ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 967
15 Νοεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2843)
Στρατός της Δημοκρατίας ― Άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν.40/64) ― Αφορά σε ανάκριση που διεξάγεται προς το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος ― Η χρησιμοποίηση του υλικού ανάκρισης που έγινε για πειθαρχική διαδικασία, με την επίκληση του Άρθρου 24, με σκοπό την άσκηση αρμοδιότητας εκ νέου από τον Αρχηγό, παρά την ακυρωτική απόφαση που έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο όργανο, παραβίασε το δεδικασμένο.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε εκ νέου η απόφαση του Αρχηγού να επιβάλει πειθαρχική ποινή στον εφεσίβλητο, σε διαδικασία επανεξέτασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο εφεσείων προσέβαλε την αρχική απόφαση με την προσφυγή αρ. 37/97 στην οποία, με απόφαση ημερ. 23 Δεκεμβρίου 1997, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι βάσει των Κανονισμών 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64) όπως τροποποιήθηκαν, η αρμοδιότητα για λήψη απόφασης επί του θέματος δεν ανήκε στον Αρχηγό.
Έγινε επανεξέταση. Κατά την οποία ανέλαβε και πάλι αρμοδιότητα ο ίδιος ο Αρχηγός. Αυτή τη φορά προέβη σε νέα διατύπωση πειθαρχικών παραπτωμάτων σε σχέση όμως με ακριβώς τα όσα είχαν προκύψει από την ίδια ανάκριση. Το έπραξε κατ' επίκληση νομοθετικής διάταξης - το Άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα Ν. 40/64 - ενώ κατά την πρώτη εξέταση βασίστηκε στις πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών.
Εκείνο που κυρίως απασχόλησε στη δεύτερη προσφυγή ήταν το κατά πόσο η μόνη διεξαχθείσα ανάκριση είχε ως σκοπό τη διερεύνηση ενδεχομένου ποινικής ευθύνης. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η καταφατική απάντηση, την οποία πρότεινε, θα σήμαινε ότι δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή, με την οποία το Δικαστήριο συμφωνεί πλήρως, ότι εξ αρχής το ζήτημα θεωρήθηκε πειθαρχικό, όχι ενδεχομένως και ποινικό, βεβαιώνεται και από τον χειρισμό στον οποίο προέβη ο Αρχηγός κατά την πρώτη εξέταση. Και αντίθετη να ήταν η απάντηση, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό. Η δικαστική ακύρωση της πρώτης απόφασης δεν έγινε στο κενό. Έγινε με συγκεκριμένη βάση, τα δεδομένα της οποίας, νομικά και πραγματικά, δεν μπορούσαν κατά την επανεξέταση να μεταβληθούν ή να αναταξινομηθούν για να αποκτήσει ο Αρχηγός αρμοδιότητα εκεί που ήδη κρίθηκε ότι δεν είχε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 739/98) ημερομηνίας 11/5/99 με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς βρήκε τον αιτητή και πάλι ένοχο διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος και του επέβαλε στις 17/7/98, κατόπιν επανεξέτασης, φυλάκιση δέκα ημερών.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Οικονομίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv.vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ως αποτέλεσμα του πορίσματος ανάκρισης που διενεργήθηκε σε σχέση με επεισόδιο κατά το οποίο στρατιώτης φυλακίου της Εθνικής Φρουράς πυροβολήθηκε και φονεύθηκε από τις Τουρκικές δυνάμεις όταν εισήλθε στην ουδέτερη ζώνη της περιοχής Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία, καταλογίστηκε στον εφεσείοντα η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος με τα εξής:
".... ως Διοικητής του 2ου Λόχου του 211 ΤΠ δεν ελάβατε τα απαραίτητα μέτρα για να πληροφορείσθε όπως οφείλατε την κατ' επανάληψη είσοδο οπλίτη της Υπομονάδος σας στην ουδετέρα ζώνη και συνομιλία του με τους απέναντι Τούρκους σκοπούς. Δεν εμπεδώσατε το ανάλογο πνεύμα στους υφιστάμενους σας με συνέπεια την εκμετάλλευση ανοχής του Στρτη Παναγή Στέλιου εκ μέρους των συναδέλφων του με αποτέλεσμα την δολοφονία του από Τούρκο στρατιωτικό την 03 0620 Ιουν. 96".
Την περίπτωση ανέλαβε ο ίδιος ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς και στις 16 Δεκεμβρίου 1996 έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο. Του επέβαλε 20ήμερη φυλάκιση.
Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 37/97 στην οποία, με απόφαση ημερ. 23 Δεκεμβρίου 1997, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι βάσει των Κανονισμών 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64) όπως τροποποιήθηκαν, η αρμοδιότητα για λήψη απόφασης επί του θέματος δεν ανήκε στον Αρχηγό. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι άμεσα σχετικό:
"Προκύπτει λοιπόν ότι αρμοδιότητα είχε εν προκειμένω μόνο ο διοικητής της μονάδος του αιτητή και όχι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Ο Αρχηγός, ας σημειωθεί, ανέλαβε αρμοδιότητα κατ΄ επίκληση της επελθούσας μετάθεσης του αιτητή σε νέα μονάδα. Φαίνεται να θεώρησε ότι εφόσον ο διοικητής της προηγούμενης μονάδος δεν είχε πλέον σχέση με τον αιτητή και ο διοικητής της νέας μονάδος δεν είχε σχέση με ό,τι προκάλεσε το συμβάν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί "διοικών αξιωματικός" για σκοπούς του ισχυριζόμενου παραπτώματος. Οπόταν επενέβη ο ίδιος για να καλύψει το κενό. Πρόκειται βέβαια περί έκδηλου σφάλματος."
Έγινε επανεξέταση. Κατά την οποία ανέλαβε και πάλι αρμοδιότητα ο ίδιος ο Αρχηγός. Αυτή τη φορά προέβη σε νέα διατύπωση πειθαρχικών παραπτωμάτων σε σχέση όμως με ακριβώς τα όσα είχαν προκύψει από την ίδια ανάκριση. Το έπραξε κατ' επίκληση νομοθετικής διάταξης - το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα Ν. 40/64 - ενώ κατά την πρώτη εξέταση βασίστηκε στις πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών. Ο Αρχηγός, με απόφαση ημερ. 17 Ιουλίου 1998, βρήκε και πάλι ένοχο τον εφεσείοντα. Του επέβαλε φυλάκιση μόνο δέκα ημερών. Ο εφεσείων προσέβαλε και αυτή την απόφαση.
Προβλέπεται στο άρθρο 124 ότι όπου διεξάγεται ανάκριση η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 118, αποβλέπει στη "συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ίνα βεβαιωθή η τέλεσις αδικήματος και αποφασισθή εάν πρέπει να εισαχθή τις εις δίκην επί τούτω" και ο Αρχηγός, στον οποίο υποβάλλονται τα αποτελέσματα, κρίνει "... ότι δεν υπάρχουσιν εναντίον του υπό κατηγορίαν προσώπου ενδείξεις τελέσεως ποινικού τινος αδικήματος ή ότι τα βεβαιωθέντα γεγονότα δεν συνιστώσιν αξιόποινον πράξιν, αλλά συνιστώσι πειθαρχικήν παράβασιν θέτει την δικογραφίαν εις το αρχείον επιβάλλων τας υπό των πειθαρχικών κανονισμών του στρατού προβλεπομένας πειθαρχικάς κυρώσεις ....".
Εκείνο που κυρίως απασχόλησε στη δεύτερη προσφυγή ήταν το κατά πόσο η μόνη διεξαχθείσα ανάκριση είχε ως σκοπό τη διερεύνηση ενδεχομένου ποινικής ευθύνης. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η καταφατική απάντηση, την οποία πρότεινε, θα σήμαινε ότι δεν παραβιάστηκε δεδικασμένο. Ο συνάδελφός μας, που πρωτόδικα εξέτασε το ζήτημα, έδωσε αρνητική απάντηση. Ανέφερε τα εξής:
"Όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ευθύς εξ αρχής η εξέταση που αφορούσε στον αιτητή σχετιζόταν με πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, όχι ποινικού αδικήματος. Το άρθρο επομένως 124 του πιο πάνω Νόμου, και η επίκληση του από το Διοικητή, δεν του έδιδε αρμοδιότητα να πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση."
Με την έφεση αμφισβητείται αυτή η κατάληξη.
Η διαπίστωση του συναδέλφου μας, με την οποία συμφωνούμε πλήρως, ότι εξ αρχής το ζήτημα θεωρήθηκε πειθαρχικό, όχι ενδεχομένως και ποινικό, βεβαιώνεται και από τον χειρισμό στον οποίο προέβη ο Αρχηγός κατά την πρώτη εξέταση. Προσθέτουμε δε πως και αντίθετη να ήταν η απάντηση, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό. Η δικαστική ακύρωση της πρώτης απόφασης δεν έγινε στο κενό. Έγινε με συγκεκριμένη βάση, τα δεδομένα της οποίας, νομικά και πραγματικά, δεν μπορούσαν κατά την επανεξέταση να μεταβληθούν ή να αναταξινομηθούν για να αποκτήσει ο Αρχηγός αρμοδιότητα εκεί που ήδη κρίθηκε ότι δεν είχε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.