ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 915
9 Νοεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΦΙΛΟΘΕΗ ΜΟΥΡΤΖΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2759)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Ειδική αιτιολογία για απόκλιση από αυτές ― Έκδηλη αρχαιότητα και εύρος υπηρεσίας αποτελούν κριτήρια στα οποία μπορεί να βασιστεί η Ε.Δ.Υ. για απόκλιση από τη σύσταση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Έκδηλη υπεροχή ― Αναφορά του Δικαστηρίου στην μη απόδειξη έκδηλης υπεροχής έγινε εκ του περισσού ― Δεν αφορούσε την επάρκεια της αιτιολογίας.
Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντί της ιδίας, που είχε υπέρ της τη σύσταση του Προϊσταμένου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας, αποφάσισε ότι:
1. Η υπεροχή σε αρχαιότητα και σε εύρος υπηρεσίας των ενδιαφερομένων μερών μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητικό λόγο για απόκλιση από τη σύσταση. Ο έλεγχος που ασκεί το Ακυρωτικό Δικαστήριο είναι έλεγχος νομιμότητας και σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αντικαθιστά την απόφαση του διορίζοντος οργάνου με τη δική του διακριτική ευχέρεια. Η σύσταση του Προϊστάμενου δεν επαυξάνει την αξία ενός υποψήφιου, αλλά αποτελεί σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που άπτεται της αξίας των υποψήφιων. Η σύσταση είναι η έκφραση της άποψης του Διευθυντή ως προς την καταλληλότητα των υποψήφιων για εκπλήρωση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης.
Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι η αναφορά της Επιτροπής στο εύρος της υπηρεσίας είναι κριτήριο εκτός των θεσμοθετημένων. Το εύρος της υπηρεσίας σχετίζεται βέβαια με την πείρα που οι υποψήφιοι κατέχουν και συνεπώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποτίμησης της αξίας τους.
Οι λόγοι που η Επιτροπή έδωσε για απόκλιση από τη σύσταση του Προϊστάμενου ικανοποιούν πλήρως τις σχετικές απαιτήσεις της νομολογίας. Τα υπέρτερα προσόντα της εφεσείουσας δεν θεμελιώνουν από μόνα τους υπεροχή, αφού δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, ενώ αντίθετα η διαφορά στο εύρος υπηρεσίας και στην αρχαιότητα μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικοί λόγοι απόκλισης από τη σύσταση.
2. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής για επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Ειδικά στάθηκε η εφεσείουσα στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείκτηκε έκδηλη υπεροχή. Όσα λέχθηκαν σχετικά ήταν εκ του περισσού και δεν αναφέρονταν στο αιτιολογικό της απόφασης. Το Δικαστήριο ανέλυσε τα επιχειρήματα του δικηγόρου της εφεσείουσας και προχώρησε να εκθέσει και τις σκέψεις του για τις προϋποθέσεις απόδειξης έκδηλης υπεροχής, απλώς για να καταλήξει ότι δεν αποδείκτηκε κάτι τέτοιο.
3. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι συνήθως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και συνεπώς δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη αιτιολόγηση της απόφασης. Όσον αφορά τα άλλα επιχειρήματα της έφεσης επί του ιδίου θέματος, αρκεί να λεχθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά έχουν απαντηθεί σε σωρεία προηγούμενων αποφάσεων και κανένας πρακτικός λόγος δεν υπάρχει για επανάληψή τους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,
Ιωαννίδη v. Ε.Δ.Υ (1997) 3 Α.Α.Δ. 265,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 788/97) ημερομηνίας 30/11/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Επισκέπτριας Αδελφής, 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της προαγωγής έξι προσώπων στη μόνιμη θέση Επισκέπτριας Αδελφής, 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 4.6.1997, επανεξέτασε το θέμα και απεφάσισε μετά από την καθιερωμένη διαδικασία να προαγάγει στη θέση τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη. Προσφυγή που ασκήθηκε εναντίον της προαγωγής απορρίφθηκε πρωτόδικα στις 30.11.1998.
Η εφεσείουσα, παρά το γεγονός ότι είχε εξασφαλίσει τη σύσταση του Προϊστάμενού της, δεν κρίθηκε κατάλληλη για προαγωγή, για τους λόγους που εξήγησε η Επιτροπή.
Με την παρούσα έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή για απόκλισή της από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν ειδική και ικανοποιούσε συνεπώς τις σχετικές απαιτήσεις της νομολογίας. Τονίζεται επίσης ότι η εφεσείουσα υπερείχε καταφανώς σε προσόντα, αρχαιότητα και αξία, δεδομένου ότι είχε υπέρ της τη σύσταση που προσαυξάνει την αξία. Σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, η αρχαιότητα, το μόνο κριτήριο που επικαλείται η Επιτροπή, πέραν του ότι αμφισβητήθηκε, δεν αρκεί και δεν αποτελεί ειδική αιτιολογία.
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είχε πράγματι συστήσει για προαγωγή την εφεσείουσα. Η Επιτροπή δικαιολογώντας τη δική της επιλογή, σημείωσε ότι η εφεσείουσα διέθετε υψηλότερα προσόντα από τις άλλες υποψήφιες, προσόντα που μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσόντα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επισημαίνοντας όμως ότι τους αποδόθηκε μικρή βαρύτητα, αφού τα προσόντα αυτά δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Σύμφωνα με την Επιτροπή η εφεσείουσα δεν επιλέγηκε γιατί υστερούσε των επιλεγεισών σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση και ενώ δεν υστερούσε σε αξία, υστερούσε ουσιαστικά σε εύρος υπηρεσίας.
Η εφεσείουσα, η οποία πράγματι είναι ισότιμη σε αξία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατέχει τη θέση της Επισκέπτριας Υγείας 2ης τάξης από την 1.8.1986, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη από 15.2.1985. Η διαφορά στην ημερομηνία διορισμού στην προηγούμενη θέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι πολύ μεγάλη, αγγίζει δε και τα 11 χρόνια, η δε διαφορά στην ημερομηνία πρώτου διορισμού φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις και τα 30 χρόνια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι λαμβανομένης υπ΄ όψιν της πιο πάνω εικόνας η κρίση της Επιτροπής για υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι της εφεσείουσας σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση και σε ουσιαστική υπεροχή σε εύρος υπηρεσίας, δικαιολογείται πλήρως από το ενώπιόν της υλικό.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 79, αποφασίστηκε ότι όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία, η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Προϊστάμενου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι σε αξία και προσόντα, η σύσταση του Προϊστάμενου θα πρέπει απαραίτητα να κλίνει υπέρ του αρχαιότερου.
Στην παρούσα περίπτωση η υπεροχή σε αρχαιότητα και σε εύρος υπηρεσίας των ενδιαφερομένων μερών μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητικό λόγο για απόκλιση από τη σύσταση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι ο έλεγχος που ασκεί το Ακυρωτικό Δικαστήριο είναι έλεγχος νομιμότητας και σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αντικαθιστά την απόφαση του διορίζοντος οργάνου με τη δική του διακριτική ευχέρεια. Θα πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι η σύσταση του Προϊστάμενου δεν επαυξάνει την αξία ενός υποψήφιου, αλλά αποτελεί σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που άπτεται της αξίας των υποψήφιων (Ιωαννίδη ν. Ε.Δ.Υ., Α.Ε. (1997) 3 Α.Α.Δ. 265, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23). Η σύσταση είναι η έκφραση της άποψης του Διευθυντή ως προς την καταλληλότητα των υποψήφιων για εκπλήρωση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης.
Όπως εύστοχα παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αιτιολογία της απόκλισης πρέπει να είναι τέτοια που να παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα συγκεκριμένα στοιχεία για διακρίβωση της νομιμότητας της απόκλισης.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή λανθασμένα έδωσε βαρύτητα στο εύρος της υπηρεσίας των ενδιαφερομένων μερών, αφού είναι στοιχείο εξωγενές, αγνοώντας τα ενώπιόν της αντικειμενικά στοιχεία κρίσης.
Δεν συμφωνούμε ότι η αναφορά της Επιτροπής στο εύρος της υπηρεσίας είναι κριτήριο εκτός των θεσμοθετημένων. Το εύρος της υπηρεσίας σχετίζεται βέβαια με την πείρα που οι υποψήφιοι κατέχουν και συνεπώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποτίμησης της αξίας τους.
Από όλα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω καταλήγουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι λόγοι που η Επιτροπή έδωσε για απόκλιση από τη σύσταση του Προϊστάμενου ικανοποιούν πλήρως τις σχετικές απαιτήσεις της νομολογίας. Τα υπέρτερα προσόντα της εφεσείουσας δεν θεμελιώνουν από μόνα τους υπεροχή, αφού δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, ενώ αντίθετα η διαφορά στο εύρος υπηρεσίας και στην αρχαιότητα μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικοί λόγοι απόκλισης από τη σύσταση.
Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής για επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Ειδικά στάθηκε η εφεσείουσα στην αναφορά του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείκτηκε έκδηλη υπεροχή. Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσείουσα έφερε το βάρος να αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Όσα λέχθηκαν σχετικά ήταν εκ του περισσού και δεν αναφέρονταν στο αιτιολογικό της απόφασης. Το Δικαστήριο ανέλυσε τα επιχειρήματα του δικηγόρου της εφεσείουσας και προχώρησε να εκθέσει και τις σκέψεις του για τις προϋποθέσεις απόδειξης έκδηλης υπεροχής, απλώς για να καταλήξει ότι δεν αποδείκτηκε κάτι τέτοιο.
Τέλος η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε σε έξοδα χωρίς το Δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι συνήθως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και συνεπώς δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη αιτιολόγηση της απόφασης. Όσον αφορά τα άλλα επιχειρήματα της έφεσης επί του ιδίου θέματος, αρκεί να λεχθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά έχουν απαντηθεί σε σωρεία προηγούμενων αποφάσεων και κανένας πρακτικός λόγος δεν υπάρχει για επανάληψή τους.
Η έφεση απορρίπτεται, με £500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.