ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 1144
20 Δεκεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΘΕΟΤΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Η ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2925)
Αστυνομική Δύναμη ― Πειθαρχική ποινή ― Έφεση στο Συμβούλιο Εφέσεων ― Υποβολή της έφεσης στο Συμβούλιο αντί στον Αρχηγό, κατά παράβαση του Κανονισμού 28(3)(β) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89), επουσιώδης παρατυπία.
Αστυνομική Δύναμη ― Πειθαρχική ποινή ― Έφεση στο Συμβούλιο Εφέσεων και αύξηση της χρηματικής ποινής σε αναγκαστική απόλυση ― Δεν ελέγχεται η αυστηρότητα της ποινής, αλλά η επιβολή της εντός των πλαισίων της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου.
Ο εφεσείων προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων να του επιβάλει την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η αρμοδιότητα και η αποκλειστική αρμοδιότητα επί της έφεσης είναι εκείνη του Συμβουλίου Εφέσεων. Ο κανονισμός 28(2) είναι ρυθμιστικός και σαφής προς τούτο.
Πρόδηλο είναι ότι ο κανονισμός 28(3)(β) δεν ρυθμίζει οποιαδήποτε αρμοδιότητα του Αρχηγού παρά μόνο τη διαδικαστική υποβολή της έφεσης σε αυτόν, λαμβανομένου μάλιστα υπ' όψη ότι ο Αρχηγός είναι πάντοτε και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό 27. Η πρόνοια για υποβολή της έφεσης στον Αρχηγό δεν υπέχει οποιεσδήποτε διαστάσεις ουσίας. Η δε προϋπόθεση άσκησης αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφέσεων είναι η ίδια η υποβολή της έφεσης.
2. Έγινε εισήγηση ότι, με την αύξηση της ποινής από το Συμβούλιο Εφέσεων, δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας διότι η επιβληθείσα ποινή ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και επαχθής και βαρύτατα δυσανάλογη των αδικημάτων και της ποινής που αρχικά επιβλήθηκε, χωρίς να δοθεί ειδική, σαφής και πειστική αιτιολογία για επιβολή της και ανατροπή της ποινής που είχε επιβάλει η Επιτροπή.
Ούτε στην εισήγηση αυτή διαπιστώνεται έρεισμα. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το δυσανάλογο της ποινής δεν κρίνεται βέβαια σε συνάρτηση με την αρχικά επιβληθείσα ποινή (απεναντίας, ήταν ακριβώς η ουσιαστική ανεπάρκεια της αρχικά επιβληθείσας ποινής που κρίθηκε ότι δικαιολογούσε την παρέμβαση του Συμβουλίου Εφέσεων), αλλά με τα ίδια τα δεδομένα της υπόθεσης. Και ως προς τούτο, η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων εμπεριέχει πλήρη αιτιολογία της απόφασης του σε σχέση με τα δεδομένα της υπόθεσης και τις προεκτάσεις τους στα πλαίσια των κρινόμενων αδικημάτων. Είναι δε σαφής και καλά καθιερωμένη η αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα, αυτή καθ' αυτή, πειθαρχικής ποινής ή την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο που έχει την αποκλειστική κρίση για επιλογή της ποινής, παρά μόνο εξετάζει αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, που περιλαμβάνει βέβαια και την αρχή της αναλογικότητας. Η απόφαση ήταν αιτιολογημένη και δεν εξήρχετο των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου Εφέσεων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κούτσιου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987,
Αζίνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 584/98) ημερομηνίας 27/9/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της επιβολής σ' αυτόν από το Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Ξ. Ευγενίου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το υπόβαθρο της έφεσης ανάγεται σε πειθαρχική υπόθεση της Αστυνομίας, στην οποία υπηρετούσε ο Εφεσείων, εναντίον του το 1996. Κατηγορείτο για τρία αδικήματα, ιδιωτική απασχόλησή του, διατήρηση καταστήματος από μέλος της οικογένειας του χωρίς να δώσει γραπτή ειδοποίηση στον Αρχηγό της Αστυνομίας, και ανάρμοστη συμπεριφορά του. Τα αδικήματα αφορούσαν επιχείρηση μπυραρίας της συζύγου του Εφεσείοντα στην οποία ο ίδιος συμμετείχε. Ο Εφεσείων παραδέχθηκε την ενοχή του ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής η οποία επιλήφθηκε των κατηγοριών, η δε Επιτροπή του επέβαλε τις ποινές της κατακράτησης μιας ετήσιας προσαύξησης, £50 προστίμου και £200 προστίμου αντίστοιχα. Η Αστυνομία δεν θεώρησε τις επιβληθείσες ποινές επαρκείς και τις εφεσίβαλε με έφεση που καταχώρησε ο Βοηθός Αρχηγός της. Το αρμόδιο Συμβούλιο Εφέσεων δέχθηκε την έφεση και επέβαλε στον Εφεσείοντα την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Εναντίον αυτής της απόφασης είναι που ο Εφεσείων καταχώρησε προσφυγή, εναντίον της απόφασης απόρριψης της οποίας καταχώρησε στη συνέχεια την έφεση.
Δύο θέματα παρέμειναν προς εξέταση ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος επελήφθη της προσφυγής σε πρώτο στάδιο:
1. Το ότι η έφεση υποβλήθηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Εφέσεων και όχι στον Αρχηγό.
2. Το ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων δεν αιτιολογείτο.
Ο αδελφός μας Δικαστής απέρριψε τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα και ως προς τα δύο θέματα. Ως προς το πρώτο, έκρινε ότι, αν και, αυστηρά θεωρούμενη, η έφεση θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Κανονισμό 28(3)(β) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/89), να απευθυνόταν στον Αρχηγό και όχι απ΄ευθείας στο Συμβούλιο Εφέσεων, "επρόκειτο εδώ για μια εντελώς επουσιώδη παρατυπία. Και είναι χωρίς ενδοιασμό που καταλήγω ότι η έφεση ήταν έγκυρη." (σ.4) Ως προς το δεύτερο θέμα, θεώρησε λογική την προσέγγιση του Συμβουλίου Εφέσεων, παρατηρώντας ότι το Συμβούλιο Εφέσεων συνέδεσε τα στοιχεία σε συνάρτηση με τις προεκτάσεις τους, πράγμα που δεν είχε κάνει η Επιτροπή, "Για να καταλήξει ρεαλιστικά σε εκείνο στο οποίο κατέτειναν στην πραγματικότητα." (σ.5).
Οι δύο εναπομείναντες λόγοι έφεσης αφορούν αντίστοιχα τα πιο πάνω θέματα. Ως προς το πρώτο, η εισήγηση είναι ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η υποβολή της Έφεσης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Εφέσεων αντί στον Αρχηγό συνιστούσε απλή παρατυπία που δεν επηρέαζε το κύρος της απόφασης. Η μη τήρηση του κανονισμού 28(3)(β), λέγεται, συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου εφ' όσον αφορούσε προϋπόθεση άσκησης αρμοδιότητας, με αποτέλεσμα η έφεση να ήταν εξ υπαρχής άκυρη.
Η άποψη μας ταυτίζεται με εκείνη του αδελφού μας Δικαστή. Η αρμοδιότητα και η αποκλειστική αρμοδιότητα επί της έφεσης είναι εκείνη του Συμβουλίου Εφέσεων. Ο κανονισμός 28(2) είναι ρυθμιστικός και σαφής προς τούτο:
"28.-(2)Σε περίπτωση που ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) θεωρήσει ότι σε οποιαδήποτε υπόθεση για αδίκημα η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανεπαρκής, μπορεί να την εφεσιβάλει ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιβολής της ποινής."
Ο κανονισμός 28(3)(β) στον οποίο βασίζεται η προκειμένη εισήγηση προνοεί:
"28.-(3)(β) Οποιαδήποτε έφεση, που ενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του παρόντα Κανονισμού, πρέπει να είναι γραπτή, να περιέχει με λεπτομέρεια τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή εδράζεται και να υποβάλλεται από τον Αστυνομικό Διευθυντή μέσω του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ανάλογα με την περίπτωση στον Αρχηγό."
Πρόδηλο είναι ότι ο κανονισμός 28(3)(β) δεν ρυθμίζει οποιαδήποτε αρμοδιότητα του Αρχηγού παρά μόνο τη διαδικαστική υποβολή της έφεσης σε αυτόν, λαμβανομένου μάλιστα υπ΄όψη ότι ο Αρχηγός είναι πάντοτε και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό 27. Η πρόνοια για υποβολή της έφεσης στον Αρχηγό δεν υπέχει οποιεσδήποτε διαστάσεις ουσίας. Η δε προϋπόθεση άσκησης αρμοδιότητας του Συμβουλίου Εφέσεων είναι η ίδια η υποβολή της έφεσης. Η προκειμένη υπόθεση σαφώς διαφοροποιείται από την Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίσθηκε για τον Εφεσείοντα. Εκεί η απόφαση της πλειοψηφίας βασίσθηκε στη διαπίστωση παράβασης ουσιώδους τύπου και αναρμοδιότητας του υποβάλλοντος την πρόταση για μετάθεση εφ΄όσον δεν υπήρχε οπουδήποτε καταγραμμένη η απόφαση στην οποία στηρίχθηκε το υποβληθέν αίτημα για μετάθεση. Εδώ δεν τίθεται θέμα αναρμοδιότητας, είτε του Βοηθού Αρχηγού που υπέβαλε την έφεση είτε του Συμβουλίου Εφέσεων που της επιλήφθηκε, αλλά ούτε και ουσιώδους τύπου ως προς την υποβολή της έφεσης στον Αρχηγό. Και κάτι άλλο ακόμα. Στην προκειμένη περίπτωση η έφεση υπεβλήθη όχι στο Συμβούλιο Εφέσεων αλλά στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Εφέσεων. Εφ΄όσον ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων είναι πάντοτε ο Αρχηγός, μπορεί να λεχθεί ότι η έφεση είναι ουσιαστικά, αν όχι φραστικά, στον Αρχηγό που υπεβλήθη εν πάση περιπτώσει.
Ως προς το δεύτερο θέμα, η εισήγηση είναι ότι, με την αύξηση της ποινής από το Συμβούλιο Εφέσεων, δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας διότι η επιβληθείσα ποινή ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και επαχθής και βαρύτατα δυσανάλογη των αδικημάτων και της ποινής που αρχικά επιβλήθηκε, χωρίς να δοθεί ειδική, σαφής και πειστική αιτιολογία για επιβολή της και ανατροπή της ποινής που είχε επιβάλει η Επιτροπή.
Ούτε στην εισήγηση αυτή διαπιστώνουμε έρεισμα. Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι το δυσανάλογο της ποινής δεν κρίνεται βέβαια σε συνάρτηση με την αρχικά επιβληθείσα ποινή (απεναντίας, ήταν ακριβώς η ουσιαστική ανεπάρκεια της αρχικά επιβληθείσας ποινής που κρίθηκε ότι δικαιολογούσε την παρέμβαση του Συμβουλίου Εφέσεων), αλλά με τα ίδια τα δεδομένα της υπόθεσης. Και ως προς τούτο, όπως υπέδειξε ο αδελφός μας Δικαστής, η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων εμπεριέχει πλήρη αιτιολογία της απόφασης του σε σχέση με τα δεδομένα της υπόθεσης και τις προεκτάσεις τους στα πλαίσια των κρινόμενων αδικημάτων. Είναι δε σαφής και καλά καθιερωμένη η αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα, αυτή καθ' αυτή, πειθαρχικής ποινής ή την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο που έχει την αποκλειστική κρίση για επιλογή της ποινής, παρά μόνο εξετάζει αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, που περιλαμβάνει βέβαια και την αρχή της αναλογικότητας (ίδε Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, και την εκεί αναφερόμενη νομολογία). Στην ενώπιον μας περίπτωση τόσο η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων όσο και τα εξ αντικειμένου στοιχεία της ενώπιον του υπόθεσης καταδεικνύουν ότι η απόφαση ήταν αιτιολογημένη και δεν εξήρχετο των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου Εφέσεων.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.