ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 56
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2891
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών
Μεταξύ
:-Ανδρέα Σωτηριάδη, από τη Λευκωσία,
Εφεσείοντος-Ενδιαφερόμενου Μέρους
- και -
Παντελή Θεοφυλάκτου,
Εφεσίβλητου-Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ' ων η Αίτηση
------------------------
15 Φεβρουαρίου,
2002Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος: Α. Ευσταθίου (κα).
Ο Εφεσίβλητος - Αιτητής - Παντελής Θεοφυλάκτου - εμφανίζεται
προσωπικά.
Για τους Καθ' ων η Αίτηση: Καμιά εμφάνιση.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Και τα δύο επίδικα θέματα περιστρέφονται γύρω από τις αρχές της ισότητας και την εφαρμογή τους στην προκείμενη υπόθεση. Το πρώτο αφορά το παραδεκτό της διάκρισης, η οποία γίνεται μεταξύ του χρόνου που τίθεται από τις παραγράφους (α) και (β), αντίστοιχα, του ΄Αρθρου 3 του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου του 1993, (Ν. 41(Ι)/93), (ο «Νόμος»), για την αποδοχή ακαδημαϊκών προσόντων στη δημόσια εκπαίδευση.
Το ΄Αρθρο 3 του Νόμου καθιστά παραδεκτά, για σκοπούς διορισμού στο δημόσιο, ιδρύματα ή σχολεία, πανεπιστημιακά διπλώματα, αναγνωρισμένα στις χώρες στις οποίες εκδίδονται:-
«..., ανεξάρτητα από το αν -
(α) Μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της οποίας ο αντίστοιχος κλάδος δεν είναι εκπαιδευτικά αξιολογη-μένος - πιστοποιημένος, δεδομένου όμως ότι οι σπουδές στην ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο που οδήγησαν στην απόκτηση του ως άνω αναφερόμενου σχετικού διπλώματος ή τίτλου άρχισαν πριν από ή κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1992 - 1993
. και(β) η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού, δεδομένου ότι η περίοδος σπουδών που οδήγησε στην απόκτηση του διπλώματος ή τίτλου άρχισε πριν από τις 29 Σεπτεμβρίου, 1989.»
Σημειώνεται ότι, με το Ν. 69(Ι)/96, τροποποιητικό νόμο, το ακαδημαϊκό έτος για τους σκοπούς του ΄Αρθρου 3(α) μετατίθεται σε εκείνο του 1997 - 1998.
Το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η διάκριση, η οποία γίνεται στο χρόνο απόκτησης των αντίστοιχων προσόντων
, πλήττει την αρχή της ισότητας. Από την κρίση του θέματος εξαρτάται το παραδεκτό της υποψηφιότητας του εφεσίβλητου για διορισμό σε θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Δημοτική Εκπαίδευση.Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διάκριση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, εφόσον αυτή δεν εδράζεται σε, ή δε συναρτάται με οποιαδήποτε βάσιμη διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών προσόντων.
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κρίθηκε μεμπτή και, κατ' επέκταση, ακυρώθηκε, εστιάζεται στην αποδοχή της υποψηφιότητας ενός των ενδιαφερομένων προσώπων, το οποίο απέκτησε τα προσόντα του βάσει του ΄Αρθρου 3(β) του Νόμου, αλλά, όπως και ο εφεσίβλητος, σε ημερομηνία μεταγενέστερη του 1989. Τοιουτοτρόπως, παραβιάστηκε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτελεί την άλλη πτυχή της αρχής της ισότητας.
Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου καταλήγει ότι, σε καμιά από τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας. Διάφορη είναι η δική μου θέση. Συμφωνώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και στις δύο περιπτώσεις. Παρακάτω, εξηγώ τους λόγους μου.
1. Το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα σ' όλη της την έκταση στον πολιτειακό και τον κοινωνικό χώρο. Επιβάλλει την ισονομία και την ίση μεταχείριση των πολιτών ως θεμελιώδη υποχρέωση της πολιτείας, αποκλειομένης κάθε μορφής διάκρισης.
Αποκλείονται διακρίσεις που στερούνται λογικού ερείσματος - (βλ.
3. ΄Οπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε, το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας - (βλ.
Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928 και Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Β) 127).
4. Κριτήριο για το αποδεκτό ή μη της διαφορετικότητας νομικών ρυθμίσεων είναι η ύπαρξη ή μη ομοιογένειας μεταξύ των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου στις δύο περιπτώσεις. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου όσο και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου - (βλ. Πρόεδρος της Δημοκ. ν. Βουλής (Αρ.2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931
. Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, 129-130. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 534/97 κ.ά. 23/12/99, (απόφαση Ολομέλειας). Δημοκρατία ν. Χαραλαμπίδη, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2795, 21/6/01).Δείκτη για τον προσδιορισμό της ομοιογένειας αποτελεί η ουσία των πραγμάτων και όχι η εμφάνιση ή η αρίθμησή τους - (βλ.
Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294, 298-299. Πρόεδρος της Δημοκ. ν. Βουλής (Αρ. 2), (ανωτέρω), 1938, 1939).Μπορεί να σημειωθεί ότι η αρχή της ισότητας, όπως έχει δικαστικά ερμηνευθεί, αντανακλάται και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), του οποίου το ΄Αρθρο 38(3) προβλέπει:-
«Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων.»
Ερώτημα
:Υπάρχει, στην προκείμενη περίπτωση, ομοιογένεια μεταξύ των κατηγοριών των προσόντων που κτώνται βάσει του ΄Αρθρου 3(α), αφενός, και 3(β) του Νόμου, αφετέρου, καθώς και των υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι απέκτησαν τα προσόντα;
Η απάντηση είναι θετική. Η ομοιογένεια μεταξύ τους προκύπτει από το γεγονός ότι τα προσόντα, τα οποία κτώνται και στις δύο περιπτώσεις, αναγνωρίζονται από τις χώρες, στις οποίες λειτουργούν οι πανεπιστημιακές σχολές ή τα ιδρύματα που τα παρέχουν. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι παραδεκτή φοίτηση για την απόκτηση των προσόντων σε ιδρύματα στην Κύπρο.
Ερωτάται:-
Το γεγονός ότι η φοίτηση γίνεται στην περίπτωση (α) μερικώς στην Κύπρο, που μπορεί θεωρητικά να φτάνει και το 95% του συνόλου της, και στην περίπτωση (β) εξ' ολοκλήρου στην Κύπρο, θέτει τις δύο περιπτώσεις σε ξεχωριστές κατηγορίες; Και οι δύο κατηγορίες έχουν ως κοινό παρονομαστή την παροχή ακαδημαϊκών προσόντων από ιδρύματα ξένων χωρών και την αναγνώρισή τους από τις χώρες στις οποίες εκδίδονται. Επομένως, οι δύο περιπτώσεις είναι ομοιογενείς.
Τα κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο χωρεί, κατά λογική συνέπεια, διάκριση μεταξύ των δύο, κατά τα άλλα, ομοιογενών κατηγοριών υποκειμένων και αντικειμένων του νόμου, με αναφορά -
(α) στην ημερομηνία κτήσης των προσόντων
(β) στη διάρκεια της φοίτησης στην Κύπρο.
Κατά την κρίση μου, δε χωρεί διάκριση. Ως προς το χρόνο, η διάκριση είναι ολότελα αυθαίρετη. Το ουσιώδες, και στις δύο περιπτώσεις, είναι ότι το πτυχίο ή ο τίτλος εκδίδεται από αναγνωρισμένη σχολή ξένης χώρας. Δε στοιχειοθετείται, ούτε πιθανολογείται διαφορά μεταξύ των προσόντων, ανάλογα με το χρόνο που εκδόθηκαν. Για ανάλογους λόγους, απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο
να διακρίνει τη φύση ή την υπόσταση των πτυχίων ή των τίτλων, ανάλογα με τη διάρκεια της εκπαίδευσης για την κτήση τους στην Κύπρο. ΄Ο,τι προέχει, και στις δύο περιπτώσεις, είναι η παροχή του τίτλου, του πτυχίου ή του διπλώματος από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σχολή ξένης χώρας. Δεν υφίσταται ο,τιδήποτε, το οποίο να καταδεικνύει ότι υπάρχει διαφορά στο επίπεδο των σπουδών, ανάλογα με τη διάρκεια της φοίτησης στην Κύπρο, για την απόκτηση του σχετικού ακαδημαϊκού προσόντος.Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η απόφαση κρίθηκε τρωτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι και πάλιν παραδεκτός. Ο λόγος έγκειται σε τούτο: Η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για την κρίση των προσόντων των υποψηφίων
. μεταχειρίζεται τους υποψηφίους κατ' άνισο τρόπο, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος.Το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος καθιστά αυτοτελή λόγο ακύρωσης διοικητικών αποφάσεων την αντίθεσή τους προς το Σύνταγμα.
Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι, στην κυριολεξία, αντισυνταγματική. Παρά το ότι ο εφεσίβλητος και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ευρίσκοντο στην ίδια θέση, σε σχέση με το χρόνο κτήσης των προσόντων τους και τη φοίτησή τους στην Κύπρο, οι δύο υποψήφιοι έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος
.Για τους λόγους που έχω εκθέσει, θα απέρριπτα την έφεση μετ' εξόδων.
Γ.Μ. Πικής,
Π.
/ΜΠ