ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 761

20 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. HOMUS DEVELOPMENT LTD,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΨΥΛΛΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2762)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Εκτίμηση γεγονότων ανήκει στη διοίκηση ― Επέμβαση δικαστηρίου μόνο εφόσον διαπιστωθεί υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας.

Οδοί και Οικοδομές ― Αίτηση ανανέωσης άδειας οικοδομής ― Βάσει του Άρθρου 5 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου ― Επιτρέπεται μόνο βάσει των περιοριστικών όρων του Άρθρου 9.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση την ακύρωση της απόφασης απόρριψης του αιτήματός της για ανανέωση της άδειας οικοδομής της.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η εκτίμηση των γεγονότων είναι έργο της διοίκησης.  Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση που η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας υπό την έννοια ότι η διατύπωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία.  Εύλογα επιτρεπτή είναι η απόφαση στην οποία θα μπορούσε να καταλήξει ένα λογικό πρόσωπο με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση, ανεξάρτητα αν ένα άλλο πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση.

2.      Στην προκείμενη περίπτωση η διακριτική ευχέρεια του εφεσίβλητου Δήμου δυνάμει του Άρθρου 5(5) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, δεν είναι απεριόριστη. Η εξουσία επιβολής νέων όρων υπόκειται στους περιορισμούς του Άρθρου 9 του νόμου όπου ρητά καθορίζονται οι όροι τους οποίους η αρμόδια αρχή έχει διακριτική εξουσία να τροποποιεί ή να επιβάλλει.  Πρόκειται περί της λεγόμενης δεσμευτικής αρμοδιότητας της διοίκησης την οποία ο Δακτόγλου στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Γ΄έκδ., σελ. 169-170, ορίζει ως εξής:

"Δεσμευμένη μπορεί να είναι η αρμοδιότητα της διοικήσεως και όταν της χορηγεί μεν ο Νόμος διακριτική ευχέρεια, αλλά, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, μόνο μία λύση ήταν δυνατή (συστολή της διακριτικής ευχέρειας)."

     Ο εφεσίβλητος Δήμος, κατόπιν ορθής εκτίμησης όλων των στοιχείων και γεγονότων που είχε ενώπιόν του κατέληξε στη λήψη της καθόλα νόμιμης και ευλόγως επιτρεπτής επίδικης απόφασης.  Είναι αυτονόητο πως ούτε το θέμα του περιορισμού των ορόφων ούτε αυτό των συντελεστών δόμησης θα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της αίτησης για ανανέωση με βάση το άρθρο 5(5) του νόμου, ενόψει των περιοριστικών προνοιών του άρθρου 9 του νόμου οι οποίες δεν παρέχουν στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε εξουσία επιβολής όρων υπό μορφή π.χ. μείωσης του αριθμού των ορόφων ή περιορισμού του συντελεστή δόμησης.  Αυτά τα θέματα θα μπορούσαν  να εξεταστούν μόνο μέσα στα πλαίσια νέας αίτησης για άδεια οικοδομής. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Καλογήρου v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 534.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 274/97) ημερομηνίας 3/12/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης, κατόπιν επανεξέτασης, της αίτησης τους για ανανέωση για ακόμη ένα χρόνο της άδειας οικοδομής η οποία τους δόθηκε στις 17/1/84 για ανέγερση οικοδομής σε τεμάχια τους στη Λεμεσό.

Κ. Κακουλλή για Γ. Κακογιάννη, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Μελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι συνιδιοκτήτες κατά ιδανικά μερίδια 2/3 και 1/3 αντίστοιχα, τεμαχίων γης, συναπτομένων μεταξύ τους. Τα εν λόγω τεμάχια βρίσκονται στην οδό Αγίου Ανδρέου, συνοικία Αγίας Τριάδας, της Λεμεσού και, στο  εξής θα αναφέρονται ως "το οικόπεδο".

Οι εφεσείοντες,υπέβαλαν για πρώτη φορά αίτηση προς έκδοση άδειας οικοδομής για την ανέγερση οικοδομής επί του οικοπέδου στις 9.10.1980. Στις 17.1.1984 ο εφεσίβλητος Δήμος Λεμεσού εξέδωσε την άδεια, αριθμ. 28758 σύμφωνα με την οποία, επιτρεπόταν, με βάση τα σχέδια, η ανέγερση καταστημάτων και δύο άλλων πολυόροφων συγκροτημάτων των έξι και εννέα ορόφων αντίστοιχα.  Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ημερομηνία που εκδόθηκε η άδεια, ίσχυαν οι πρόνοιες της ΚΔΠ 250/83 σύμφωνα με τις οποίες, ο επιτρεπόμενος αριθμός των ορόφων ήταν μικρότερος του αριθμού των ορόφων για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια.  Μικρότερο επίσης ήταν και το επιτρεπόμενο ύψος οικοδομής από εκείνο που αφορούσε η άδεια.  Η εξήγηση που δόθηκε από πλευράς Δήμου καθόσον αφορά το εν λόγω ζήτημα ήταν ότι ο Δήμος αναγνώρισε πως όφειλε να εκδώσει την άδεια με βάση τους κανονισμούς που ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αντί με βάση τους κανονισμούς που θεσπίστηκαν μεταγενέστερα και ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της άδειας. Ωστόσο, το ζήτημα δεν υπήρξε ποτέ επίδικο ούτε και  εξετάστηκε πρωτοδίκως.

Οι εφεσείοντες προχώρησαν στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο οικόπεδο και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους συμπληρώθηκαν μέχρι το 1987 τα θεμέλια της οικοδομής, τα ισόγεια καταστήματα, τα μεσοπατώματα, τα κλιμακοστάσια και ο χώρος των ανελκυστήρων.

Στις 30.10.1987 οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση, για ανανέωση της άδειας οικοδομής.  Δύο μήνες αργότερα, στις 31.12.1987, τέθηκε σε ισχύ η ΚΔΠ 328/87 με την οποία επιβλήθηκαν περιορισμοί στην οικοδομική ανάπτυξη της περιοχής για τη ζώνη Π.α4 στην οποία ενέπιπτε το οικόπεδο των εφεσειόντων.  Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, επιτρεπόταν η ανέγερση μέχρι 4 ορόφους ύψους 13.10 μ. ή 40.40 π. αντί 47 π. που προβλεπόταν στην ΚΔΠ 250/83 και κάλυψη 0.70:1 που δεν καθοριζόταν στην ΚΔΠ 250/83 καθώς επίσης και συντελεστής δόμησης 2:40:1 που επίσης δεν καθοριζόταν στην ΚΔΠ 250/83.

Οι εφεσείοντες με επιστολές τους ημερ. 7.12.90 και 19.12.91 προς τον εφεσίβλητο Δήμο, αναφέρθηκαν στην εκκρεμότητα της αίτησης τους για ανανέωση της άδειας οικοδομής, αλλά ο Δήμος δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση.

Στις 27.11.92 δημοσιεύθηκε ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1992 (Ν. 97(1)/92).  Με το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου τροποποιήθηκε το άρθρο 5 του βασικού νόμου και καθιερώθηκαν έτσι νέες ρυθμίσεις που αφορούσαν την ισχύ και ανανέωση των αδειών οικοδομής.  Το άρθρο 5 του βασικού νόμου, μετά από τη σχετική τροποποίηση, περιέχει τις πιο κάτω πρόνοιες που αφορούν το υπό εξέταση θέμα: 

"5.(1) Η άδεια, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ισχύει για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία της έκδοσής της:

..............................................................................................................

(2)   Επιτρέπεται η ανανέωση της άδειας κατ' αίτηση του κατόχου της, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)   ......................................................................................................

(β)   στις υπόλοιπες περιπτώσεις η άδεια ανανεώνεται εφόσον οι εργασίες στις οποίες αναφέρεται η άδεια άρχισαν αλλά δε συμπληρώθηκαν, είναι ουσιαστικές και τελούν υπό ενεργό εκτέλεση κατά τη λήξη της ισχύος της άδειας.

(3)   .....................................................................................................

(4)   .....................................................................................................

(5)   Κατά την ανανέωση της άδειας η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να τροποποιεί τους όρους υπό τους οποίους εκδόθηκε αρχικά η άδεια ή να επιβάλλει νέους όρους ή και να απορρίπτει την αίτηση για ανανέωση, νοουμένου ότι η εξουσία αυτή απορρέει από μεταγενέστερη της έκδοσης και ισχύουσα κατά την ανανέωση κανονιστική διάταξη ή διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση, και οι τροποποιημένοι ή νέοι όροι ή η απόρριψη αφορούν στο μη εκτελεσθέν μέρος των εργασιών στις οποίες αναφέρεται η άδεια και δεν επηρεάζουν ουσιωδώς το ήδη εκτελεσθέν.

(6)   Σε ό,τι αφορά άδεια που εκδόθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ισχύουν τα ακόλουθα:

(α)   Σε περίπτωση που δεν έχουν παρέλθει τρία έτη από την ημερομηνία της έκδοσης της άδειας η ισχύς της παρατείνεται, υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 5, για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία της έκδοσής της.

(β)   Σε περίπτωση που έχουν παρέλθει τρία έτη από την ημερομηνία της έκδοσης της άδειας, επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις των εδαφίων (2) και (3), η ανανέωση της άδειας για περίοδο ενός έτους, από την ημερομηνία της ανανέωσης, νοουμένου ότι ο κάτοχος αυτής θα υποβάλει προς τούτο αίτηση μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Επιτρέπεται η εκ νέου ανανέωση της άδειας σύμφωνα με όσα ορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού.

(γ)   Οι διατάξεις του εδαφίου (5) ισχύουν κατά πάντα και στην προκείμενη περίπτωση."

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 5, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του Ν. 97(1)/92, οι εφεσείοντες υπέβαλαν στις 26.2.93 αίτηση για ανανέωση της άδειας οικοδομής για ακόμα ένα χρόνο.  Το αίτημα απορρίφθηκε από το Δήμο στις 21.6.93 με την αιτιολογία ότι τούτο δεν ήταν σύμφωνο με την ισχύουσα νομοθεσία.  Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης του Δήμου και η διοικητική πράξη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε και με βάση το σκεπτικό της, ο Δήμος Λεμεσού προχώρησε στην επανεξέταση της αίτησης την οποία και απέρριψε.  Η αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης περιέχεται στην επιστολή του Δήμου προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων ημερ. 30.1.97 την οποία και παραθέτουμε:

"Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. L/207/93/KK της 18ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Οικοδομών του Δήμου Λεμεσού στη συνεδρίαση που έγινε στις 9.10.1996 ομόφωνα κατέληξε στη θέση ότι ενόψει της σοβαρής σύγκρουσης των προνοιών των κανονισμών αναφορικά με το ύψος της οικοδομής, τον συντελεστή δόμησης και το ποσοστό κάλυψης της υπό αναφορά οικοδομής που είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με τις υφιστάμενες πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού και εφόσον κατά την εκτίμηση του Δημοτικού Μηχανικού η οικοδόμηση και χρήση των μονάδων είναι ανεξάρτητες η μια από την άλλη και έτσι το εκτελεσθέν έργο δεν επηρεάζεται ουσιωδώς από την απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας, παρά το γεγονός ότι είναι αποδεκτό ότι έγινε ουσιαστική έναρξη εργασιών σύμφωνα με την άδεια οικοδομής και οι εργασίες δεν έχουν συμπληρωθεί και έκρινε ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, αποφάσισε την απόρριψή της."

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Δήμου Λεμεσού, ημερ. 30.1.97 οι εφεσείοντες άσκησαν ανεπιτυχώς προσφυγή.  Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται από τους εφεσείοντες η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Όπως έχει προαναφερθεί, η επίδικη διοικητική απόφαση λήφθηκε ύστερα από επανεξέταση μετά από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δεν έχει εφεσιβληθεί στην προσφυγή αρ. 697/93. Στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση (697/93) αναφέρθηκαν τα εξής:

"Στην προκειμένη περίπτωση η εξέταση της αίτησης για ανανέωση της άδειας οικοδομής που εκδόθηκε το 1984 έπρεπε να γίνει με βάση το άρθρο 5(6)(β) του Νόμου (δες πιο πάνω).  Οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες επιτρέπεται η ανανέωση της άδειας αναφέρονται ρητά στα εδάφια (2) και (3).  Το εδάφιο (3) δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση αλλά σύμφωνα με το εδάφιο (2) παράγραφος (β), η άδεια ανανεώνεται εφόσον οι εργασίες στις οποίες αναφέρεται η άδεια άρχισαν αλλά δεν συμπληρώθηκαν, είναι ουσιαστικές, και τελούν υπό ενεργό εκτέλεση κατά τη λήξη της ισχύος της άδειας.  Σχετικές με το υπό εξέταση θέμα είναι και οι διατάξεις του εδαφίου (5).  Μια από τις προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω εδάφιο είναι όπως σε περίπτωση που αποφασίζεται η απόρριψη της αίτησης για ανανέωση, η απόρριψη αφορά στο μη εκτελεσθέν μέρος των εργασιών και οι οποίες δεν επηρεάζουν ουσιωδώς το ήδη εκτελεσθέν έργο."

Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή Οικοδομών του Δήμου εξέτασε την αίτηση για ανανέωση, σύμφωνα με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 5(6)(Β) του νόμου όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του Ν. 97(1)/92 (ανωτέρω).  Και καθώς προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τις υφιστάμενες πρόνοιες του τοπικού σχεδίου της πόλης, το περιεχόμενο γραπτής έκθεσης ημερ. 8.10.96 που κατέθεσε η τεχνικός Α κα Ευγ. Κωνσταντίνου καθώς και τη γνώμη του δημοτικού μηχανικού, έκρινε ότι η οικοδόμηση και η χρήση των μονάδων του έργου ήταν ανεξάρτητες η μια από την άλλη και συνεπώς οι εργασίες που είχαν εκτελεσθεί δεν επηρεάζονται ουσιωδώς από την απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας που αφορούσε ολόκληρο το έργο σύμφωνα με τα υποβληθέντα σχέδια.

Αναπτύχθηκε πρωτοδίκως επιχειρηματολογία ότι η κρίση της Επιτροπής Οικοδομών επί του συγκεκριμένου τούτου θέματος είναι εσφαλμένη και αυθαίρετη και αυτό γιατί, στην ήδη εκτελεσθείσα οικοδομική εργασία περιλαμβάνονται κατασκευές που αφορούν ολόκληρη την οικοδομή όπως τα κλιμακοστάσια, ο χώρος των ανελκυστήρων και τα μεσοπατώματα, που καθίστανται άχρηστα αν δεν περατωθεί το έργο.

Ο Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή έθεσε προς απάντηση το ερώτημα κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, υποδεικνύεται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ή υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του διοικητικού οργάνου. Η απάντηση που έδωσε στο ερώτημα ήταν αρνητική.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό της απόφασης:

"Οι διατάξεις του Νόμου, η ερμηνεία τους και εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.  Η βάση αξιολόγησης τους και η υπαγωγή τους στις νομοθετικές διατάξεις τέθηκε στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση. Το ζήτημα επανεξετάστηκε στην ορθή του νομική διάσταση. Η απόφαση του διοικητικού οργάνου είναι αιτιολογημένη.  Το δε μέρος της που στηρίζεται στην κρίση του εμπειρογνώμονα μηχανικού του Δήμου, ελέγχεται εφόσον αποδεικτεί υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, που δεν είναι η περίπτωσή μας, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη άποψη ειδήμονα στο θέμα.

.............................................................................................................................................................................................................................

Η εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών πως ο Δήμος θα έπρεπε να εκδώσει την άδεια οικοδομής με συμβιβαστικό περιεχόμενο, να δώσει πχ άδεια για λιγότερους ορόφους, δεν είναι νομικά ορθή.  Η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής ήταν να αποφασίσει την αίτηση σύμφωνα με το περιεχόμενό της, που ήταν η ανανέωση της αρχικής άδειας, στην οποία ενίσταται ο Δήμος για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφασή του."

Προβλήθηκαν πέντε λόγοι έφεσης ήτοι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα και/ή αγνόησε τις πρόνοιες του άρθρου 5(5) των περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών Νόμων όπως έχουν τροποποιηθεί με το Ν. 97(1)/92.

2. Εσφαλμένα το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και/ή απέρριψε χωρίς να εξετάσει καθόλου το (συναφή με τον πιο πάνω) λόγο ακύρωσης που αφορά στην παράλειψη του εφεσίβλητου να επιλέξει την ήσσονα επαχθή λύση για τους εφεσείοντες.

3.  Εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι για να αμφισβητηθεί η γνώμη του δημοτικού μηχανικού ότι οι εργασίες που είχαν ήδη εκτελεσθεί δεν επηρεάζονται ουσιωδώς από την απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας, όφειλε να προσκομισθεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα.

4.  Εσφαλμένα το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και/ή απέρριψε χωρίς να εξετάσει καθόλου το λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε ότι ο εφεσίβλητος στερείτο διακριτικής εξουσίας να απορρίψει την αίτηση των εφεσειόντων για ανανέωση της άδειας οικοδομής σύμφωνα με το άρθρο 5(5) του νόμου επειδή κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης δεν είχαν εκδοθεί κανονιστικές διατάξεις μεταγενέστερες της έκδοσης της άδειας οικοδομής αντίθετες με τους όρους της άδειας.

5.  Εσφαλμένα παρέλειψε το Δικαστήριο να εξετάσει και/ή παραγνώρισε τη θέση ότι η χρηστή διοίκηση επέβαλλε την εξέταση της υπόθεσης με ιδιαίτερα επιεικές πνεύμα, λαμβάνοντας υπόψη την ολιγωρία του εφεσίβλητου στην εξέταση της αίτησης των εφεσειόντων και εσφαλμένα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την από μέρους των εφεσειόντων μη αποδειχθείσα καθυστέρηση στην ανέγερση της οικοδομής σε βαθμό που να καταλήγει έμμεσα στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούν να επικαλούνται την ολιγωρία του εφεσίβλητου.

Η ουσία του θέματος εντοπίζεται στις λίγες γραμμές του ερωτήματος που έθεσε προς απάντηση ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή.  Η δοθείσα απάντηση, στηρίχθηκε στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση με την οποία συμφωνούμε. Κανένας λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει και αυτό θα εξηγήσουμε με συντομία στη συνέχεια.

Η Επιτροπή Οικοδομών του εφεσίβλητου Δήμου κατά την επανεξέταση της αίτησης για ανανέωση της άδειας και έχοντας υπόψη την εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, μελέτησε κατά πόσον σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για ανανέωση  θα επηρεαζόταν ουσιωδώς το ήδη εκτελεσθέν έργο λόγω της ματαίωσης της εκτέλεσης του μη εκτελεσθέντος μέρους των εργασιών που θα επέφερε η απόρριψη της αίτησης. Το ζήτημα ήταν καθαρά πραγματικό.  Η διοίκηση είχε υπό τις περιστάσεις υποχρέωση απορρέουσα από το νόμο να εκτιμήσει  όλα τα γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες που είχε ενώπιόν της για να καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα αναφορικά με το ζητούμενο. Η εκτίμηση των γεγονότων κλπ είναι έργο της διοίκησης.  Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση που η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας υπό την έννοια ότι η διατύπωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία. Εύλογα επιτρεπτή είναι η απόφαση στην οποία θα μπορούσε να καταλήξει ένα λογικό πρόσωπο με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση, ανεξάρτητα αν ένα άλλο πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση. Βλ. Καλογήρου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά (1992) 3 Α.Α.Δ. 534.

Στην προκείμενη περίπτωση η διακριτική ευχέρεια του εφεσίβλητου Δήμου δυνάμει του άρθρου 5(5) του νόμου (ανωτέρω) δεν είναι απεριόριστη. Η εξουσία επιβολής νέων όρων υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 9 του νόμου όπου ρητά καθορίζονται οι όροι τους οποίους η αρμόδια αρχή έχει διακριτική εξουσία να τροποποιεί ή να επιβάλλει.  Πρόκειται περί της λεγόμενης δεσμευτικής αρμοδιότητας της διοίκησης την οποία ο Δακτόγλου στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Γ΄έκδ., σελ. 169-170, ορίζει ως εξής:

"Δεσμευμένη μπορεί να είναι η αρμοδιότητα της διοικήσεως και όταν της χορηγεί μεν ο Νόμος διακριτική ευχέρεια, αλλά, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, μόνο μία λύση ήταν δυνατή (συστολή της διακριτικής ευχέρειας)."

Ο εφεσίβλητος Δήμος, κατόπιν ορθής εκτίμησης όλων των στοιχείων και γεγονότων που είχε ενώπιόν του κατέληξε στη λήψη της καθόλα νόμιμης και ευλόγως επιτρεπτής επίδικης απόφασης.  Είναι αυτονόητο πως ούτε το θέμα του περιορισμού των ορόφων ούτε αυτό των συντελεστών δόμησης θα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της αίτησης για ανανέωση με βάση το άρθρο 5(5) του νόμου, ενόψει των περιοριστικών προνοιών του άρθρου 9 του νόμου οι οποίες δεν παρέχουν στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε εξουσία επιβολής όρων υπό μορφή π.χ. μείωσης του αριθμού των ορόφων ή περιορισμού του συντελεστή δόμησης. Αυτά τα θέματα θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο μέσα στα πλαίσια νέας αίτησης για άδεια οικοδομής.

Η επίδικη διοικητική απόφαση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.

Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο