ αυτός ο προϊστάμενος εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει ή έστω ενδεχομένως δεν έχει προσωπική γνώση, θα προβαίνει σε σύσταση που θα προσθέτει στην αξία, βασιζόμενος σε πληροφορίες που παίρνει; Και πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό να ενταχθεί στο Νόμο αυτός ο κύκλος; Να έχουμε δηλαδή επίσημα καταγραμμένες, μάλιστα διαχρονικά, τις αξιολογήσεις εκείνων που γνωρίζουν και στο τέλος αυτές να ζητούνται εκ νέου, για τους σκοπούς συγκεκριμένης διαδικασίας; Και πώς θα αναμένεται ή θα δικαιολογείται αυτοί να πουν οτιδήποτε το διαφορετικό από ό,τι ήδη κατέγραψαν; Και πώς αυτά που θα αναφέρουν ή που θα τεκμαίρεται ότι έχουν αναφέρει, χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα στους φακέλους, θα δικαιολογείται να προσλαμβάνουν τη σπουδαία σημασία που αποδίδεται στη σύσταση; Και τί νόημα θα είναι δυνατό να έχει η διαμόρφωση σύστασης στη βάση πληροφοριών από τους άμεσα προϊσταμένους όταν η σύσταση εμπεριέχει σύγκριση και ο κάθε άμεσα προϊστάμενος από τον οποίο λαμβάνονται οι πληροφορίες, θα είναι δυνατό να αναφερθεί μόνο σε όσους εκείνος γνωρίζει; Aλλά και στην περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι είναι γνωστοί στον προϊστάμενο που έχει το καθήκον της σύστασης, γιατί να δικαιολογείται η θεώρηση πως η προσωπική του γνώση, θεσμικά άγραφη ως τότε, θα έχει τέτοια σημασία;
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε στο φαινόμενο της ισοπέδωσης των υπαλλήλων κατά τις ετήσιες αξιολογήσεις τους. Όπως ανέφερε, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους αξιολογούνται γενικά ως εξαίρετοι και αυτό καθιστά το έργο του προϊσταμένου δύσκολο. Οπότε, όπως ήταν η εισήγησή του, θα μπορούσε να δικαιολογείται κάποιας μορφής διορθωτική παρέμβαση δια της σύστασης. Με την αναγνώριση δυνατότητας, για να μή θεωρείται ότι ανατρέπονται οι αξιολογήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενδιάμεσων διαβαθμίσεων των εξαιρέτων ή των πολύ καλών κλπ., αναλόγως. Εννοείται, χωρίς αυτά να είναι οπουδήποτε καταγραμμένα. Θα έχουν λεχθεί για πρώτη φορά για τους σκοπούς της προαγωγής. Κατ΄επίκληση είτε προσωπικής γνώσης είτε πληροφοριών που λήφθηκαν. Από ποιούς όμως; Από εκείνους που υποτίθεται ότι δεν έκαμαν καλά τη δουλειά τους ευθύς εξ αρχής και κατά τον κύκλο που προαναφέραμε. Και χωρίς στήριξη της άποψης πως θα ήταν δυνατό να προσδιορίζεται περιεχόμενο στο Νόμο άλλο από εκείνο που δικαιολογούν οι διατάξεις του, ανάλογα με το πόσο επιτυχημένος ή αποτυχημένος είναι ο τρόπος της εφαρμογής του. Προσθέτουμε πως ακριβώς όμοια εισήγηση υποβλήθηκε και στην Πογιατζή (ανωτέρω), χωρίς όμως να γίνει δεκτή.
Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.
Στην παρούσα υπόθεση ο προϊστάμενος προέβη σε σύσταση ως ακολούθως:
«Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα, περιλαμβανομένης της άριστης γνώσης των οικονομικών και επιχειρηματικών προβλημάτων της Κύπρου.
Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στο Τμήμα. Με βάση τα όσα ανέφερα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωσης θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτήν, συστήνω για προαγωγή τους Καφά Αντώνιο και Κωμοδρόμο Ανδρέα.
Ο Καφάς Αντώνιος έχει άριστες οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, επιδεικνύει πρωτοβουλία κατά την άσκηση των καθηκόντων του και διεκπεραιώνει το έργο του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς λάθη. ΄Εχει εξαίρετο χαρακτήρα και συνεργάζεται άριστα τόσο με τους συναδέλφους του όσο και με τα πρόσωπα που εξυπηρετούνται από το ΚΕΠΑ. Επιδεικνύει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στα καθήκοντά του και αποδίδει πολύ αποτελεσματικά στην εργασία του.
Ο Κωμοδρόμος Ανδρέας έχει ηγετικές ικανότητες που τον διακρίνουν από τους άλλους συναδέλφους του. Είναι κοινωνικός, συνεργάσιμος και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι ιδιότητές του αυτές τον βοηθούν να φέρει σε πέρας την εργασία του με άριστα αποτελέσματα. Εντοπίζει εύκολα τα προβλήματα, εκεί που υπάρχουν, και προτείνει συγκεκριμένες και αποδοτικές λύσεις.
Οι συστηθέντες, από πλευράς αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους υποψηφίους. Ορισμένοι υποψήφιοι που ακολουθούν σε αρχαιότητα έχουν για μια μόνο χρονιά κατά τα τελευταία έτη (1992) ελαφρά καλύτερες αξιολογήσεις, όμως η αναφορά που έκαμα για τις συγκεκριμένες ιδιότητες και την καταλληλότητα των δύο συστηθέντων, πιστεύω ότι υπερκαλύπτει την πολύ μικρή διαφορά στην αξιολόγηση, η οποία δυνατόν και να οφείλεται στο γεγονός ότι οι υποψήφιοι αξιολογούνται από διαφορετικά κλιμάκια αξιολόγησης. Εν πάση περιπτώσει, οι συστηθέντες κατά τα τελευταία χρόνια είναι καθόλα εξαίρετοι. Πιστεύω ότι οι υποψήφιοι τους οποίους συστήνω θα βοηθήσουν πάρα πολύ το έργο του Κέντρου Παραγωγικότητας, λόγω των γνώσεων, εμπειριών και δυνατοτήτων που έχουν.»
Όσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ΄ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. ΄Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2037 ημερομηνίας 20.11.98). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δυο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα. Συνυπολογίστηκε κατά την τελική επιλογή, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας και η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Νικήτας, Δ.
Αρτέμης, Δ.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Καλλής, Δ.
Κραμβής, Δ.
ΧατζηΧαμπής, Δ.
C:\My Documents\2002\PART3\2852.doc